Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Στη χειρότερη θέση, μετά την εισβολή του «Αττίλα», το καλοκαίρι του 1974, έχει περιέλθει η Κύπρος, η οποία παλαιότερα αποκαλούνταν «το αβύθιστο αεροπλανοφόρο» της Δύσεως στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, καθώς, μετά τις ληστρικές αποφάσεις που ελήφθησαν εις βάρος της από τους Ευρωπαίους «εταίρους», «βυθίζεται» σε οικονομικά και διπλωματικά αδιέξοδα, δηλαδή σε βίαιη αλλαγή του οικονομικού της μοντέλου, αλλαγή που εμπεριέχει μεγάλη ύφεση και ανεργία, οι δε νέες γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή διαμορφώνονται εις βάρος της, αφού οι «σύμμαχοι» (υπαρκτοί και εν δυνάμει) έχουν επιλέξει να ρίξουν το βάρος τους υπέρ της Τουρκίας.
Την ώρα, λοιπόν, κατά την οποία η Τουρκία επαναπροσδιορίζει, με τις ευλογίες των ΗΠΑ και την ανοχή της Ρωσίας και της Ε.Ε., το ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή και ήδη μιλά ανοιχτά ακόμη και για διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, η Κύπρος μένει χωρίς ουσιαστικούς συμμάχους και μοιάζει να χάνει συνεχώς έδαφος (προσώρας με τη μεταφορική έννοια του όρου) εν προκειμένω δε ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι οι όποιοι φίλοι της φάνηκαν στα δύσκολα, όπως, άλλωστε, δεν φάνηκαν ποτέ, ιδιαίτερα τα τελευταία 40 χρόνια.
Στην περίπτωση της Κύπρου αποδείχθηκε περίτρανα πως αν η νήσος είχε τέτοιους φίλους τότε δεν χρειαζόταν εχθρούς, αφού η Ε.Ε., με βάση τις προσταγές του Βερολίνου και στο όνομα μια επιλεκτικής «εξυγιάνσεως», εκτέλεσε εν ψυχρώ τη Λευκωσία, η Μόσχα, στην οποία κάποιοι προσέβλεπαν, επέλεξε να την αφήσει στην τύχη της (και μόνο όταν η ΕΕ «έλυσε το πρόβλημα», δηλαδή επέβαλε τη ληστρική απόφαση δημεύσεως των καταθέσεων, επανήλθε προκειμένου να τη διευκολύνει αναφορικά με το ρωσικό δάνειο των 2,5 δισ. ευρώ) η Αθήνα επί της ουσίας ευχόταν να ανατραπεί το αρχικό «όχι» της Κυπριακής Βουλής, ευελπιστώντας πως θα επιβεβαιωθεί ότι τα δικά της «ναι» στα Μνημόνια και τις υποδείξεις των δανειστών ήταν και παραμένουν μονόδρομος, η δε Ουάσινγκτον και το Τελ Αβιβ, με τη στάση της δήθεν σιωπής τους, επέλεξαν τη συμμαχία με την Τουρκία και την περαιτέρω αναβάθμιση της Άγκυρας.
Η Κύπρος παραμένει απομονωμένη, έρμαιο και αυτή, όπως και η Ελλάδα των Μνημονίων, στους πειραματισμούς του άκρατου γερμανικού νεοφιλελευθερισμού και των νέων γεωπολιτικών σχεδιασμών, πειραματισμοί οι οποίοι, σύμφωνα με τον επικεφαλής του Eurogroup (και υποτακτικό του Βερολίνου) Γερούν Ντάισελμπλουμ μπορεί να εφαρμοστούν και σε άλλες χώρες, στις οποίες, επίσης, θα δημευθούν τμήματα των καταθέσεων.
