Του κ. Αχιλλέα Παπαγεωργίου, διευθυντή του «ΡΑΔΙΟ 89.0 στα FM»
Διάβαζα τις προάλλες στην «Ε» για τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα και θυμήθηκα ένα δυσάρεστο που συνέβη το 1962.
Η Γ.Σ.Ε.Ε. (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος) πίεζε την κυβέρνηση Καραμανλή, να μειώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων από τα 65 χρόνια στα 60 για τους άνδρες και από τα 60 στα 55 για τις γυναίκες.
Τελικά η κυβέρνηση δέχτηκε να μειώσει τους χρόνους, αλλά «δυστυχώς», βγήκε και είπε, ότι «δεν υπάρχουν λεφτά»! Άρα δεν μπορεί να ικανοποιήσει το αίτημα και το πρόβλημα έμεινε στο κενό.
Κάποιοι όμως αποφάσισαν να ερευνήσουν την υπόθεση, για να δουν αν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα.
Το 1962 ήμουν εργαζόμενος πρωτοετής φοιτητής και συνδικαλιστής. Γενικός γραμματέας των εργατών και υπαλλήλων του Δήμου των Λαρισαίων. Πήρα δύο μήνες άδεια άνευ αποδοχών, εγκαταστάθηκα σε ένα φτηνό ξενοδοχείο της οδού Αθηνάς και με την ιδιότητα του γενικού γραμματέα και δόκιμου δημοσιογράφου εισχώρησα στο κεντρικό κατάστημα του ΙΚΑ στην οδό Αγίου Κων/νου και άρχισα να ερευνώ το ΙΚΑ από την αρχή της λειτουργίας του μέχρι το 1962.
Εκεί βρήκα ότι δημιουργήθηκε το 1934 και μάλιστα εμπνευστής ήταν ο τότε δήμαρχος Λάρισας, πρώην υπουργός Γεωργίας της κυβέρνησης Πλαστήρα, αείμνηστος Δημήτριος Χατζηγιάννης.
Σημείωσα τα πάντα, έσοδα, έξοδα, αριθμό υπαλλήλων, ιδιωτικών κτιρίων του Οργανισμού και νοικιασμένων, τα πάντα!
Εκείνο που μου έμεινε στο μυαλό ήταν, ότι για έξοδα διοικήσεως ξοδεύονταν το 36% των εσόδων και το σημαντικότερο ότι έμεναν απλήρωτες οι εργοδοτικές εισφορές από τις μεγάλες βιομηχανίες που απασχολούσαν 500, 1000 και πάνω εργαζομένους και ασφαλισμένους στο ΙΚΑ, ύψους 5 εκατομμυρίων δραχμών.
Ορυχεία Σκαλιοτήρη, Πειραϊκή Πατραϊκή, Ορυχεία χρυσού, λιγνίτη κ.λπ. Το ποσό ήταν τεράστιο για την εποχή εκείνη, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι στα βαρέα και ανθυγιεινά ήταν πολύ λιγότεροι σε σύγκριση με σήμερα.
Επίσης μου είχε κάνει εντύπωση ο αριθμός των εργαζομένων. Σε ένα γραφείο εργάζονταν δύο άνθρωποι και μετά από λίγα χρόνια ήταν 6 και 8 ακόμη. Οι πολιτικοί έβαζαν συνέχεια και έφτασαν σε σημείο συνωστισμού! Τα αποτελέσματα της έρευνας δεν τα άφησα στα σημειωματάρια. Με τη βοήθεια του Δημήτρη Βλαχούλη, ενός δυναμικού στελέχους του συνδικαλιστικού κινήματος τότε, μέλους της διοικήσεως του Εργατικού Κέντρου Λάρισας και μέλους της διοίκησης της Γ.Σ.Ε.Ε., δεινού ρήτορος και γνωστού όχι μόνο του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος αλλά του παγκόσμιου, οργανώσαμε μια διάλεξη στο Εργατικό Κέντρο Λάρισας όπου παρευρέθηκαν οι Αρχές του τόπου και φυσικά οι εργάτες και οι υπάλληλοι, των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων.
Ήταν μια διάλεξη κουραστική μεν, λόγω των αριθμών, αλλά σημαντική για τα στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητος.
Μετά το πέρας, μέσα σ’ αυτούς που με συνεχάρηκαν ήταν και ο Δημήτριος Χατζηγιάννης. Μου είπε δε, «αύριο το πρωί θέλω πέντε (5) αντίγραφα της ομιλίας σου στο γραφείο μου». Τα πήγα. Τα έστειλε στα συναρμόδια υπουργεία, Εργασίας, Βιομηχανίας, Συντονισμού με ένα σημείωμα δικό του.
Αποτέλεσμα: Έγινε ρύθμιση των χρεών όλων αυτών που τα χρωστούσαν, έγινε ένα νομοσχέδιο, πήγε στη Βουλή και έγινε νόμος του Κράτους. Κανένας βέβαια δεν ανέφερε το όνομα του πρωτοετούς φοιτητή από τη Λάρισα. Κάποιος υπουργός θα έβαλε το όνομά του σαν εμπνευστής. Εμένα δεν με πείραξε. Μου έφτανε ότι οι εργαζόμενοι στα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα θα ζούσαν λίγα χρόνια περισσότερο, γιατί ειδικά οι οδοκαθαριστές μετά τη συνταξιοδότησή τους ζούσαν 1 με 2 χρόνια και πέθαιναν από ασθένειες των πνευμόνων. Η πιο δύσκολη, βαριά και προπάντων ανθυγιεινή δουλειά!
Δεν θέλω να σχολιάσω γιατί οι «Μεγάλοι» δεν πλήρωναν τις εργοδοτικές τους εισφορές. Έμειναν στην ιστορία σαν «Παγωμένες Πιστώσεις». Απλούστατα, οι διοικητές έκαναν τα στραβά μάτια με το αζημίωτο βέβαια! Το μεγάλο όργιο γινόταν στα νοικιαζόμενα κτίρια του Ασφαλιστικού Φορέα, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Όταν ήμουν συντάκτης της «ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ» του μπαρμπα-Γιάννη Παπαγεωργίου, κεντρικό κτίριο πολλών ορόφων και εμβαδού πολλών τετραγωνικών μέτρων, νοικιάζονταν για πολλά χρόνια με συμβολικό τίμημα! Περισσότερα έπαιρνε ο διοικητής και λιγότερα το Ίδρυμα.
Και ύστερα συζητάμε, πώς φτάσαμε σήμερα μέχρις εδώ!