Από τον Αχ. Πιτσίλκα, διδ. Θεολογίας
Ο Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός κατά τον Κ. Αμαντό υπήρξε «ο μεγαλύτερος διδάσκαλος στα χρόνια της πικρής σκλαβιάς» και «η ευγενεστέρα φυσιογνωμία εις την νεωτέραν ιστορίαν». Κάποιοι από τους πιο βασικούς σταθμού της ζωής του ήταν και οι πιο κάτω:
α) Ο φλογερός πόθος του για τα άγια γράμματα και η μαθήτευσή του στον Αγιο Ιάκωβο τον κατοπινό νεομάρτυρα.
Ο Αγιος Κοσμάς στα παιδικά και νεανικά του χρόνια έζησε στην πατρίδα του σαν τσοπανόπουλο, χωρίς να μάθει ποτέ γράμματα. Μια χειμωνιάτικη ημέρα, όμως, που είχε μεταβεί στον ναό του χωριού για να ανάψει τα καντήλια, είδε, κατά τη διήγηση του Τάκη Λάπα, επάνω στην Αγία Τράπεζα το Ιερό Ευαγγέλιο. Απλωσε τότε τα τρεμάμενα χέρια του και παίρνοντάς το το ασπάστηκε με ευλάβεια και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Επειδή, όμως, δεν ήξερε να διαβάζει δάκρυσε ενώ έκανε μέσα στα δάκρυά του και την πιο κάτω προσευχή: «Χριστέ μου βοήθα με να μάθω κι εγώ γράμματα και τάζω να σε δουλέψω σε όλη μου τη ζωή».
Και ο Χριστός τον βοήθησε, κατευθύνοντας στο μοναστήρι του Προδρόμου, κοντά στην πατρίδα του, του Αγίου Ιακώβου. Από τον άγιο αυτόν ο Κώστας, όπως είχε ονομαστεί κατά το βάπτισμά του, έμαθε όχι μονάχα τα πιο βασικά από τα ιερά γράμματα, αλλά και τον ασκητικό τρόπο ζωής, της συνδυασμένης με την ιεραποστολή. Από το παράδειγμα δε αυτό φαίνεται αυτό που έγραφε και ο Απόστολος των Εθνών, ότι δηλ. ο Θεός δίνει «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» (Εφεσ. 20), όταν αυτά οδηγούν στη σωτηρία ψυχών.
β) Η μαθήτευσή του στην Αθωνιάδα Σχολή και η καταφυγή του στη Μονή Φιλοθέου.
Ενας δεύτερος σημαντικός σταθμός στη ζωή του Αγίου Κοσμά ήταν η μετάβασή του στο Αγιο Ορος, όπου έγινε αρχικά μαθητής της Αθωνιάδας Σχολής στην οποία δίδασκε και ο περίφημος τότε διδάσκαλος Ευγένιος Βούλγαρης. Στη Σχολή αυτή, όπως ήταν επόμενο, έμαθε τότε πολλά που τον βοήθησαν αργότερα στις περιοδείες που πραγματοποιούσε. Οι διχογνωμίες όμως των καθηγητών της Σχολής συνετέλεσαν στο να καταφύγει κάποια στιγμή στη Μονή Φιλοθέου, όπου κατά τη δική του μαρτυρία, έκλαιε τας αμαρτίας του για 17 χρόνους ολόκληρους. Παρόλη την αγάπη του όμως για την ασκητική ζωή, ο άγιος δεν έμεινε εσωτερικά αναπαυμένος, γιατί κάθε τόσο μάθαινε για τη φρικτή κατάσταση που επικρατούσε στο υπόδουλο γένος. Ανοιγε βέβαια καθημερινά την Αγία Γραφή και μελετούσε εν πνεύματι προσευχής τα θεόπνευστα κείμενά της. Το βλέμμα του όμως σταματούσε κάθε τόσο στα χωρία εκείνα, που έκαναν λόγο για την αγάπη των αδελφών και ιδιαίτερα στο «μηδείς το εαυτόν ζητείτω, αλλά και τα του ετέρου» (1 Κορ. 10, 24). Και τούτο, γιατί τον κατέτρωγε εσωτερικά η φλόγα της ιεραποστολής «ωσάν το σκουλήκι που τρώγει το ξύλο». Για τον λόγο αυτό ονειρευόταν και εκείνος την πνευματική αναγέννηση του κάθε Ελληνα και της κάθε Ελληνίδας, πιστεύοντας πολύ σωστά ότι αυτή θα του έδινε τις δυνάμεις για την απαντοχή των δεινών και ταυτόχρονα για τη μελλοντική απελευθέρωση από τους Τούρκους.
γ) Η μεγάλη απόφαση που πήρε και οι ευλογίες των γερόντων και του πατριάρχη.
