Γράφει ο Σωτ. Αθ. Μουντζούρης
Όπως είναι γνωστό, κάθε χρόνο την 1η Μαρτίου πραγματοποιούνται οι κρίσεις στα Σώματα Ασφαλείας και λίγο ενωρίτερα εκείνες στις Ενοπλες Δυνάμεις. Ειδικά για το τρέχον έτος, λόγω των εκλογών του Μαΐου και Ιουνίου, οι προθεσμίες που προβλέπει ο νόμος δεν τηρήθηκαν και έτσι οι ετήσιες κρίσεις των στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας-και των λοιπών Σωμάτων βέβαια- θα πραγματοποιηθούν με πεντάμηνη καθυστέρηση.
Το θέμα δεν είναι η καθυστέρηση των κρίσεων αλλά ο τρόπος αξιολόγησης και τα κριτήρια που θα ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση των κρινομένων, αφού τέτοια αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια (τυπικά και ουσιαστικά) δεν προβλέπονται από τον νόμο και ούτε λαμβάνονται σοβαρά και πάντοτε υπόψη.
Είναι στους πάντες γνωστό, τουλάχιστον στους κρινομένους Αξιωματικούς, ότι αντικειμενική κρίση για προαγωγές και τοποθετήσεις ανωτάτων Αξιωματικών (Αστυνομικού Διευθυντού και πάνω) δεν υπάρχει και γι` αυτό γίνεται συχνά λόγος για κρίσεις και προαγωγές με κομματικά και πολιτικά κριτήρια!
Το κριτήριο, που συνήθως κυριαρχεί, είναι το υποκειμενικό και αναφέρεται στην προσωπική γνώμη του κρίνοντος για τον κρινόμενο, που προέρχεται κυρίως από το αν κατά το παρελθόν υπηρέτησαν στην ίδια υπηρεσιακή μονάδα ή σε ιεραρχικά ανώτερο κλιμάκιο που είχε εξάρτηση με την υπηρεσία του κρινομένου και έχει ιδία υπηρεσιακή γνώμη περί αυτού.
Άλλο κριτήριο είναι οι εκθέσεις αξιολόγησης, οι οποίες -στο 99% των κρινομένων αξιωματικών –είναι εξαίρετες (δηλαδή με άριστα), οπότε η οικεία επιτροπή πρέπει να επιλέξει μεταξύ των... αρίστων τον «ακατάλληλο» προς προαγωγή, δηλαδή τον αποστρατευτέο.
΄Ετσι, παρατηρείται κάθε χρόνο το ανεπανάληπτο, να αποστρατεύονται «ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους» αξιωματικοί που αξιολογήθηκαν με απόλυτο άριστα, ένα μήνα προ των κρίσεων και ως αιτολογία αποστρατείας η επιτροπή κρίσεων (φυσική ηγεσία του Σώματος), να επικαλείται εκθέσεις ικανότητας του κρινομένου από 20ετίας και πλέον, όταν εκείνος έφερε τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β ή Ανθ/ρχου τότε (δηλαδή νεαρός αξιωματικός) και είχε βαθμολογηθεί σε κάποιο από τα κριτήρια αξιολόγησης, όχι με άριστα δέκα, αλλά με εννέα ή 8,5, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη και άλλες βαθμολογίες που ελήφθησαν υπόψη για προαγωγή του συγκεκριμένου σε άλλους βαθμούς!
Συνήθως, ο αξιωματικός που αποστρατεύεται θεωρεί εαυτόν αδικηθέντα και μάλλον πείθεται για τη σκοπιμότητα και τη μεροληπτική σε βάρος του κρίση, παρά για την αντικειμενική και δίκαιη αποστρατεία του, όταν εν τω μεταξύ προάγεται ομοιόβαθμός του με σαφή μειωμένα προσόντα (τυπικά και ουσιαστικά) και με μικρή, ασήμαντη υπηρεσιακή προσφορά.
Αντιθέτως, οι κρινόμενοι ευμενώς (προαγόμενοι Αξιωματικοί) θεωρούν τις κρίσεις δίκαιες και μάλιστα επιχαίρουν ( διότι «έγιναν σε βάθος… και αποσυμφορήθηκε έτσι η επετερίδα»…!), όταν δε στις επόμενες κρίσεις αποστρατευθούν οι ίδιοι, αυτομάτως επικρίνουν το ισχύον σύστημα αξιολόγησης, κρίσεων και προαγωγών και ομιλούν για κρίσεις άδικες, μεροληπτικές, με κομματική και πολιτική σκοπιμότητα.
