Του Χρήστου Τσαντήλα
ΕΙΠΑ αυτή τη φορά να ασχοληθώ με κάτι απολύτως πρακτικό, σχεδόν... χειροπιαστό. Να δημοσιοποιήσω μία επιστολή, που έλαβα, από έναν άνθρωπο, πονεμένο, πολύ σοβαρό, που υπηρετούσε με καμάρι στα Σώματα Ασφαλείας, συνταξιούχο τώρα, από χωριό της Λάρισας, απογοητευμένο εντελώς και σε επικίνδυνο βαθμό, πιθανολογώντας ότι, σαν αυτόν αισθάνονται χιλιάδες άλλοι απελπισμένοι οικογενειάρχες…
Ελπίζω δε ότι αυτή την επιστολή θα τη «σηκώσουν» οι τοπικοί βουλευτές μας (όπως κάνουν με τόσα θέματα που δημοσιεύει η εφημερίδα και μετατρέπονται σε «ερωτήσεις στη Βουλή»), και θα τη δείξουν στον ίδιο τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς της κυβέρνησης.
Μου γράφει λοιπόν ο συνταξιούχος αστυνομικός Χρήστος Παπανικολάου, που κατοικεί στο Καλαμάκι Αγιάς:
«...πήρα αφορμή να σας γράψω διότι δεν έχω άλλη λύση. Έχω δώσει εντολή στο Τ.Τ. και στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων να γίνεται παρακράτηση μέσω Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της σύνταξής μου. Στο Τ.Τ είναι 650 ευρώ περίπου και στο Τ.Π.κ.Δ. 232 ευρώ. Οι τελευταίες περικοπές με άφησαν 350 ευρώ μηνιαίως συν τα δάνεια που με κρατούν. Η οικογένειά μου δυστυχώς λιμοκτονεί και το χειρότερο υπάρχει και πρόβλημα υγείας... Θα παρακαλούσα να σταματήσει η παρακράτηση της σύνταξής μου διότι δεν έχω άλλους πόρους επιβίωσης… Οι λόγοι αυτού του κατήφορου των οικονομικών μου και η κατάσταση της οικογένειάς μου, είναι οι εξής:
* Η εργασία απαγορεύτηκε λόγω ηλικίας και σύνταξης.
* Αποδοχές 350 ευρώ μηνιαίως.
* Το ρεύμα 3 χρόνια απλήρωτο και από 24-5-12 κομμένο.
* Η κόρη μου παράτησε τις σπουδές, είναι και άνεργη εδώ και 3 χρόνια.
* Μετά απ όλη αυτή την κατάσταση της οικογένειας, λόγω στεναχώριας έχω και τη σύζυγο με εγκεφαλικό επεισόδιο.
...τα έχω παρατήσει όλα διότι πεθαίνω. Ούτε με εφορία έχω σχέση, ούτε με χαράτσια. Το θέμα είναι απολύτως κοινωνικό, πέρα από νόμους, μη και πρέπει... Παρακολουθώ ένα δράμα ανήμπορος να αντιδράσω. Μια οικογένεια χάνεται και το πιο πιθανό είναι να πεθάνω από το συνεχές άγχος διότι τα έχω όλα στην πλάτη μου χωρία καμιά βοήθεια. Εάν η ζωή του ανθρώπου έχει τιμή, τότε τα χρήματα που χρωστάω αξίζουν περισσότερο. Αυτά που σας γράφω είναι κατάθεση ψυχής...».
(Η επιστολή δημοσιεύεται με τη συγκατάθεση και επιθυμία του επιστολογράφου, ο οποίος δεν βρίσκει άλλο δρόμο για να ρωτήσει όσο πιο φωναχτά μπορεί τους πολιτικούς: «Γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε; Αξίζαμε μετά από δεκαετίες σκληρής δουλειάς τέτοια τύχη; Και ως άνθρωποι και ως χώρα…»).