Του Γιάννη Μήτσιου, φυσικού – νομικού
Περιδιαβαίνοντας κάποιος στους δρόμους της Λάρισας, άθελά του, γίνεται μάρτυρας διαφόρων περιστατικών που χαρακτηρίζουν τη νοοτροπία μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας και, γενικότερα, συνελλήνων. Θα συναντήσει Ελληνάρες πολίτες που εξακολουθούν να πετούν τα σκουπίδια τους στους κάδους ανακύκλωσης, αν και δίπλα υπάρχει κάδος απορριμμάτων. Θα συναντήσει κυρίες που εννοούν να το παίζουν ζωόφιλες, που βγάζουν τα σκυλάκια τους να κάνουν την «ανάγκη» τους στα πεζοδρόμια αδιαφορώντας αν κάποιος ανυποψίαστος διαβάτης, όπως τις προάλλες ο φίλος μου ο Τέλης, την πατήσει, να γλιστρήσει, να πέσει σε κάποια σιδερένια κάγκελα και να καταλήξει στο Νοσοκομείο με διάσειση. Δεν μπορούν να δεχτούν ότι τα χόμπι έχουν και κάποιες υποχρεώσεις. Θα θολώσει το μάτι του από μουντζούρες σε τοίχους Σχολείων, δημοσίων κτιρίων, ακόμη και αγαλμάτων, που τις φιλοτεχνούν κάποια καλόπαιδα για να εκφράσουν, ίσως, την καλλιτεχνική τους ευαισθησία και την επαναστατικότητά τους.
Πηγαίνοντας σε κάποιες Δημόσιες Υπηρεσίες θα συναντήσει δημόσιους λειτουργούς που δεν έχουν καταλάβει ότι σε κανένα μέρος του κόσμου δεν γίνεται κάποιος δημόσιος λειτουργός για να πλουτίσει, αλλά να ζήσει αξιοπρεπώς. Μεγάλο μέρος της αμοιβής του συνίσταται στο κύρος του λειτουργήματός του, στην κοινωνική αποδοχή και εκτίμηση και στην ικανοποίηση που αντλεί από την ίδια τη φύση του έργου που εκτελεί. Αν ήθελε να πλουτίσει ας ιδιώτευε.
Θα συναντήσει ξερόλες που ξέρουν τα πάντα και δεν σηκώνουν κουβέντα περί αυτού. Έχουν γνώμη επί παντός επιστητού χωρίς να έχουν γνώση, να μιλούν π.χ. για τα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων και για την υφαλοκρηπίδα, αλλά να μην γνωρίζουν τι θα πει υφαλοκρηπίδα. Θα διαπιστώσει ότι καλπάζει ο κοινωνικός χουλιγκανισμός. Οι ξυλοδαρμοί ανυπεράσπιστων ατόμων, οι τραυματισμοί, ακόμη και οι εκτελέσεις για ασήμαντη αφορμή. Ποιοι άραγε είναι αυτοί; Μήπως οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας;
Αυτά και άλλα πολλά αποτελούν, όπως είναι φυσικό, την κοινωνική σαπίλα στην οποία σιτίζονται κάθε είδους σαπρόφυτα: Καταφερτζήδες, τσαμπουκάδες, συνδικαλισταράδες, κομματόσκυλα, λαμόγια… οι οποίοι κυριαρχούν στο προσκήνιο της δημοσιότητας και αναδεικνύουν την ανάλογη πολιτική έκφρασή τους. Όλοι αυτοί καπηλεύονται τη Δημοκρατία. Εννοείται τη Δημοκρατία την εικονική, με παχιά και κούφια λόγια και όχι την εμπράγματη Δημοκρατία, την πραγματική Δημοκρατία. Και, ασφαλώς, γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τον Κικέρωνα που τόνιζε ότι η Δημοκρατία για να ευδοκιμήσει χρειάζεται συνείδηση χρέους, απαιτεί ανάληψη ευθυνών και εκτέλεση καθηκόντων.
Το δυστύχημα είναι ότι η πολιτική ηγεσία έχει ενστερνιστεί την αντίληψη αυτή, αρνείται να δει κατάματα την πραγματικότητα και με τον γνωστό ψυχοπονιάρικο λαϊκισμό και την αποβλακωτική δημαγωγία και με διάφορες προφάσεις συνεχίζει να συμπεριφέρεται όπως τις προηγούμενες δεκαετίες της πλουτοκώσταινας με δανεικά. Η νοοτροπία αυτή έχει βαθιές τις ρίζες. Από το 1830 ο Αλ. Σούτσος έγραφε:
Ο φιλοδίκαιος Γραικός είναι Γραικός ευήθης
ο αγαθός ανίκανος, μωρός ο φιλαλήθης
ως άξιος, ως φρόνιμος ο κλέπτης επανείται.
Σπανιότατα τονίζεται ότι αξιοκρατία σημαίνει να αναγνωρίζω τα ουσιαστικά προσόντα του διπλανού μου και να κάνω στην άκρη ή και να τον βοηθώ ώστε να δράσει και να ωφεληθεί το σύνολο και εγώ μαζί.
Σήμερα, με την κρίση που ταλανίζει την Ελλάδα, όλα αυτά όλοι τα βλέπουμε. Κάποιοι τα καταλαβαίνουν. Άλλοι εθελοτυφλούν αγκιστρωμένοι στο παρελθόν ωθούμενοι από συντεχνιακά προνόμια και ατομικά συμφέροντα. Σημασία και αξία έχουν οι πρώτοι. Είναι σκορπισμένοι παντού. Σε γραφεία, σε σχολεία, σε νοσοκομεία, σε πόλεις, σε γειτονιές και σε χωριά. Έχουν βέβαια πολλά ελαττώματα. Έχουν αξιοπρέπεια, ευαισθησίες, ήθος, φιλότιμο … Γι’ αυτό και δεν βρίσκονται στο προσκήνιο της δημοσιότητας. Δεν έχουν προβολή και αναγνωρισιμότητα. Μπορεί να μην αποτελούν την πλειονότητα των Ελλήνων. Ούτε δηλώνουν ότι είναι δημοκράτες κληρονομικώ δικαιώματι, επειδή στην Ελλάδα γεννήθηκε η Δημοκρατία. Είναι, ωστόσο, τόσοι ώστε να διατηρείται η αντοχή και η ελπίδα.