Κι όλα αυτά σημαίνουν αυξημένη συσσώρευση κεφαλαίων σε χώρες, όπως η Γερμανία και οι δορυφόροι της, συσσώρευση η οποία ενδεχομένως να υποκρύπτει ακόμη και αύξηση πολεμικών εξοπλισμών, εν προκειμένω δε, δεν είναι διόλου τυχαία η προειδοποίηση του έμπειρου Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ότι «όποιος πιστεύει πως δεν τίθεται πλέον το αιώνιο ερώτημα περί ειρήνης και πολέμου στην Ευρώπη, μπορεί να πλανάται οικτρά».
ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΕ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Την ίδια στιγμή, το πολιτικό σύστημα της Κύπρου, όπως άλλωστε και το ελλαδικό, ουσιαστικά έχει καταρρεύσει και έχει καταστεί αναξιόπιστο, επέλεξε δε αρχικώς να «παίξει» με το διαχρονικό αντιστασιακό γνώρισμα του χαρακτήρα του ελληνισμού (και ψήφισε «όχι» στο αρχικό σχέδιο της ΕΕ) αλλά στη συνέχεια, δίχως εναλλακτικό σχεδιασμό και με λαθεμένες εκτιμήσεις, αποδείχθηκε κατώτερο των περιστάσεων (και υποταγμένο στις έξωθεν υποδείξεις) κι έτσι βουλιάζει κι αυτό, μαζί με το ίδιο το νησί.
Ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο, με την ανοχή και την υποκριτική, όπως αποδείχθηκε, στάση των εταίρων της Ε.Ε., οικοδόμησε στην Κύπρο, ένα οικονομικό μοντέλο στηριγμένο μόνο στις Τράπεζες και την παροχή υπηρεσιών, στηριγμένο, δηλαδή, επί της ουσίας στο ξέπλυμα χρήματος «πάσης προελεύσεως» και τώρα έντρομο διαπιστώνει ότι καταστρέφεται αυτό το μοντέλο και ότι του απομένουν κάποια κομμάτια υπηρεσιών και οι παραλίες, δηλαδή ο τουρισμός, σύμφωνα, άλλωστε, με την προ ημερών απειλητική δήλωση του υπουργού Εξωτερικών της Σουηδίας, ο οποίος ευθέως τόνισε πως θα καταστραφούν οι Κυπριακές τράπεζες και οι Κύπριοι θα μείνουν μόνο με τις παραλίες τους!
Και είναι το ίδιο πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν μπόρεσε να στηρίξει το δικό του αρχικό «όχι» στις επιταγές των εταίρων, ένα «όχι» το οποίο υποστήριξε ο κυπριακός λαός, ένα σύστημα το οποίο αγνόησε το διαχρονικό δόγμα ότι «στην πολιτική δεν υπάρχουν φιλίες παρά μόνο συμφέροντα», ένα σύστημα το οποίο (με επικεφαλής έναν συντηρητικό πρόεδρο τον Νίκο Αναστασιάδη, ο οποίος ακύρωσε σε μια νύχτα τις προεκλογικές του δεσμεύσεις) φοβισμένο οδηγήθηκε σε συνεχείς υποχωρήσεις κι έτσι επέτρεψε στον γερμανικό παράγοντα να κλιμακώσει τους εκβιασμούς και τις απειλές του και να επιβάλλει τις αποφάσεις του.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο αποκαλούμενος «νέος Μέτερνιχ», δηλαδή ο πολύς Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μετά το αρχικό Κυπριακό «όχι» απειλούσε την Κύπρο με άτακτη χρεοκοπία και έξοδο από το ευρώ και ταυτόχρονα εξέθετε την Κυπριακή ηγεσία, όταν δήλωνε πως «οι Κύπριοι αξιωματούχοι θα έπρεπε να πουν την αλήθεια στους πολίτες τους. Η πρότασή μας (σ.σ. της ΕΕ και του Βερολίνου) δεν ήταν ποτέ να εμπλακούν οι καταθέτες. Η γερμανική θέση ήταν η ίδια με αυτή του ΔΝΤ, δηλαδή αν οι δύο κυριότερες τράπεζες δεν έχουν πλέον ένα βιώσιμο μοντέλο, τις ζημίες θα έπρεπε να τις επωμιστούν οι μέτοχοί τους. Αλλά οι (Κύπριοι) αξιωματούχοι δεν ήθελαν ούτε καν να το ακούσουν».
