Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι η Άγκυρα περιμένει την Κύπρο «στη γωνία», οι δε Τουρκοκύπριοι θέλουν το δικό τους μερίδιο από τα κεφάλαια που θα φύγουν από την κυπριακή Δημοκρατία, μετά τη δήμευση μέρους των καταθέσεων στις κυπριακές τράπεζες.
Αυτό δε κατέστη σαφές με τις δηλώσεις του υπουργού των Εξωτερικών της Τουρκίας Α. Νταβούτογλου, ο οποίος απειλεί ευθέως τη Λευκωσία με το δίλημμα «συνεκμετάλλευση του φυσικού αερίού ή διχοτόμηση της Κύπρου», ο δε «υπουργός Οικονομικών» του ψευδοκράτους μιλώντας στη «Wall Street Journal» ανέφερε ότι περιμένει περισσότερες καταθέσεις «μετά τα οικονομικά προβλήματα των Ελλήνων» και πρόσθεσε ότι «οι Βρετανοί και οι Ρώσοι καταθέτες θα πρέπει να βρουν άλλη στέγη για τα χρήματά τους και εμείς είμαστε μόλις λίγα μέτρα μακριά».
Όταν η Άγκυρα πληροφορήθηκε ότι η Λευκωσία παζάρευε ένα ρωσικό δάνειο με αντάλλαγμα το κυπριακό φυσικό αέριο, έσπευσε να παίξει το παιχνίδι των Ευρωπαίων και να δηλώσει ότι «θα αμφισβητήσει οποιαδήποτε κίνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας να επιταχύνει τις έρευνες για κοιτάσματα φυσικού αερίου στα χωρικά της ύδατα για να προσελκύσει επενδύσεις και να σώσει την οικονομία της», σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.
Οι δε Ισραηλινοί δήλωναν στο CNN Turk ότι «για το ζήτημα του φυσικού αερίου θα συνομιλήσουμε με την Τουρκία», θέτοντας έτσι ακόμα και υπό αμφισβήτηση τη συμφωνία Ισραήλ - Κύπρου για την εκμετάλλευση της κυπριακής ΑΟΖ.
Εξάλλου, παραθέτοντας χρονολογικά τις εξελίξεις, όσο και αν φαίνεται εξωπραγματικό, καλόν είναι να συγκρατήσουμε (γιατί στην πολιτική υπάρχουν απρόβλεπτα και ανατροπές) ένα άρθρο τραπεζικού αναλυτή στους «Financial Times» για το ενδεχόμενο να διασωθεί η Κύπρος από την Τουρκία…
«Ας πούμε πως η Τουρκία δίνει 7 δισ. ευρώ να σώσει την Κύπρο, με αντάλλαγμα η Λευκωσία να αποδεχθεί το Σχέδιο Ανάν για επίλυση του κυπριακού ζητήματος», αναφέρεται στο άρθρο και προστίθεται ότι «με τα ανταλλάγματα που θα ελάμβανε η Άγκυρα, η οποία εκτός από τη συμφωνία για το Σχέδιο, θα έβγαινε κερδισμένη, λόγω των μειωμένων χρημάτων που θα έδινε στους Τουρκοκύπριους, θα εξοικονομούσε πόρους από τις αμυντικές της δαπάνες, ενώ με τους Τουρκοκύπριους μέσα στην Ε.Ε. θα μπορούσε να διαπραγματευτεί αλλιώς και τη δική της ένταξη».
Μετά δε τη γεωπολιτική αναβάθμιση της Άγκυρας και τη συνακόλουθη υποβάθμιση της Λευκωσίας, το τουρκικό υπουργείο των Εξωτερικών έδειξε τις διαχρονικές και πάγιες προθέσεις του και επιβεβαίωσε την εκτίμηση ότι αναμένει την Κύπρο «στη γωνία», όταν ανακοίνωνε ότι:
«Η ιδέα της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης της Νότιας Κύπρου να προσφέρει τις φυσικές πηγές του νησιού για τη συγκρότηση ενός Επενδυτικού Ταμείου Αλληλεγγύης ή να εφαρμόσει οποιαδήποτε άλλη μορφή δανεισμού λόγω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, αγνοώντας τα εγγενή δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων που συνδιοικούν την περιοχή, είναι μία επικίνδυνη διακήρυξη της ψευδαίσθησης ότι είναι οι μόνοι ιδιοκτήτες του νησιού, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε νέα κρίση στην περιοχή», τόνιζε.
