Του Κώστα Γιαννούλα
Τις τελευταίες δεκαετίες η επικρατούσα τάση και στάση των νέων αντρόγυνων απέναντι στους ηλικιωμένους γονείς τους αντί της συνύπαρξης κάτω απ’ την ίδια στέγη ήταν το «μακριά κι αγαπημένα» και χωρίς πολλά «πάρε-δώσε» μαζί τους.
Η στάση αυτή υπήρξε καρπός μακροχρόνιων κοινωνικών αλλαγών, αντιλήψεων και επιρροών, που έφερε η αστυφιλία, η βελτίωση με τον καιρό του οικονομικού επιπέδου του λαού και η ευκολία στην επικοινωνία μέσω τηλεφώνων και αυτοκινήτων, αλλά και οι νεωτερικές αντιλήψεις περί του τρόπου οργάνωσης της κοινωνικής και οικογενειακής μας ζωής. Πολλές, μάλιστα, απ’ τις αντιλήψεις αυτές μας επιβλήθηκαν έξωθεν και έπληξαν τον θεσμό της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας, που ήθελε τον παππού και τη γιαγιά δίπλα στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους ως το τέλος της ζωής τους.
Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσε και το γεγονός, ότι οι άνθρωποι, όταν μεγαλώνουν, αποκτούν με τον καιρό παραξενιές, γίνονται, συνήθως, δύστροποι και φιλάσθενοι, παρεμβαίνουν αδιάκριτα στη ζωή των νεοτέρων και αρκετές φορές, χωρίς να το θέλουν, δημιουργούν βραχυκυκλώματα και επιπλέον προβλήματα στη ζωή των παιδιών τους, οπότε το «μακριά κι αγαπημένα» έδινε μια κάποια λύση.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί απ’ τους απόμαχους της ζωής, στην καλύτερη περίπτωση, να καταλήγουν μόνοι σε κάποια μονοκατοικία ή διαμέρισμα, κάτι που θεωρείται πλέον εντελώς φυσιολογικό αλλά και επιθυμητό απ’ το αντρόγυνο των ηλικιωμένων, για όσο χρονικό διάστημα στέκεται στα πόδια του και αλληλοβοηθιέται. Κάποιοι άλλοι, όμως, καταλήγουν είτε σε κάποιο γηροκομείο ή, πιο εύηχα, σε κάποιον οίκο ευγηρίας ή κέντρο αποκατάστασης, που φύτρωσαν τα τελευταία προ της κρίσης χρόνια σαν τα μανιτάρια, εισπράττοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ορισμένοι απ’ αυτούς την απόρριψη και την εγκατάλειψη απ’ τα παιδιά τους.
Πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι η ομολογουμένως υψηλού επιπέδου παροχή υπηρεσιών σε πολλά απ’ αυτά τα κέντρα δεν είναι δωρεάν. Πέραν της συμμετοχής των ασφαλιστικών ταμείων στα έξοδα διαμονής και νοσηλείας και της οικονομικής στήριξης εκ μέρους συγγενικών τους προσώπων, το εισιτήριο που εξασφαλίζει την είσοδο απομάχων και την παραμονή τους σ’ αυτά είναι κυρίως η σύνταξή τους, την οποία, στις μέρες μας, μικρή ή μεγάλη, ακέραια ή περικομμένη λόγω μνημονίων, ευτυχώς την έχουν εξασφαλισμένη το σύνολο σχεδόν των απομάχων της ζωής. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό τούτες τις δύσκολες μέρες, που περνάμε.
Στέκομαι σ’ αυτό, γιατί τα τελευταία χρόνια λόγω κρίσης πολλά έχουν αλλάξει στον τόπο μας και τείνουν ν’ αλλάξουν ακόμα περισσότερα. Η οικονομική κρίση βρίσκεται σε εξέλιξη και οι συνέπειές της διαλύουν τον κοινωνικό ιστό. Η ανεργία, ειδικά στους νέους, καλπάζει, επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη και το μέλλον διαγράφεται ζοφερό. Νιώθουν, πλέον, τυχερές οι οικογένειες εκείνες, που τα μέλη τους εργάζονται, κι ας παίρνουν λίγα, και ακόμη πιο τυχερές εκείνες, που έχουν και κάποιον ή κάποιους συνταξιούχους ανάμεσά τους, που συντηρούν με τις συντάξεις τους τους άνεργους της οικογένειας.
Τα επισημαίνω όλα αυτά, μ’ αφορμή πρόσφατες διαπιστώσεις συνταξιούχου, ο οποίος γεμάτος χαιρεκακία προσπαθούσε να εξηγήσει σε φίλους του την αλλαγή συμπεριφοράς του γιου του και της νύφης του απέναντί του. Πριν ξεσπάσει η κρίση, έλεγε, η αδιαφορία τους και η εγκατάλειψη τον είχαν οδηγήσει για ένα διάστημα σε κάποιον οίκο ευγηρίας. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, και όταν η ανεργία κτύπησε την οικογένεια των παιδιών του και οι ανελαστικές δαπάνες δύσκολα αντιμετωπίζονταν, άρχισαν να ξυπνούν μέσα τους τα «φιλάνθρωπα» αισθήματά τους, να του χαρίζουν χαμόγελα και επισκέψεις και να του προτείνουν πιεστικά να συγκατοικήσει μαζί τους στο σπίτι τους. Τώρα απολαμβάνει και πάλι την οικογενειακή θαλπωρή, που του έλειπε, και αυτός ως αντάλλαγμα διαθέτει τη σύνταξή του, σύνταξη δημοσίου, για την επιβίωση της οικογένειάς του.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει, στην πράξη ότι, έστω και κάτω απ’ την πίεση της ανάγκης, η οικονομική κρίση, πέραν των πολλών δεινών, καταφέρνει να φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους και να μας κάνει ανθρωπινότερους και πιο αλληλέγγυους.