Και πώς να το ακούσουν, όταν, όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές έρευνες που διεξάγει η Κυπριακή Βουλή, αυτοί οι αξιωματούχοι, από όλες τις πολιτικές πλευρές, ενέχονται (νομότυπα ή μη) σε υπέρ τους χαριστικές πράξεις εκατομμυρίων ευρώ, από τις διοικήσεις των κυπριακών τραπεζών, οι οποίες, στο μεταξύ, έχουν καταρρεύσει…
ΜΠΟΡΕΙ ΤΟ ΑΕΡΙΟ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ;
Ένα πρωταρχικό λάθος της Κυπριακής ηγεσίας ήταν η υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της νήσου, σε σχέση με το φυσικό αέριο κι αν τα αποθέματα, που φαίνεται πως υπάρχουν, θα μπορούσαν να διασφαλίσουν καλύτερους όρους από τους δανειστές.
Στην Κύπρο υπάρχει φυσικό αέριο, αλλά δεν είναι σαφές πόσο ακριβώς και το ζήτημα είναι με ποιον τρόπο θα εξαχθεί και πώς θα μετατραπεί σε χρήμα: Σύμφωνα με τον Economist, το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου διεκδικεί μεγάλο μέρος από τα χωρικά της ύδατα και οι πρόσφατες δοκιμές αντλήσεως αερίου προκάλεσαν την εμφάνιση τουρκικού πολεμικού πλοίου. Αποκλείεται η μεταφορά του αερίου στην Τουρκία μέσω αγωγού, η δε κατασκευή ενός τέτοιου αγωγού προς την Ελλάδα (για να διασυνδεθεί με το ευρωπαϊκό δίκτυο) είναι δαπανηρή. Η Κύπρος δεν έχει ούτε αρκετό φυσικό αέριο, ούτε τα χρήματα για να κατασκευάσει μονάδα υγροποιημένου φυσικού αερίου, ενώ η έλλειψη ασφάλειας αλλά και χώρου, καθιστούν απίθανη την κατασκευή ενός τερματικού σταθμού εξαγωγών στο Ισραήλ.
Εξάλλου, σύμφωνα με τους «New York Times», το ζήτημα με το αέριο βρίσκεται ακόμα σε πολύ πρόωρο στάδιο και θα απαιτήσει τεράστιες επενδύσεις, η δε ρωσική «Gazprom» πιθανόν να μην θέλει η Ανατολική Μεσόγειος να καταστεί ανταγωνίστριά της στον ρόλο της προμηθεύτριας αερίου στην Ευρώπη, αν κι αυτό μπορεί να είναι απλώς μια υπόθεση, αφ’ ης στιγμής ουδείς γνωρίζει με ακρίβεια το μέγεθος και την αξία των κοιτασμάτων.
Επίσης, τίθεται το ερώτημα για ποιο λόγο δυτικές εταιρίες, όπως η αμερικανική «Noble Energy», που έχει επενδύσει τεράστια ποσά στην Κύπρο, αλλά και η γαλλική «Total» και η ιταλική «Eni», θα θελήσουν να αφήσουν την «Gazprom» να αναλάβει την κατασκευή του τερματικού, χωρίς μάλιστα οι ίδιες να ερωτηθούν πρώτα, ενώ ουδείς παραγνωρίζει τις τουρκικές αντιδράσεις, κάτι που παραδέχθηκε ακόμη και ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβιέντεφ, ο οποίος αναγνώρισε τις τουρκικές αιτιάσεις για την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων από τη Λευκωσία κι έτσι κατέστησε «γκρίζα ζώνη» την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.