Και φυσικά, μετά το αμερικανοϊσραηλινό «πράσινο φως» ο Αχμέτ Νταβούτογλου, προκάλεσε την οργή των Αθηνών, όταν ζητούσε την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για τη διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος (επί τη βάση προφανώς ενός νέου, δυσμενέστερου από το απορριφθέν επί προεδρίας Τάσσου Παπαδόπουλου, Σχεδίου Ανάν) με στόχο, όπως τόνιζε, τη λύση και την κοινή εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, απειλώντας ταυτόχρονα, καθώς σημείωνε ότι αν αυτές οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν να υπάρξει η λύση των δύο κρατών.
Ωστόσο, μέσα σε όλα αυτά τα τεκταινόμενα, το μείζον ερώτημα που αναζητεί απάντηση είναι το «τι θέλει η Γερμανία», καθώς δεν αρκούν, ως απαντήσεις, τα περί δημοσιονομικής πειθαρχίας, τα περί προεκλογικής περιόδου της Καγκελαρίου Μέρκελ και της κριτικής που δέχεται ότι με χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων διασώζει την Ελλάδα, ή ότι θα πληρώσουν οι ίδιοι φορολογούμενοι τους Ρώσους καταθέτες στην Κύπρο.
Το Βερολίνο επέβαλε τις αποφάσεις του, έχοντας προφανώς διασφαλίσει παρασκηνιακά τη μη αντίδραση (παρά μόνο σε επίπεδο ρητορικής) της Μόσχας, ενώ παντελής ήταν η απουσία της Γαλλίας και η ανυπαρξία συγκροτημένων αντιδράσεων από τους άλλους ηγέτες του ευρωπαϊκού Νότου.
Tο «Βήμα», υπό τον τίτλο «Ο Σόιμπλε σε ρόλο Μέτερνιχ» γράφτηκε ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών μετετράπη σε νέο Μέτερνιχ (σ.σ. ο Κλέμενς φον Μέτερνιχ υπήρξε ένας από τους διασημότερους διπλωμάτες και πολιτικούς της Αυστριακής Αυτοκρατορίας του 19ο αιώνα, ήταν θανάσιμος εχθρός της Ελλάδας του 1821 και ο κύριος εκφραστής της «Ιεράς Συμμαχίας») καθώς «με τη βοήθεια των πιστών του παλαδίνων (σ.σ. ιπποτών) από την Ολλανδία, τη Φινλανδία και το Λουξεμβούργο έχει υποβιβάσει σε κομπάρσους τους ομολόγους του από τις άλλες χώρες της νομισματικής ένωσης».
«Μόνο που η μοντέρνα «Ιερά Συμμαχία» δεν επεκτείνεται, όπως η παλιά, σε μία ήπειρο, την Ευρώπη, αλλά σε όλη την υφήλιο. Και δεν συνδέει απλώς εθνικά κράτη, αλλά υπερεθνικές οργανώσεις: την ευρωζώνη, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Θέτοντας στο περιθώριο τα πάλαι ποτέ κυρίαρχα ηγετικά όργανα, όπως το Γαλλογερμανικό Διευθυντήριο. Τα πρόσωπα που κυριαρχούν στο παιχνίδι έχουν αλλάξει. Δίπλα στον κ. Σόιμπλε, ρόλο κλειδί αναλαμβάνουν η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι. Μαζί έχουν σχηματίσει μια νέα άτυπη αλλά πανίσχυρη πολιτική Τρόικα», τονιζόταν στο άρθρο.
