Η «διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες» αναπτύσσεται σε άτομα που τους έχει συμβεί ένα ακραίο τραυματικό γεγονός, το οποίο περιλαμβάνει το να βιώσει κανείς, να γίνει μάρτυρας ή να έρθει αντιμέτωπος με πραγματικό ή επαπειλούμενο θάνατο, με σοβαρό τραυματισμό ή με απειλή της σωματικής ακεραιότητας της δικιάς του ή άλλων ανθρώπων και ως αποτέλεσμα να κάνει το άτομο να νιώσει έντονο φόβο, αίσθηση ανημποριάς, τρόμο, ακόμη και φρίκη.
Τραυματικά γεγονότα, που το άτομο βίωσε άμεσα μπορεί να είναι πολεμικές μάχες, βίαιες επιθέσεις (σωματικές, σεξουαλικές, ληστείες), απαγωγές, ομηρία, τρομοκρατικές επιθέσεις, βασανιστήρια, φυλακίσεις ή στρατόπεδα συγκέντρωσης, φυσικές ή τεχνητές καταστροφές, σοβαρά αυτοκινητιστικά ατυχήματα ή η διάγνωση μιας θανατηφόρας αρρώστιας. Τραυματικά γεγονότα, στα οποία μπορεί να ήταν μάρτυρας, μπορεί να είναι το να δει τον σοβαρό τραυματισμό ή τον θάνατο κάποιου ατόμου που να προήλθε από βίαιη επίθεση, ατύχημα ή φυσική καταστροφή ή να δει ξαφνικά έναν νεκρό ή μέλη νεκρού ατόμου.
Η διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, συμπεριλαμβανομένης και της παιδικής. Τα συμπτώματα συνήθως αρχίζουν τρεις με έξι μήνες μετά την έκθεση του ατόμου στο άκρως στρεσογόνο γεγονός, μπορεί όμως να υπάρξει και καθυστέρηση μηνών (ακόμη και χρόνων) πριν εμφανιστούν.
Τα συμπτώματα της διαταραχής αυτής, μπορεί να χωριστούν σε τρεις βασικές κατηγορίες. Πρώτον, η επαναβίωση του τραυματικού γεγονότος, αποτελεί σύνηθες φαινόμενο. Το άτομο διακατέχεται από επαναλαμβανόμενες αναμνήσεις του γεγονότος που εισβάλλουν και προκαλούν υποκειμενική ενόχληση (σε μικρά παιδιά, μπορεί να γίνονται επαναλαμβανόμενα παιχνίδια στα οποία εκφράζονται πτυχές που αφορούν στο τραύμα), επίσης τα άτομα πολλές φορές ταλανίζονται από εφιάλτες που σχετίζονται με το γεγονός ή ακόμη μπορεί να επαναβιώνουν την εμπειρία. Σκόπιμο είναι να αναφερθεί πως η έκθεση σε ερεθίσματα που συμβολίζουν ή μοιάζουν με κάποια πτυχή της δυσάρεστης εμπειρίας, μπορεί να προκαλέσει έντονη δυσφορία αναστάτωση και υποκειμενική ενόχληση. Παραδείγματος χάριν μια γυναίκα μπορεί να αναστατωθεί έντονα όταν βρίσκεται σε σκοτεινό μέρος καθώς της θυμίζει τον βιασμό της.
Ένα άλλο συνηθισμένο σύμπτωμα της διαταραχής μετά από ψυχοτραυματικό στρες είναι η επίμονη αποφυγή των ερεθισμάτων που μοιάζουν με το τραύμα καθώς και έντονο «γενικό μούδιασμα», με άλλα λόγια υπάρχει περίπτωση να γίνονται σκόπιμες προσπάθειες ώστε να αποφευχθούν σκέψεις, συναισθήματα, συζητήσεις, μέρη, δραστηριότητες ή άνθρωποι που ξυπνούν αναμνήσεις του δυσάρεστου γεγονότος. Για παράδειγμα κάποιος που επέζησε από σεισμό σταμάτησε να κοιμάται σε εσωτερικούς χώρους από τότε που θάφτηκε ζωντανός μέσα στη νύχτα. Το «μούδιασμα» αναφέρεται στην μείωση του ενδιαφέροντος για τους άλλους, στην αίσθηση αποξένωσης και αποστασιοποίησης από άλλους ανθρώπους και στην ανικανότητα του ατόμου να βιώσει θετικά συναισθήματα και να σκεφτεί με αισιοδοξία το μέλλον του (το άτομο δεν περιμένει πως θα κάνει καριέρα ή πως θα δημιουργήσει οικογένεια ούτε πως η ζωή του θα κυλήσει φυσιολογικά). Αυτά τα συμπτώματα, μπορεί να φαίνονται αντιφατικά σε σχέση με τα συμπτώματα της επαναβίωσης που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά το άτομο ταλαντεύεται ανάμεσα στην επαναβίωση και το «μούδιασμα».
