Γράφει ο Ανδρέας Γιουρμετάκης
ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ να περάσουν ελάχιστα χρόνια από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, για να διαπιστώσουμε οι Έλληνες τη συμμετοχή τους στην εκτόξευση του χρέους της χώρας σε δυσθεόρατα ύψη... Όταν ήταν όμως, να αναληφθεί η διοργάνωση από τη χώρα μας, δεν κρατιόμασταν: τους θέλαμε σώνει και καλά, χωρίς να δείχνουμε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το πόσο θα στοιχίσουν... Μόνον η Αριστερά τόλμησε ν’ αντιταχθεί έγκαιρα στο «όραμα» της ελληνικής Ολυμπιάδας κι αυτή όχι επικαλούμενη το υψηλό κόστος της διοργάνωσης, αλλά την «εμπορευματοποίηση» των αγώνων που διαχρονικά αναδεικνύει, σε όποια χώρα και αν πρόκειται να φιλοξενηθούν...
ΜΠΟΡΟΥΣΕ η φωνή της Αριστεράς να ακουστεί τότε; Όχι βεβαίως, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι, το 1993 που, από το στόμα του Σάμαρανγκ ακούστηκε το όνομα της Ατλάντα για τη φιλοξενία της Ολυμπιάδας του 1996, αντί να πανηγυρίζουμε που απαλλαγήκαμε από το τεράστιο κόστος και την οικονομική αιμορραγία, κλαίγαμε για την απώλεια και οργισμένοι καταγγέλλαμε τους Αμερικανούς, την coca cola, τη ΔΟΕ, τον Σάμαρανγκ και τις πολυεθνικές...Και ήταν – φευ – 1993, όταν ακριβώς ο κ. Μητσοτάκης έθετε για πρώτη φορά θέμα συμμαζέματος των οικονομικών του κράτους!...
ΓΙΑΤΙ τα θυμήθηκα ολ’ αυτά; Πρώτον, γιατί, εξ αφορμής της κυκλοφορίας του βιβλίου της κ. Γιάννας Αγγελοπούλου, ο υφυπουργός (τότε) Οικονομικών της κυβέρνησης Σημίτη κ. Νίκος Χριστοδουλάκης δηλώνει (στα χθεσινά «ΝΕΑ»): «Θα μπορούσαν να γίνουν φτηνότεροι (σ.σ. οι «Ολυμπιακοί Αγώνες» της Αθήνας), αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι το 1997 που πήραμε τους Ολυμπιακούς δημιουργήθηκε το παράδοξο, η χώρα να υποβάλλεται σε αιματηρές θυσίες για να ενταχθεί στην ΟΝΕ κι από την άλλη, να αποδέχεται να υποβληθεί σε μια τεράστια δαπάνη. Επίσης, με τους Ολυμπιακούς στραφήκαμε αλλού: αντί να επενδύσουμε στην ανάπτυξη και στις μεταρρυθμίσεις, πήγαμε να κάνουμε στάδια...»
ΚΑΙ δεύτερον, γιατί τις τελευταίες ημέρες στη Λάρισα, ο δήμαρχος κ. Κων. Τζανακούλης κι η προσκείμενη στο ΚΚΕ παράταξη του κ. Γ. Λαμπρούλη καβγαδίζουν διά του Τύπου για το ποιος και πώς παραχώρησε την έκταση για το νέο γήπεδο της ΑΕΛ στον κ. Πηλαδάκη...
ΤΟ «στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα» θα ταίριαζε ως σχόλιο και στις δύο περιπτώσεις... Αλλά, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά... Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, το «σωστό» ακούγεται τώρα, αλλά «ακούγεται» γιατί εν τω μεταξύ οι συνθήκες έχουν δραματικά αλλάξει... Ούτε οι «Ολυμπιακοί» έπρεπε να γίνουν, ούτε η έκταση για το γήπεδο να παραχωρηθεί οριστικά σ’ έναν επιχειρηματία... Πλην όμως, τότε που έπρεπε να ληφθούν οι αποφάσεις, όσοι τις πήραν ένα πράγμα έλαβαν υπ’ όψιν: την τρομακτική πίεση της κοινωνίας... Όσοι το 1997 (αλλά και την περίοδο της πρώτης διεκδίκησης της Ολυμπιάδας, την τριετία 1990 – 1993) διατύπωναν την άποψη ότι η χώρα δεν έπρεπε να αναλάβει τόσο κοστοβόρα διοργάνωση ήταν τουλάχιστον ανθέλληνες ή γραφικοί (το ίδιο κι όποιος αρνούνταν τους Μεσογειακούς της Λάρισας, αργότερα έως και πέρυσι ακόμα που το κράτος αδυνατούσε να πληρώσει μισθούς!)... Όπως και όποιος μετά τη χρυσή τριετία Πηλαδάκη (άνοδος, κύπελλο, Ευρώπη κλπ) έθετε απλώς προσκόμματα ή γραφειοκρατικά εμπόδια στην ταχύτατη κατασκευή του γηπέδου, χαρακτηριζόταν εχθρός της πόλης και (ακόμη χειρότερα) της ΑΕΛ!... Ξεχνάει κανείς, ότι ο τότε πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής (ο Μικρός) βρήκε απέναντί του εκατοντάδες διαδηλωτές για το γήπεδο της ΑΕΛ στην πρώτη του επίσκεψη στη Λάρισα και φρόντισε να μην υπάρχουν εκκρεμότητες στη δεύτερη, για να μην τους ξαναβρεί απέναντί του;
ΕΙΝΑΙ από τις περιπτώσεις που το λαϊκό αίτημα «επιβάλλει» και το πολιτικό κόστος «υποτάσσει» τους πολιτικούς... Όσοι υποστηρίζουν ότι, σε αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις οι πολιτικοί έχουν υποχρέωση να καθοδηγήσουν τον λαό σωστά (ακόμη και εναντιωνόμενοι στις επιθυμίες του) και να μην υποταχθούν στα «θέλω» του, έχουν δίκαιο... Αλλά, όταν τολμήσουν να το κάνουν κάποιοι (όπως π.χ. συνέβη με την εφαρμογή του μνημονίου) καταγγέλλονται, από τους ίδιους που θέλουν καθοδηγητές τους ηγέτες, γιατί επιβάλλουν κάτι που δεν το θέλει ο λαός και χαρακτηρίζονται «κυβερνήσεις Τσολάκογλου», «χούντες» και λοιπά...