Τα όνειρα, που σαν κρυφή φωτιά σιγόκαιγαν στην καρδιά του αγίου, σε κάποια στιγμή τον κατακυρίευσαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να πάρει τη μεγάλη απόφαση να θυσιαστεί για το γένος. Κατάλαβε δηλαδή ότι γι΄ αυτόν, αυτό ήταν το θέλημα του Θεού, που έπρεπε να εκτελέσει και τράβηξε κατά τον ηγούμενο για να του αναφέρει τη μεγάλη απόφαση που είχε πάρει και να ζητήσει την ευλογία του. Στο αίτημά του δε αυτό, τόσο ο ηγούμενος όσο και άλλοι γέροντες του Αγίου Ορους, τον βεβαίωναν ότι «τέτοιον έργον (που ονειρευόταν) καλόν και άγιον είναι». Πριν ξεκινήσει όμως τις ιεραποστολικές περιοδείες του, αποφάσισε αρχικά να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, για να πάρει και από τον πατριάρχη Σεραφείμ Β’ τον Χατζερή μία γραπτή άδεια για τις μετακινήσεις του, ενώ στη συνέχεια ζήτησε τη συνδρομή και του αδελφού του Χρύσανθου που σαν λόγιος ιερομόναχος και διδάσκαλος της Πατριαρχικής Σχολής, δίδαξε και σ΄ αυτόν «μερικήν τινά τέχνην ρητορικήν», δηλαδήι κάποιους βασικούς κανόνες της ρητορικής τέχνης. Με τα εφόδια δε αυτά ο άγιος ρίχτηκε κατόπιν στο έργο της ιεραποστολής, έχοντας έναν πόθο διάπυρο, να ωφελήσει τους αδελφούς του, ενώ «ένα φως ουράνιο, ωσάν σύννεφο, σκέπαζε τον άγιο και τον τόπο που αναπαυόταν» φανερώνοντας σε όλους ότι η Χάρη του Θεού τον συνόδευε στη ζωή του και τον φύλαγε από τις κακοβουλίες των ανθρώπων.
δ) Οι ιεραποστολικές περιοδείες του και ο μαρτυρικός θάνατος.
Με τα εφόδια που αναφέρθηκαν πιο πάνω ο άγιος άρχισε κατόπιν τις περιοδείες του, μιμούμενος θα έλεγε κανένας το μεγάλο Απόστολο των Εθνών, που έγραφε ότι «άχρι της ώρας και πεινώμεν και διψώμεν και γυμνητεύομεν και κολαφιζόμεθα και αστατούμεν...» (1 Κορ. 4,11).
Υστερα δε από τέσσερις μεγάλες περιοδείες (για την καθεμιά θα άξιζε να γίνει ιδιαίτερος λόγος), έφθασε στις 24 Αυγούστου του 1779 και η ώρα του μαρτυρικού θανάτου του αγίου, που πραγματοποιήθηκε κατά διαταγή του Κουρτ Πασά του Βερατίου από τον Μπουλούκμπαση (αρχηγό) και άλλους 3 Τούρκους. Οταν δηλαδή οι Τούρκοι τον παρέλαβαν, τον οδήγησαν έξω από το χωριό Κολικόντασι, για να τον θανατώσουν εκεί. Φθάνοντας δε στη θέση Μπουγιακλή κοντά στον ποταμό Αξο, του ανακοίνωσαν τη διαταγή που είχαν πάρει, ενώ εκείνος κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Το ξέρω». Υστερα σταύρωσε τον ορίζοντα και προς τις τέσσερις μεριές, έκανε το σταυρό του και προσευχήθηκε επιλέγοντας: «Διήλθομεν διά πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν». (Ψαλμ. 65,12). Στη συνέχεια τον κρέμασαν χωρίς εκείνος να φέρει αντίσταση, ενώ κατόπιν άρπαξαν τα ρούχα και τα λιγοστά βιβλία που είχε στο δισάκι του.
Ο Μπουλούκμπασης, όμως, που τράβηξε στη συνέχεια κατά το κονάκι του Χότζα, θέλησε να περιγελάσει τον άγιο, φορώντας το πανωκαλύμμαυκό του και λέγοντας: «Πάει ο Καρά Ισετάν» (ο μαύρος διάβολος).
- Αφερίμ, βρε Χαρατζή, είπε ο Χότζας.
Την ίδια στιγμή όμως ο νους του Μπουλούκμπαση σκοτίστηκε και παράλλαξε η μορφή του, ενώ άρχισε να βγάζει τα ρούχα του και να γυρωφέρνει βγάζοντας άναρθρες κραυγές και αφρούς από το στόμα του. Οι άνθρωποι του Χότζα βέβαια προσπάθησαν να τον ντύσουν και να τον συγκρατήσουν. Εκείνος όμως ξέφυγε από τα χέρια τους και τρέχοντας γυμνός στα σοκάκια φώναζε: «Εγώ σκότωσα τον καλόγερο Κοσμά. Ο πασάς και ο Χότζας με πρόσταξαν». Σαν έμαθε όμως τα καθέκαστα ο πασάς πρόσταξε και τον έκλεισαν στα σίδερα όπου ύστερα από δύο ημέρες ξεψύχησε γιατί είχε βάψει τα χέρια του με το αδικοχαμένο αίμα του αγίου.
Από το πιο πάνω περιστατικό φαίνεται καθαρά ότι κανένας δεν πρέπει να καταφέρεται με οποιονδήποτε τρόπο εναντίον των Αγίων, που αποτελούν τους συνεργούς και τον στρατό του Κυρίου. «Ου μη άψησθε των Χριστών μου και ζήσεσθε» (1 Παραλ. 16,29). Είχε βεβαιώσει άλλωστε ο ίδιος ο Θεός ο «θαυμαστός εν τοις αγίοις» (Ψαλ. 67,36).