* Του Ηλία Κωτούλα
Μ’ ένα σωρό μνήμες και αναμνήσεις ξεπροβόδησα τον φετινό Μάρτη, που ήταν ο πιο γλυκός απ’ όσους έζησα και θυμούμαι στα 86 μου χρόνια, που ούτε κατάλαβα πώς πέρασαν.
Σκέφτομαι και μελαγχολώ όταν τα φέρνω στον νου μου, επειδή τα περισσότερα, δεν ήταν και τόσο όμορφα, γιατί η γενιά μου έζησε και ταλαιπωρήθηκε πολύ, από γεγονότα που τάραξαν την ανθρωπότητα και τη βασάνισαν μ’ ένα σωρό πολέμους, καταστροφές και στερήσεις.
Όλες όμως οι ταλαιπωρίες που περάσαμε και τα βάσανα που τραβήξαμε, ξεπερνιούνται με μίας, όταν η σκέψη μας αναγυρνά νοσταλγικά στο σπίτι μας το πατρικό, τη ζεστή φωλιά των παιδικών μας χρόνων.
Το φτωχικό, που μ’ όλες τις στερήσεις και δυσκολίες, δεν είχε «ούτε ένα σκαμνί, για να καθήσει η λύπη» πολλές φορές, ιδιαίτερα όμως τις μέρες αυτές, που ετοιμαζόμαστε για το Πάσχα, ο νους μου δεν φεύγει απ’ τα χρόνια εκείνα τα πρωτινά, που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη ζωή μου. Τα χρόνια που κάποια ευλογία, σταλμένη από ψηλά, τους δίνει χάρη κι ομορφιά και δεν ξεχνιούνται μ’ όσες στερήσεις και δυσκολίες κι αν περνούμε.
Τι να πρωτοθυμηθεί στ’ αλήθεια κανείς και τι να γράψει πρώτο, για τις μέρες αυτές τις προπασχαλινές; Όλα τα παιδιά στις παρέες και τις συντροφιές μας, κύριο λόγο είχαμε για το εγκόλπιο. Το βιβλιαράκι που το λέγαμε «Η ζωή εν τάφω» και όταν το αποκτούσαμε πετούσαμε απ’ τη χαρά μας.
Τη μέρα το φυλάγαμε στον κόρφο, με πολλή προσοχή και μ’ όση αγάπη διέθεται η μικρή παιδική καρδούλα μας και το βράδυ, κάτω απ’ το μαξιλάρι.
Κάθε μέρα ψέλναμε στο σχολείο λίγους στίχους μετά τα μαθήματα, ακόμα και οι μικρές οι τάξεις και τα νήπια, έψελναν κι αυτά σαν μικρά αγγελούδια και οι φωνούλες τους έφταναν ως τον ουρανό.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω και το μανάρι που το μεγάλωνα από μικρό αρνάκι και με ακολουθούσε από κοντά όπου κι αν πήγαινα. Δεν βρίσκω λόγια να γράψω για τη λύπη που ένιωθα, όταν έρχονταν η στιγμή να το σφάξουν. Ώρες έκλαιγα και δεν με άφηνε η καρδιά να γυρίσω σπίτι.
Και τη Μεγάλη Πέμπτη με τα κόκκινα αυγά. Μεγάλος αγώνας, να διαλέξουμε το πιο γερό για την τσίγκρα.
Το κοιτάζαμε απ’ όλες τις μεριές να ‘χει γερή μύτη.
Θυμούμαι τον παιδικό μου φίλο, τον Άρη τον Βουδούρη. Η μάνα του ήταν κοντά στον Δεσπότη. Τον είχε θείο και τον φρόντιζε. Όπως ήταν συνήθεια τότε, οι ιερείς απ’ όλα τα χωριά έστελναν στη Μητρόπολη καλάθια αυγά, που ανάμεσά τους ήταν και φραγκοκοτίσια, λίγο μικρά, αλλά δεν έσπαζαν εύκολα. Έλα εδώ μου έλεγε ο αγαπητός ο Άρης, που δεν πάει η γλώσσα μου να τον πω μακαρίτη, θα σου δώσω ένα φραγκοκοτίσιο που θα τα σπάζει όλα. Όμως μην το πεις σε κανέναν χαρές εγώ, νικητής στους φίλους και συμμαθητές μου.
Που να ξεχαστούν όλ’ αυτά σκέφτομαι, που η ψυχή μας τα φυλάει στους πιο φιλόξενους κρυψώνες της.
Μου είναι δύσκολο να περιγράψω με πόση συγκίνηση και νοσταλγία γεμίζουν την ψυχή μου οι μέρες αυτές οι προσπασχαλινές.
Ο Ευαγγελισμός, οι χαιρετισμοί κάθε Παρασκευή με τα παιδιά του σχολείου, όταν υπηρετούσαμε στα χωριά. Το κατανυκτικό περιβάλλον στις μισοφωτισμένες απ’ τα κεριά εκκλησιές, χωρίς φώτα ηλεκτρικά και φανταχτερούς πολυελαίους. Η αγάπη των χωρικών, που ήμασταν μια οικογένεια.
Όλα αυτά έρχονται στον νου μου και συγκινούμαι πραγματικά και νοσταλγώ καθώς περιμένω το Πάσχα.
Ίσως σκέφτομαι οι αναδρομές αυτές, όσο περνούν τα χρόνια και βρισκόμαστε σχεδόν στο τέλος της πρόσκαιρης ετούτης ζωής, να μας προετοιμάζουν για το μεγάλο ταξίδι για το αιώνιο Πάσχα και την αιώνια ανάσταση που ποθούμε και ονειρευόμαστε.
Όσο όμως κι αν περνούν τα χρόνια, ας μην ξεγελιόμαστε, πάντα στ’ αυτιά μας θα ηχούν οι ψαλμωδίες απ’ τους Χαιρετισμούς, τον Ευαγγελισμό και τις αγρυπνίες και πάντα θα προσδοκούμε απ’ τη Σταύρωση της Μεγάλης Πέμπτης να φτάσουμε στα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου στην Ανάσταση.