Επίσης, είναι αλήθεια ότι σπανίως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των Αξιωματικών (ως άμεσα ενδιαφερόμενες) ασκούν πιέσεις για να υπάρξει βελτίωση και να τροποποιηθεί το ισχύον σύστημα κρίσεων και προαγωγών, ώστε αυτό να καταστεί δίκαιο, με αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια τυπικών και ουσιαστικών προσόντων (π.χ. υπηρεσιακή απόδοση, μάχιμη υπηρεσία, μετεκπαιδεύσεις στην αλλοδαπή ή άλλα ειδικά σχολεία, πανεπιστημιακοί τίτλοι, μελέτες γνωστικού αντικειμένου της ειδικότητάς του, συγγραφικό έργο, γνώση ξένων γλωσσών, αξιολόγηση από ειδική επιτροπή φυσικής ηγεσίας και εκπροσώπων της Δικαστικής εξουσίας, αυτοαξιολόγηση κρινομένων από ένα βαθμό και πάνω με βάση συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο αναφορικά με την υπηρεσιακή του απόδοση, που θα αποδεικνύεται από τα στατιστικά στοιχεία περί την εγκληματικότητα και από τους ατομικούς του φάκελους).
Ίσως θα πρέπει να εξετασθεί η κατάργηση ορισμένων βαθμών, η μείωση οργανικών θέσων υψηλόβαθμων, καθώς επίσης και η ανάγκη κατάρτισης ξεχωριστής επετηρίδας Αξιωματικών σταδιοδρομίας-ηγεσίας (καριέρας δηλαδή) και Αξιωματικών μέχρις ενός συγκεκριμένου βαθμού με διαφορετικά κριτήρια αξιολόγησης (σαφώς ηπιότερα εκείνων των Αξιωματικών ηγεσίας).
Η επιλογή του εκάστοτε Αρχηγού και της ηγεσίας θα πρέπει να επανεξετασθεί, ώστε η τοποθέτησή της να είναι αποτέλεσμα αντικειμενικής και αξιοκρατικής διαδικασίας και όχι πολιτικής-κομματικής βούλησης (π.χ. εκλογή των τριών υποδεικνυομένων από ειδικό σώμα εκλεκτόρων, όπως ο νόμος θα ορίσει).
Εάν το υπάρχον σύστημα δεν αλλάξει θα εξακολουθεί το φαινόμενο να αποστρατεύονται ικανοί, αποδοτικοί, πειθαρχημένοι, με προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και προσοντούχοι Αξιωματικοί που υπηρέτησαν ευδοκίμως την Ελληνική Αστυνομία, με άριστη αξιολόγηση (μηδενικά πειθαρχικά παραπτώματα, πλούσια συλλογή μεταλλίων, διακρίσεων και λοιπών επαίνων), ενώ αντίθετα θα προάγονται οι μέτριοι και ανεπαρκείς, οι έχοντες προσβάσεις στα κέντρα λήψης των αποφάσεων ή υψηλές και κατάλληλες γνωριμίες και οι οποίοι ουδέποτε μετακινήθηκαν σε άλλη πόλη ή υπηρέτησαν σε μάχιμες και υψηλού κινδύνου υπηρεσιακές μονάδες.
Αυτό είναι και άδικο και ανεπίτρεπτο για τη σημερινή εποχή, ακόμη και όταν αυτό συμβαίνει ως εξαίρεση του κανόνα.
Ο νέος Υπουργός που, μόλις προχθές, εδήλωσε -ότι «δεν χρειαζόμαστε πολλή αλλά καλή αστυνομία, όχι πολλούς αλλά καλούς αστυνομικούς», να τολμήσει να προχωρήσει στην ουσιαστική μεταρρύθμιση της αναδιάταξης, αναδιάρθρωσης και ανακατανομής δυνάμεως στην Ελληνική Αστυνομία, με προτεραιότητα την τροποποίηση του συστήματος κρίσεων και προαγωγών, μεταθέσεων και τοποθετήσεων των στελεχών του Σώματος, με μετρήσιμα και αντικειμενικά κριτήρια και πλήρη διαφάνεια και αυτό ύστερα από μελέτη και εξαντλητικό διάλογο με τους αρμοδίους (φυσική ηγεσία, εκπροσώπους Αξιωματικών και λοιπών Αστυνομικών).
Η ενοποίηση των δύο σωμάτων (τ. Χωροφυλακή και τ. Αστυνομία Πόλεων), το 1984 έγινε πρόχειρα, εξυπηρετούσε συγκεκριμένες, τότε, πολιτικές σκοπιμότητες και δεν έλυσε κανένα ουσιαστικό πρόβλημα.
Παρήλθε 28ετία μέχρι σήμερα και τώρα είναι καιρός ανασύστασης, από μηδενικής βάσης, μιας νέας σύγχρονης και αποτελεσματικής Αστυνομίας με επίκεντρο τον πολίτη, στα πρότυπα των προηγμένων Αστυνομιών της Ευρώπης και της Αμερικής.
Τώρα είναι η ώρα, που η εγκληματικότητα και οι ακραίες μορφές βίας κλιμακώνονται και το κλίμα ανασφάλειας γενικεύεται. Οι πολίτες, η κοινωνία, η Ελλάδα το περιμένει. Αρκεί να ληφθούν υπόψη τα νέα δεδομένα και η ανάγκη εμπέδωσης αισθήματος ασφαλείας στην ελληνική κοινωνία.