Από τον Δημήτρη Νούλα
Ανακοινώθηκαν πριν από μερικές ημέρες -λίγο νωρίτερα φέτος- οι βαθμοί των υποψηφίων των σχολών ΑΕΙ/ΤΕΙ και ακολούθησε η δημοσιοποίηση από το υπουργείο Παιδείας των στοιχείων της στατιστικής επεξεργασίας των. Έτσι οι τελειόφοιτοι και οι απόφοιτοι των Λυκείων με βάση αυτά τα δεδομένα διερευνούν το τοπίο για την καλύτερη δυνατή συμπλήρωση του μηχανογραφικού τους δελτίου ώστε με την ανακοίνωση των βάσεων στα τέλη Αυγούστου να καταλάβουν τις αντίστοιχες θέσεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Από τα 103.000 Ελληνόπουλα ηλικίας περίπου 18 ετών το 75% θα γίνουν σπουδαστές ή φοιτητές ενώ μόνο το 1.820% ακολούθησε την Τεχνική και Επαγγελματική εκπαίδευση. Το αντίστοιχο ποσοστό εισαγομένων στα ΑΕΙ πριν μερικές δεκαετίες, από το 1970 και μετά, ήταν κατά πολύ μικρότερο καθώς μόνο το 15-20% των δεκαοχτάρηδων μπορούσαν να διαβούν τις πύλες της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Οι γονείς, λοιπόν, των παιδιών και οι προγενέστεροι αυτών έζησαν δύσκολα παιδικά χρόνια αλλά ατένιζαν με αισιοδοξία το μέλλον. Αντιθέτως, οι σημερινοί νέοι, που θα μπουν σε ένα δύο μήνες στο Πανεπιστήμιο, μεγαλωμένοι στην εποχή της επίπλαστης ευμάρειας και παντελώς απροετοίμαστοι, είναι λιγότερο αισιόδοξοι για το δικό τους μέλλον. Η αιτία γι’ αυτό είναι η διεθνής οικονομική κρίση που ενέσκηψε ως βαρύς χειμώνας στη χώρα μας και τους έφερε, για πρώτη φορά στη ζωή τους, αντιμέτωπους με αληθινές δυσκολίες και με πραγματικά προβλήματα. Κι αυτό επιδεινώνεται από το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά είναι μεγαλωμένα με πολλές ευκολίες και πολυτέλειες, με όλες τις χαρές του περιττού.
Ο μόνος τομέας όπου «σκληραγωγούνται» είναι το σχολείο και ιδιαιτέρως το λύκειο. Εκεί, στο λύκειο, όπου, επαξίως ή μη, «συνωστίζεται» η μεγάλη πλειονότητα των αποφοίτων του γυμνασίου, τα «τσακίζουμε» κυριολεκτικώς, με περιττές και άχρηστες, εν πολλοίς, γνώσεις, με ένα υπερβολικό ωράριο μαθημάτων μέσα και έξω από το σχολείο, προκειμένου κάποιες φορές να ικανοποιήσουμε και δικές μας «ανάγκες» και όνειρα. Κι ας είναι πλέον γνωστό ότι μπορεί, στο παρελθόν, οι σπουδές να έπαιζαν ρόλο στον τρόπο ζωής και την κοινωνική εξέλιξη των νέων αλλά, τώρα, για τη μεγάλη πλειονότητά τους, δεν σημαίνουν κάτι τέτοιο. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερο, γίνεται φανερό ότι στις μέρες μας το πτυχίο κάποιας σχολής, ακόμη και πρωτοκλασάτης, τους βγάζει είτε στην οδό της ανεργίας είτε στον δρόμο της μετανάστευσης κατεβάζοντας τον ποιοτικό Μέσο Όρο του δυναμικού που μένει στην πατρίδα.
Γι΄ αυτό, δεν μπορεί να συνεχίζεται το φαινόμενο της μαζικής παραγωγής πτυχιούχων χαμηλών προδιαγραφών, ως υποπροϊόν μιας λαϊκιστικής αντίληψης που λέει ότι όλοι είναι κατάλληλοι και επαρκείς για όλα. Η αντίληψη αυτή καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε από τις πελατειακές λογικές που, εν προκειμένω, συνοψίζονται στο «κάθε πόλη και ΑΕΙ κάθε κωμόπολη και ΤΕΙ». Άρα τα δομικά προβλήματα και οι στρεβλώσεις της, εν πολλοίς, άδηλης και κρατικοδίαιτης οικονομίας σε συνδυασμό με την πελατειακή λογική του πολιτικού συστήματος δημιούργησαν αντίστοιχες στρεβλώσεις και στο εκπαιδευτικό σύστημα οδηγώντας τους νέους σε αδιέξοδο. Επιβεβαίωση του αδιεξόδου αυτού συνιστά η θεαματική άνοδος, τα τελευταία χρόνια, των βάσεων στις στρατιωτικές και αστυνομικές σχολές. Ίσως θα είναι οι μόνες σχολές φέτος που θα προβάλλουν αντίσταση στη γενικότερη και μεγάλη πτωτική τάση των βάσεων ακόμη και στις ιατρικές σχολές.
