Ξημερώματα, μια καμπάνα έσχιζε τη σιωπή κι έφερνε ένα μήνυμα αισιόδοξο, που το πήρε ο άνεμος και το έτρεξε σ` όλο το νησί.
Η θάλασσα που ως εκείνη την ώρα βογκούσε και σήκωνε βουνά τα κύματα, έτοιμα να καταπιούν το νησί, κόπασε και μέρωσε και ξαπλώθηκε αποκαμωμένη αναστενάζοντας, σαν αποσταμένος οδοιπόρος, που δεν του απόμεινε άλλη δύναμη κι άλλο κουράγιο.
Ο καπετάν-Ανδρέας παραμέρισε τα σκεπάσματα και ανακάθισε στο χαμηλό ξυλοκρέβατο. Ύστερα σηκώθηκε και βγήκε απ` την ψαροκαλύβα. Δίπλα σ` ένα παλούκι διχαλωτό που είχε ξεβράσει η θάλασσα, ήταν κρεμασμένος ένας νιπτήρας.
Νίφτηκε και σκουπίστηκε με μια …ακριβή πετσέτα, χνουδάτη και απολαυστική, απομεινάρι μιας άλλης ωραίας εποχής κι αφού ανέπνευσε βαθιά και γέμισε το «μέσα» του με φρέσκο θαλασσινό αέρα, κάθισε σ` ένα βραχάκι.
Χίλιες σκέψεις όρμησαν στο κεφάλι του, ανυπόμονες, άτακτες, που έκαναν το μυαλό του να πονάει. Βύθισε το βλέμμα του στο βάθος του ορίζοντα, μήπως και γλιτώσει απ` αυτές, αλλά δεν τα κατάφερε.
Εκείνες θρονιάστηκαν στο νου του και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν…
Ξέμπαρκος από χρόνια ο καπετάν-Ανδρέας, ζούσε σ` εκείνη τη γωνιά της γης, παρέα με τη θάλασσα και τα γλαροπούλια. Απ` τις καλές παλιές εποχές, δεν του είχε απομείνει τίποτα, παρά μόνο μία βάρκα. Ένα καΐκι που του άφησε ο κύρης του και άλλα δυο που απέκτησε με τη δούλεψή του, τα κατάπιε η θάλασσα… Αυτή δεν έχει μπέσα, όσο κι αν την αγαπάς κι αν σου δείχνει κι εκείνη πως σ` αγαπάει, κάποια στιγμή πάνω στο θυμό της θα σου τσακίσει τα κόκαλα.
Πάλι καλά που γλίτωσε το τομάρι του. Σακατεμένο βέβαια, αλλά ανέπνεε, ζούσε. Μεγάλη οικογένεια δεν έκανε, δεν του έμεινε καιρός, την καπετάνισσα την έβλεπε στη χάση και στη φέξη. Εκείνος είχε ερωτευτεί τη θάλασσα, πιότερο από κάθε γυναίκα. Στις γκρίνιες της απαντούσε περιπαιχτικά.
«Θα σου κάνω ένα γιο καπετάνισσα αφού τον θέλεις τόσο πολύ, μα εγώ δεν κάθομαι να κανακεύω …νιάνιαρα».
Και βγήκε πράγματι γιος το παιδί και μεγαλώνοντας ήταν το καμάρι του νησιού. Όμορφος, έξυπνος, με «πράξη και σέβας», όπως έλεγαν οι γερόντισσες.
Η μάνα του τον έμαθε να αγαπάει τον τόπο του, αλλά όχι τη θάλασσα, που τη μισούσε η ίδια και την έβλεπε σαν αντίζηλο, που είχε μαγέψει τον άντρα της και τον κρατούσε μακριά.
Καμάρωνε κι ο καπετάν-Ανδρέας το γιο του σαν έπιανε λιμάνι και δεν του χαλούσε χατίρι. Τον έστειλε μάλιστα και στην πόλη να σπουδάσει δάσκαλος, αφού τόσο πολύ το ήθελαν κι εκείνος και η καπετάνισσα.
