Μαύρα πουλιά πετούν
στον ξάστερο ουρανό!
Και ξάφνου σύννεφο πυκνό
απλώθηκε παντού
σ’ όλο το γαλανό.
Μα! απορία προκαλούν
με τα φτερά τα σταθερά
φαρμάκι - πίκρα τα σκορπούν
σίγουρα αποστολή εκτελούν.
Ο στρατιώτης τρομάζει
η παγίδα του εχθρού τον αρπάζει
Μάτια τρομαγμένα
στόμα σφιχτό
καρδιά ταραγμένη
θολό το μυαλό.
Αφοπλίζεται μένει «γυμνός»
δεν το ήθελε ο ίδιος
να μείνει μοναχός
εντολή εκτελεί
του ψυχρού εκτελεστή
κι ο εχθρός του σκλαβώνει
και το σώμα και την ψυχή.
Πατρίδες, μητέρες,
κόρες, παιδιά
άθελά τους θα μπούνε
σε ξένη αγκαλιά.
Και σαν ξένοι θα νιώθουν
στη δική τους τη γη
στο δικό τους το σπίτι,
που το πήραν οι εχθροί.
Δεν μπορούν να μιλήσουν
δεν μπορούν να χαρούν
ματωμένη η ψυχή τους
πού το θάρρος να βρουν;
Μοναχά στο μυαλό τους
προσευχή θα να πούν.
Τότε η μάνα ραγίζει
τότε η μάνα πονεί
Μια Ελλάδα γενναία
χάνει κι άλλο παιδί.
Ομορφιά Αφροδίτη
ζωντανή ομορφιά
Με τα τόσα σου κάλλη
ζηλευτή είσαι αγκαλιά.
Όμως νόστος κι ελπίδα
σιγοκαίνε μαζί
και θ’ ανάψουν τη δάδα
θ’ ανοιχτεί το κλουβί.
Τότε όλοι μαζί
τα φτερά τους θ’ απλώσουν
στην ελεύθερη γη.
Κι έτσι αιχμάλωτος πια
δεν θα ζήσει κανείς
ούτε στο σώμα ούτε στην ψυχή.
Μαριάννα Παπαδημητρούλα - Σβερώνη