Η αυξημένη διεγερσιμότητα αποτελεί ένα άλλο συχνό σύμπτωμα της διαταραχής. Το άτομο μπορεί να δυσκολεύεται να κοιμηθεί ή να διατηρήσει τον ύπνο του, να είναι ευερέθιστο και να έχει εκρήξεις θυμού, να δυσκολεύεται στη συγκέντρωση και η αντίδραση ξαφνιάσματος να είναι αυξημένη.
Οι επιπλοκές της διαταραχής αυτής μπορεί να είναι βίαιες επιθέσεις του ατόμου, κατάχρηση αλκοόλ ή άλλων ουσιών, έντονες διαφωνίες με το περιβάλλον του, διαζύγια ή απώλεια της εργασίας (λόγω της φοβικής αποφυγής καταστάσεων που θυμίζουν το αρχικό τραύμα).
Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να υπογραμμισθεί το γεγονός, πως τα παραπάνω συμπτώματα, περιγράφουν τη διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες. Η διάγνωση της διαταραχής γίνεται μόνο από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας. Για να διαγιγνωσθεί η διαταραχή, πρέπει τα συμπτώματα να διαρκούν πάνω από έναν μήνα και να προκαλούν κλινικά σημαντική υποκειμενική ενόχληση ή έκπτωση στον κοινωνικό, επαγγελματικό ή οποιονδήποτε άλλο σημαντικό τομέα της λειτουργικότητας.
Αξίζει να αναφερθεί πως δεν παθαίνουν διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες όλα τα άτομα που βιώνουν ένα μείζον τραυματικό γεγονός, συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες. Κάποιοι από αυτούς είναι, η ηλικία του ατόμου (τα παιδιά π.χ είναι πιο ευάλωτα), το ιστορικό προϋπάρχουσας ψυχικής διαταραχής, ανεπαρκής στήριξη από το περιβάλλον, οικογενειακό ιστορικό θετικό για τη διαταραχή αυτή, σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας και η προσωπικότητα του ατόμου, ο τρόπος που δέχτηκε και ερμήνευσε το στρεσογόνο γεγονός. Παρ' όλα αυτά η διαταραχή μπορεί να αναπτυχθεί σε άτομα που δεν έχουν κανένα άλλο προδιαθεσικό γνώρισμα, εφόσον το τραυματικό γεγονός είναι ακραίου βαθμού.
Σκόπιμο είναι να αναφερθεί πως η θεραπευτική προσέγγιση στη διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες μπορεί να είναι φαρμακευτική, ψυχοθεραπευτική ή συνδυασμός τους, ανάλογα με τα συμπτώματα και τις ανάγκες του κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Η φαρμακοθεραπεία περιλαμβάνει αντικαταθλιπτικά τα οποία μπορεί να μειώσουν τις επαναλαμβανόμενες αναμνήσεις και τους εφιάλτες και έτσι να βελτιώσουν τον ύπνο και να ηρεμήσουν το άτομο.
Η θεραπεία της συμπεριφοράς είναι ιδιαίτερα χρήσιμη καθώς η σταδιακή έκθεση σε κάποιες καταστάσεις που θυμίζουν το αρχικό τραύμα σε συνδυασμό με τεχνικές χαλάρωσης ή γνωστικές τεχνικές που βοηθούν στον έλεγχο του άγχους, μπορούν να βελτιώσουν τη λειτουργικότητα των ατόμων.
Η υποστηρικτική ψυχοθεραπεία μπορεί να εφαρμοσθεί αμέσως μετά τη δυσάρεστη εμπειρία, οπότε η ελάττωση του στρες και η εκτόνωση των συναισθημάτων μπορεί ίσως και να αποτρέψουν τις χρόνιες μορφές ή τις καθυστερημένες απαντήσεις στο τραύμα.
Τέλος, η ομαδική ψυχοθεραπεία μπορεί να αποβεί ιδιαιτέρως χρήσιμη μεταξύ των ατόμων που βίωσαν ίδιες ή παρόμοιες εμπειρίες (π.χ. επιζώντες μεγάλων ατυχημάτων η φυσικών καταστροφών, γυναίκες που βιάστηκαν).
Ειρήνη Τσιτσιπά,
Τεταρτοετής φοιτήτρια Ψυχολογίας στο Α.Π.Θ.