Του Χρήστου Τσαντήλα
ΕΠΕΣΑ χθες πρωί πρωί, πάνω στο «πειραχτήρι» στη στοά του «Στέφανις» και αυτή τη φορά στάθηκα να τον αντιμετωπίσω...
- «Θα σε ρωτήσω να δω πώς θα απαντήσεις» - μου έκανε και συνέχισε με παραστατικές χειρονομίες: «Αν δεις εδώ κάτω ένα δίευρο και κει πιο πέρα στο δρόμο ένα πεντάευρο, ποιο από τα δύο θα σκύψεις να πάρεις;».
- «Κανένα!» του κάνω- και του χαλάω την κλισέ απάντηση που ετοιμαζόταν να μου δώσει, εφόσον θα διάλεγα ένα από τα δύο...
- «Ελα τώρα, πες ποιο θα έπαιρνες...» (με επιμονή αυτός), ήθελε να του δώσω την πάσα που περίμενε...
ΑΝΤΙ απαντήσεως λοιπόν μου ήρθε στο μυαλό ένα φοβερό κόλπο που έπαιξαν σε βάρος μου επικίνδυνοι Ρώσοι μαφιόζοι πριν χρόνια στην καρδιά της Μόσχας στην Κόκκινη πλατεία. Μέρα μεσημέρι πάνω στο χιόνι, με γδούπο έπεσε από το τζάκετ νεαρού διαβάτη, μπροστά μου, ένα «τούβλο» δολάρια, κολλαριστά χαρτονομίσματα. Εκείνος απομακρύνθηκε κάνοντας τον κουφό, ενώ τον φώναζα, ότι του έπεσαν τα λεφτά, τα δολάρια λαχταριστά κάτω στο χιόνι και αφού δεν έσκυψα να τα πάρω ήρθε ένας άλλος, τα σήκωσε και μου ζήτησε παρακαλώντας με κρυφά, μην μας δει κανείς, να τα μοιραστούμε! Αφού αρνήθηκα, ενοχλημένος, δείχνοντάς του τον ιδιοκτήτη που στο μεταξύ είχε χαθεί στη γωνία, έρχεται ένας άλλος, δηλώνει ότι είναι αστυνομικός και επιχειρεί να ψάξει τις τσέπες μας, επειδή δήθεν, μοιραστήκαμε τα λεφτά!
ΕΚΕΙΝΟ το μεσημέρι στην καρδιά της Μόσχας ένιωσα την ανάσα της μαφίας. Με μια αντανακλαστική σπρωξιά ξέφυγα μπαίνοντας σε ξενοδοχείο. Το κόλπο αυτό με τρεις καλά συνεργαζόμενους ληστές θα μείνει αξέχαστο σε εκατοντάδες φουκαράδες που έχασαν τα πορτοφόλια τους μέρα μεσημέρι. Λίγο μετά, γυναίκα συνάδελφος της δημοσιογραφικής αποστολής, μας έλεγε στο ξενοδοχείο, πως έπεσε κι αυτή θύμα απάτης με μέθοδο άλλης έμπνευσης στο κέντρο της σοβιετικής πρωτεύουσας. Εγώ τη γλίτωσα επειδή δεν έσκυψα να πάρω τα λεφτά...
- «Να γιατί δεν θα έπαιρνα ούτε το ευρώ ούτε το πεντάευρο από κάτω» απαντώ στο... πειραχτήρι, που αφού σάστισε από το κόλπο των Ρώσων που του είχα περιγράψει, συνεχίζει επιμένοντας να του απαντήσω στην ερώτηση του, μια και του ξέμεινε και έπρεπε να μαρτυρήσει την απάντηση.
- «Ελα, λέγε τώρα, ποιο από τα δύο θα έπαιρνες...».
- «Πες το λοιπόν, πριν σκάσεις...» (Ό,τι και να του απαντούσα, η δική του εξυπνάδα έπρεπε να ακουστεί).
- «Το δίευρο θα έπαιρνα, γιατί θα έμενε εκεί αμετακίνητο, λόγω του βάρους του. Μέταλλο είναι. Το πεντάευρο, είναι χαρτονόμισμα, θα το έπαιρνε ο αέρας!).
Έκλεισε το μάτι και απομακρύνθηκε. Τι συναντά κανείς στον δρόμο καθημερινά σκέφτηκα... Άλλοι σου φτιάχνουν, άλλοι σου χαλούν τη διάθεση. Κι όμως τις μικρές αυτές στιγμές και τις όμορφες καθημερινές ιστοριούλες που συμβαίνουν στον καθένα μας, τις προσπερνάμε.. Δυστυχώς τις σκεπάζουν τα προβλήματα που δεν είναι και λίγα...