Πέρασε ένας και πλέον χρόνος (14 μήνες) από την ημέρα (23η Απριλίου 2012), που το Ροπωτό, ένα πανέμορφο ορεινό χωριό του Νομού Τρικάλων, υπέστη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή, εξαιτίας της κατολίσθησης του εδάφους του, μιας πολύχρονης «ασθένειας», που εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’60 και ολοκλήρωσε το «έργο» της μόλις προ έτους.
Το κεντρικό τμήμα του χωριού, η «ραχοκοκαλιά» του, από την κορυφή έως τον πάτο, κατρακύλησε κυριολεκτικά, με τους όγκους των χωμάτων να παρασύρουν μαζί τους ό,τι βρήκαν μπροστά τους (σπίτια, δένδρα, δρόμους), θυμίζοντας βιβλική καταστροφή. Κάτω από την τεράστια πίεση των υπόγειων υδάτων, εκτεταμένες ρωγμές του εδάφους προέκυψαν, μέσα από τις οποίες σε δύο σημεία εντός του χωριού, ξεπήδησαν τεράστιες ποσότητες θολωμένου νερού («χούχλο» τα λέμε στο χωριό), που στο διάβα του δημιούργησε πραγματικό ποτάμι και μέσα από τη «Βρονταριά», το τοπικό ποτάμι του χωριού και τον Πορταϊκό ποταμό, με τη θολούρα του άλλαξε, εκείνες τις μέρες της καταστροφής, το χρώμα του Πηνειού.
Σαράντα σπίτια περίπου, το Σχολείο, η πλατεία με το αιωνόβιο κυπαρίσσι της και τα μαγαζιά της, κατέρρευσαν ή καταχωνιάστηκαν στους όγκους των χωμάτων, η δε εκκλησία, αφού μετακινήθηκε από τη θέση της κατά 50 περίπου μέτρα, παρέμεινε αγέρωχη και ατόφια, αλλά μισοπλαγιασμένη (όπως το μισοβυθισμένο καράβι στη θάλασσα), αρνούμενη να υποκύψει στη βούληση της φύσης για ισοπέδωση.
Όπως συμβαίνει με όλα τα πράγματα στη ζωή, το γεγονός αυτό, αφού αποτέλεσε την κύρια «είδηση» των καναλιών και των εφημερίδων όλης της χώρας για κάμποσες μέρες, αφού έγιναν συσκέψεις επί συσκέψεων των αρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων «για το τι μέλλει γενέσθαι» μετά την καταστροφή, αφού στήθηκαν «Λαϊκά Δικαστήρια» για τους «υπεύθυνους», που δεν υλοποίησαν τα πορίσματα των γεωλογικών μελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών και του ΙΓΜΕ για την αποτροπή της συμφοράς, αφού δόθηκαν υποσχέσεις εκ μέρους των αρμοδίων περί καταγραφής των ζημιών και αποκατάστασης των πληγέντων, αφού έγιναν συζητήσεις περί μετεγκατάστασης του οικισμού σε άλλο πιο «στέρεο» μέρος του χωριού, στη συνέχεια,- όταν καταστάλαξε ο θόρυβος -, τα πάντα ξεχάστηκαν.
Μέχρι στιγμής, υπάρχει πλήρης απραξία, τόσο από την πλευρά των αρμόδιων αρχών (Δήμος Πύλης, Περιφέρεια, Κεντρική εξουσία) όσο και από την πλευρά των κατοίκων. Μέχρι τούδε, ούτε καν καταγραφή των κατεστραμμένων σπιτιών δεν έγινε. Οι μεν αρμόδιοι τοπικοί φορείς ομιλούν ότι το χωριό πρέπει να αποτελέσει για το μέλλον «Γεωλογικό Μουσείο», οι δε κάτοικοι αδιαφορούν για την τύχη του χωριού και νοιάζονται μόνο για το όποιο ατομικό όφελος.
Μέσα σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο, η εικόνα του χωριού με τα μισογκρεμισμένα σπίτια, τους όγκους των χωμάτων, τους κατεστραμμένους δρόμους και τη φευγάτη από τη θέση της εκκλησία, μοιάζει με εγκαταλελειμμένη σορό άταφου νεκρού, που επιζητεί τη «λύτρωση» με την τέλεση της κηδείας του…
Η προσπάθεια, που καταβλήθηκε, έστω και εκ των υστέρων, για την άντληση του νερού με τη βοήθεια «μοτέρ» από τη μοναδική γεώτρηση, που πραγματοποιήθηκε προ διετίας από το ΙΓΜΕ, στο πλαίσιο της ερευνητικής του μελέτης, είχε σαν αποτέλεσμα να λιγοστέψουν οι πηγές μέσα στο χωριό. Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι αν η προσπάθεια αυτή γινόταν πριν «βουλιάξει» το χωριό, ενδεχομένως να αποτρεπόταν η καταστροφή.
Ως Ροπωτιανός, θα ήθελα να απευθυνθώ – έχω το δικαίωμα νομίζω - προς τους αρμόδιους φορείς του Δήμου και της Περιφέρειας και να ρωτήσω: 1) Υπάρχει κάποια ελπίδα σωτηρίας αυτού του χωριού με τη λήψη μέτρων, έστω εκ των υστέρων, άντλησης των υπόγειων υδάτων, ώστε η καταστροφή να μείνει εδώ και να μην προχωρήσει περαιτέρω ή το έχουν ήδη διαγράψει από το χάρτη; 2) Υπάρχει βούληση των αρμόδιων αρχών, επιβίωσης αυτού του οικισμού, με την αναζήτηση πλησίον του χωριού κατάλληλης και στέρεης έκτασης, όπου να δοθούν οικόπεδα και ό,τι άλλο απαιτείται για τη μετεγκατάσταση των οικογενειών, των οποίων τα σπίτια καταστράφηκαν; 3) Υπάρχει πιθανότητα αποκατάστασης του δρόμου στην πληγείσα περιοχή, εντός του χωριού, ώστε όσοι εκ των κατοίκων, των οποίων τα σπίτια δεν έπαθαν ζημιές, - κυρίως στη νότια πλευρά του χωριού -, να μπορούν να τα επισκέπτονται, όσοι δε διαμένουν μονίμως στο χωριό, να παραμείνουν, ώστε να μην επέλθει πλήρης ερήμωση;
Τα παραπάνω ερωτήματα χρήζουν απαντήσεως από τους ταγούς της Πολιτείας, τόσο σε τοπικό όσο και σε κεντρικό επίπεδο, ώστε οι κάτοικοι του πολύπαθου αυτού οικισμού να γνωρίζουν την αλήθεια και να μην τρέφουν φρούδες ελπίδες.
Αργύρης Β. Ντόβας,
ιατρός