Ωστόσο, αν τα προαναφερθέντα δείχνουν πολλά ως προς τις ευρύτερες στοχεύσεις του αναδυομένου γερμανικού Imperium, η καταστροφή του Κυπριακού τραπεζικού τομέα ήταν το πρώτο μήνυμα και προς χώρες, με υπερτροφικούς τραπεζικούς τομείς, ένα μήνυμα στο οποίο θα πρέπει να διαβαστεί σε συνδυασμό με την δήλωση – σοκ του επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ότι «το πρόγραμμα διάσωσης που συμφωνήθηκε για την Κύπρο (σ.σ. δηλαδή η δήμευση μέρους των καταθέσεων) αντιπροσωπεύει ένα νέο πρότυπο για την επίλυση τραπεζικών προβλημάτων στην ευρωζώνη και άλλες χώρες ίσως χρειαστεί να αναδιαρθρώσουν τους τραπεζικούς τους τομείς».
Έχουμε ήδη επισημάνει στην «Ε» ότι το Βερολίνο αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ευρώ δύο ταχυτήτων, του «αναξιόπιστου» ευρώ του Νότου και του «αξιόπιστου» ευρώ του Βορρά και διά της μεταφοράς των κεφαλαίων (που θα φύγουν από απειλούμενες τράπεζες – «πλυντήρια») στη Γερμανία και τους δορυφόρους της θα είναι εύκολο να προφυλαχθούν οι ίδιοι, όταν η κρίση θα φτάσει στην αυλή τους.
Αλλά αυτή η συσσώρευση κεφαλαίων στη Γερμανία, ενδεχομένως να υποκρύπτει πρόθεση του Βερολίνου να ενισχύσει τη στρατιωτική του βιομηχανία, ισχυρίζονται πολλοί αναλυτές, οι οποίοι συνυπολογίζουν, εν προκειμένω, δηλώσεις του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου και πρώην επικεφαλής του Eurogroup Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ο οποίος έχει φυσικά λόγους να ανησυχεί για την τύχη των τραπεζικού συστήματος της χώρας του, που και αυτό είναι υπερδιογκωμένο.
Ο κ. Γιούνκερ εξέφρασε την αντίθεσή του για τρόπο με τον οποίο οι «εταίροι» αντιμετώπισαν την Κύπρο (οι Κύπριοι αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν όλοι «συμμορίτες και γκάνγκστερ», είπε) αλλά πρόσθεσε, σε μια εμφανή προσπάθεια να καθησυχάσει το Βερολίνο, ότι ήταν «απαράδεκτες οι εικόνες από τα πλακάτ που περιέφεραν κάποιοι στους δρόμους της Κύπρου και τα οποία παρουσίαζαν την καγκελάριο με ναζιστική στολή».
Ωστόσο, ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ στις 11 Μαρτίου σε συνέντευξή του προς το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, σχολιάζοντας τη συζήτηση για το μέλλον της ευρωζώνης, προειδοποίησε: «Όποιος πιστεύει ότι δεν τίθεται πλέον το αιώνιο ερώτημα περί ειρήνης και πολέμου στην Ευρώπη, μπορεί να πλανάται οικτρά. Οι δαίμονες δεν έχουν φύγει, απλά κοιμούνται».
Και πρόσθεσε: «Για τη γενιά μου, το κοινό νόμισμα αποτέλεσε μία πολιτική ειρήνης. Σήμερα, ωστόσο, βλέπω με μία κάποια θλίψη ότι στην Ευρώπη πολλοί «χάνουν το δρόμο», με «μικρές» σκέψεις εθνικού συμφέροντος (…). Ο τρόπος με τον οποίο ορισμένοι από τη γερμανική πολιτική επιτέθηκαν στην Ελλάδα, όταν αυτή εισήλθε στην κρίση, έχει αφήσει στη χώρα βαθιές πληγές».
Όσο δε κι αν προσπάθησε να κρατήσει τις ισορροπίες ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ήταν σαφής όταν προειδοποιούσε για το «φάντασμα του πολέμου» και γι’ αυτούς που «χάνουν το δρόμο» (της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως) με μικρές σκέψεις εθνικού συμφέροντος…