ΥΠΕΡΕΚΤΙΜΗΣΑΝ ΤΗ ΜΟΣΧΑ
Ένα δεύτερο και ουσιαστικό σφάλμα είναι ότι οι Κύπριοι, πόνταραν στη Ρωσία, παραγνωρίζοντας ότι δεν είναι πια η (και στον στρατιωτικό τομέα) υπερδύναμη του παρελθόντος, αλλά μια χώρα με αλληλοσπαρασσόμενους ολιγάρχες, που ξεπλένουν τα όσα «κέρδισαν» μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και ακόμη ότι η Μόσχα είναι εξαρτημένη από την ΕΕ και κυρίως τη Γερμανία (με την οποία έχει στρατηγική και ενεργειακή σχέση) και ότι ναι μεν θέλει να έχει αυξημένη ναυτική παρουσία στη Μεσόγειο, μέσω ναυτικών διευκολύνσεων, αλλά, στην παρούσα συγκυρία, θα της ήταν δύσκολο να έλθει σε απευθείας «ψυχροπολεμικού τύπου» αντιπαράθεση με άλλες δυνάμεις.
Εξάλλου, η Ρωσία διατηρεί το 40% των συναλλακτικών της αποθεμάτων σε ευρώ και δεν είναι τυχαίο ότι ο Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν διαμαρτυρήθηκε μεν για τη «δήμευση» των ρωσικών καταθέσεων στην Κύπρο, αλλά την ίδια στιγμή το θεώρησε ως ευκαιρία για τον επαναπατρισμό κεφαλαίων, τα οποία, όπως, ήδη, έχουμε γράψει στην «Ε», ανήκουν είτε σε αντιφρονούντες ολιγάρχες, είτε σε φοροφυγάδες, τους οποίους θέλει να ελέγξει το ρωσικό καθεστώς.
Έτσι, η προσπάθεια της Λευκωσίας να βρει λύση στη Μόσχα, κατέληξε στην απλή ρωσική παρότρυνση «να δανειστείτε από το ΔΝΤ και την ΕΕ», που σημαίνει ότι η Κύπρος είναι χρήσιμη για τα ρωσικά συμφέροντα, όσο βρίσκεται εντός της Ευρωζώνης και ακόμη ότι η Μόσχα δεν θα ήθελε, σε καμιά περίπτωση, να προκαλέσει ζημιά στις σχέσεις της με την Άγκυρα.
Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν προσπαθεί να παρουσιάσει τη Ρωσία ως «άγκυρα σταθερότητας» και ως «ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο», με χαμηλό δημόσιο χρέος και ελλείμματα και προς τούτο φαίνεται πως επιδιώκει να στραφεί προς την Ευρώπη και κυρίως «να μην τα σπάσει» μαζί της, καθώς θεωρεί τη Γηραιά Ήπειρο ως εν δυνάμει σύμμαχό της, έναντι των ΗΠΑ και του Ισραήλ, στο πλαίσιο φυσικά του υπαρκτού ενδοκαπιταλιστικού και ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Βεβαίως, οι Ρώσοι ενοχλήθηκαν από το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι δεν τους είχαν ενημερώσει για τις αποφάσεις για την Κύπρο, αλλά αυτή η ενόχληση δεν ήταν τόση ώστε να θελήσουν να δημιουργήσουν πρόβλημα στις σχέσεις τους με την Ε.Ε. και τη Γερμανία, η δε επιθυμία του Κρεμλίνου να αποκτήσει ναυτική βάση ή αγκυροβόλιο για τον ρωσικό στόλο στη Μεγαλόνησο, είναι ένα θέμα περίπλοκο, με δεδομένους τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς.
Και αυτό διότι η Ρωσία, ως πρώην υπερδύναμη, γνωρίζει πολύ καλά τα όριά της, τα οποία σχετίζονται και με τις πιθανές αντιδράσεις της Άγκυρας σε μια αυξημένη ρωσική παρουσία στο νησί και με δεδομένο ότι η Μόσχα επιμένει να τηρεί (και το πράττει διαχρονικά) τις ισορροπίες με την Τουρκία, κυρίως λόγω της ελεύθερης ναυσιπλοΐας από τα ελεγχόμενα, από την Τουρκία, στενά του Βοσπόρου.
ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΗΠΑ- ΤΟΥΡΚΙΑ- ΙΣΡΑΗΛ
Την ώρα της κορυφώσεως του δράματος, η κυπριακή πολιτική τάξη πιθανόν να πόνταρε ακόμη και στο Ισραήλ, λόγω της σχέσεως με την Κύπρο για τα θέματα του φυσικού αερίου, αλλά κι αυτό το ποντάρισμα αποδείχθηκε εσφαλμένο.
Ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος βρισκόταν στο Τελ Αβιβ και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου «έβλεπαν» την Άγκυρα (η οποία, μέχρι εκείνη την ώρα, κρατούσε χαμηλούς τόνους έναντι της κυπριακής κρίσεως, εκτός από την «υπενθύμιση» πως έχει διεκδικήσεις στα κοιτάσματα φυσικού αερίου) να κλείνει το «μέτωπο» με τους Κούρδους (μετα την απόφαση του Αμπντουλάχ Οτσαλάν να υπογράψει τη δική του «συμφωνία της Βάρκιζας» με το τουρκικό κράτος) και συνεπώς άδραξαν την ευκαιρία ώστε να κλείσει η ανοιχτή «τουρκοϊσραηλινή πληγή».
Έτσι, με αφανή διαμεσολαβητή τον αμερικανικό παράγοντα (ο οποίος θέλει να αποφύγει μια ανεξέλεγκτη κρίση στην Ευρωζώνη, κρίση η οποία θα παρέσυρε και την αμερικανική οικονομία) ο μέχρι τότε σιωπηλός Μπ. Νετανιάχου τηλεφώνησε στον Τούρκο πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του ζήτησε συγγνώμη για «τυχόν λάθη», που οδήγησαν στον θάνατο των Τούρκων ακτιβιστών, από την επίθεση (το 2010) Ισραηλινών κομάντος εναντίον του «στολίσκου της ελευθερίας», ο οποίος μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στην παλαιστινιακή Λωρίδα της Γάζας, επίθεση που είχε οδηγήσει, τότε, τον Τούρκο πρωθυπουργό να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας του με το Ισραήλ.
Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές ότι οι ανησυχητικές εξελίξεις στη Συρία, που φέρνουν σε κοινό μέτωπο τις ΗΠΑ, την Τουρκία και το Ισραήλ, διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο σε αυτή την τουρκοϊσραηλινή επαναπροσέγγιση και αυτό θορύβησε την Αθήνα.
Ως εκ τούτου δεν είναι τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, εν μέσω και της προφανούς γεωπολιτικής υποβαθμίσεως της Κύπρου, τηλεφώνησε στον ομόλογό του Μπέντζαμιν Νετανιάχου και συμφώνησαν να διεξαχθεί εν ευθέτω χρόνω το Ανώτατο Διακυβερνητικό Συμβούλιο (G to G) Ελλάδος - Ισραήλ, η προετοιμασία του οποίου θα γίνει διά της διπλωματικής οδού.
Βεβαίως, οι Αμερικανοί έσπευσαν να δηλώσουν την παρουσία τους στην κυπριακή κρίση, αλλά με την απλή εκδήλωση του ενδιαφέροντός τους και όχι με κάποιο πρακτικό τρόπο, αν και διεφάνη η πρόθεσή τους να εκμεταλλευθούν τη δεινή οικονομική και γεωπολιτική θέση της Κύπρου και θεωρείται κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα επιδιώξουν να επαναφέρουν «από την πίσω πόρτα» ένα νέο σχέδιο Ανάν για τη διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος.
Άλλωστε, ο Αμερικανός υπουργός των Εξωτερικών Τζον Κέρι συνομίλησε με τον Πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη και, σύμφωνα με την εκπρόσωπο του Στέιτ Ντηπάρτμεντ Βικτόρια Νούλαντ, «συζήτησε μαζί του για τη σημασία να επιστρέψουν (οι Κύπριοι) στην προώθηση μιας διευθέτησης στο νησί, ώστε να επαναληφθούν οι συνομιλίες για μία διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία».
(Το δεύτερο μέρος του άρθρου στην Επιφυλλίδα της Δευτέρας 01.04.2013)