Αυτός είναι και ο λόγος που τα τελευταία χρόνια με επιμονή υποστηρίζουμε ότι είναι λανθασμένη η στάση της κοινωνίας μας και η νοοτροπία της να βλέπει το μέλλον των παιδιών μόνο μέσα από τις σπουδές. Κι ας είναι πασιφανές, πλέον, ότι, το αποτέλεσμα όλης αυτής της υπερπροσπάθειας των νέων να μπουν στα ΑΕΙ/ΤΕΙ, που οδηγεί σε υπερκόπωση (σχολείο, φροντιστήρια, ξένες γλώσσες...) και η επιδίωξη της γνώσης που δεν είναι ουσιαστική, δεν έχει το αντίστοιχο αντίκρισμα στην επαγγελματική και κοινωνική εξέλιξή τους.
Άλλωστε αυτό προκύπτει και από διεθνείς έρευνες και αξιολογήσεις (π.χ. Education at a Glance 2013, ΟΟΣΑ) κατά τις οποίες οι εκπαιδευτικές κρατικές δαπάνες ανά σπουδαστή παρουσιάζουν πτωτική τάση στις χώρες της Ε.Ε. ενώ πέντε χώρες μεταξύ αυτών και η Ελλάδα συνδυάζουν συγχρόνως χαμηλό επίπεδο επενδύσεων σε απόλυτες τιμές και πτωτική τάση στις δαπάνες για την παιδεία από το 2008/09 με επιπτώσεις στο επίπεδο μόρφωσης. Θεωρούν ακόμη πως σημαντικό ρόλο για την αποτροπή του κινδύνου να υπάρξει μια «χαμένη γενιά», κυρίως στη Νότια Ευρώπη, θα διαδραματίσουν ειδικά, υψηλής ποιότητας, προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της Ε.Ε. «εγγύηση για τους νέους».
Σήμερα, λοιπόν, η διεθνής οικονομική κρίση και οι γενικότερες συνθήκες, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, επιβάλουν αναθεώρηση αντιλήψεων, ορθολογικές επιλογές, καλύτερη οργάνωση και εκσυγχρονισμό σε όλα τα επίπεδα αλλά και στο χώρο της εκπαίδευσης. Τα εκφυλιστικά φαινόμενα στο τριτοβάθμιο επίπεδο εκπαίδευσης (οικογενειοκρατία, κομματισμός, φαύλες διοικήσεις, αδιαφάνεια, έλλειψη αξιολόγησης, απουσία σύνδεσης της έρευνας με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας και τόσα άλλα) θα πρέπει να εκλείψουν διότι είναι ζήτημα ζωής για την χώρα και διότι η εκπαίδευση και η αξιοκρατία, παντού στον αναπτυγμένο κόσμο, αποτελούν μοχλό ανάπτυξης. Ήδη προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να δρομολογεί τις εξελίξεις, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις που υπήρξαν, ο επονομαζόμενος «νόμος Διαμαντοπούλου».
Ωστόσο και παρά τη δυσμενή συγκυρία, για τους υποψηφίους στα ΑΕΙ/ΤΕΙ που τώρα δικαίως καμαρώνουν τις υψηλότερες ή χαμηλότερες βαθμολογίες τους, η εισαγωγή τους στο Πανεπιστήμιο θα συνιστά αναμφίβολα κομβικό σημείο στη ζωή τους. Εκεί τους περιμένει η συνέχιση της πολύχρονης και αγχώδους προσπάθειας που άρχισε από την νηπιακή ηλικία και η οποία επηρέασε και θα επηρεάζει σε πολλά επίπεδα τόσο τους ίδιους όσο και το στενό οικογενειακό τους περιβάλλον. Δικαίως, λοιπόν, το γλεντάνε κι ας επισκιάζεται το όποιο βαθμολογικό τους επίτευγμα από τις αγωνίες, τους φόβους και τις ωδίνες των θυσιών της κοινωνίας μας στην προσπάθειά της να παραμείνει στο ευρωπαϊκό άρμα.
Επειδή, όμως, η ζωή προχωρά ακάθεκτη, υπερβαίνοντας κατά τεκμήριο τη σημασία των όποιων ευρημάτων των στατιστικών αναλύσεων, είναι σίγουρο πως και αυτή η γενιά θα ξεπεράσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα είτε ως συνέπεια της διεθνούς κρίσης είτε εξαιτίας των «ελληνικού τύπου» υστερήσεων της κοινωνίας μας. Έχοντας περισσότερα γνωστικά εφόδια από κάθε προηγούμενη γενιά, με ρεαλισμό και αυτοπεποίθηση, είναι βέβαιο πως θα ζήσει σε έναν κόσμο που παρά τον υψηλότερο ανταγωνισμό και τις αυξημένες αβεβαιότητές του θα είναι κατά πάσα πιθανότητα πιο αξιοκρατικός, ίσως πιο δίκαιος αλλά και πιο ενδιαφέρων.
* O Δημήτρης Νούλας, είναι χημικός