Αυτός βέβαια θα τον προτιμούσε καπετάνιο ατρόμητο, στο μεγάλο καΐκι, να στέκονται οι ναύτες προσοχή μπροστά του αλλά δεν του …πέρασε.
«Αχ… γυναίκες… ποιος μπορεί να τα βάλει μαζί σας», μουρμούριζε. χαμογελώντας και αγκάλιαζε την καπετάνισσα. Ύστερα… ήρθε η καταστροφή… Μια νύχτα που ο Θεός αποφάσισε να …χαλάσει τον κόσμο και η θάλασσα να τον καταπιεί κι αυτόν και τα καράβια του, τα έχασε όλα… Αργότερα πέθανε η γυναίκα του, έχασαν και το σπίτι… Πήρε τον κατήφορο χωρίς σταματημό…
Ο καπετάνιος σηκώθηκε απ` το βραχάκι, τίναξε το κεφάλι του το κάτασπρο, να διώξει μακριά εκείνες τις σκέψεις που όρμησαν πρωί-πρωί Χριστουγεννιάτικα να τον κατασπαράξουν και μπήκε στο μικρό σπιτάκι. «Καλύβα» το έλεγε. Ήταν όντως «καλύβα» μπροστά στο αρχοντικό που είχε παλιά.
Εκείνη την ώρα ξυπνούσε κι ο Μανωλιός.
«Καλημέρα πατέρα, χρόνια πολλά».
«Χρόνια πολλά μωρέ γιε μου, αλλά σήκω, μη χασομεράς, η καμπάνα χτύπησε από ώρα».
Είχε αρχίσει να ροδοκοκκινίζει ο ορίζοντας όταν έμπαιναν στην εκκλησιά.
«Η γέννησή Σου Χριστέ ο Θεός ημών…» έψαλε ο παπα Γιώργης με τρεμάμενη φωνή και οι νησιώτισσες έσκυβαν ως το πλακόστρωτο να προσκυνήσουν.
Μια ψηλόλιγνη σιλουέτα ακίνητη, έκανε το Μανώλη να νιώσει ένα μούδιασμα.
Ήταν εκείνη, η κόρη της αρχόντισσας του νησιού, με τη μάνα της. Πίσω τους ο παραγιός, το δεξί τους χέρι. Αυτός τους περνούσε δώθε με τη βάρκα του. Το αρχοντικό ήταν κτισμένο σ` ένα μικρό νησάκι στον Αϊ-Νικόλα, δυο δρασκελιές απ` το μεγάλο νησί.
Στο γυρισμό ο καπετάν-Ανδρέας ήταν λίγο παράξενος, Σχεδόν αμίλητος κι αντί να μπούνε στο σπιτάκι τους, στην ψαροκαλύβα όπως την έλεγε, έγνεψε στο γιο του να μπούνε στη βάρκα. Σε λίγο έδεναν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα.
Ο Μανώλης σαστισμένος ακολουθούσε τον πατέρα του. Μα όταν άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του αρχοντικού, δεν άντεξε.
«Πού πάμε πατέρα…!»
«Βεγκέρα γιε μου, είμαστε καλεσμένοι απ` την αρχόντισσα. Χθες μου έστειλε τον παραγιό και μου παράγγειλε να πάμε πρωί μετά την εκκλησία, να φάμε αστακόσουπα κατά το έθιμο του νησιού. Κοντοστάθηκαν.
«Άκου γιε μου θα σου πω κάποια πράγματα εδώ στα γρήγορα, περισσότερα άλλη μέρα. Ξέρω πως έχεις σεβντά για την αρχοντοπούλα, όπως κι εκείνη… Τα κουβεντιάσαμε με τη μάνα της προχθές, που βγήκα να μαζέψω τα δίχτυα.
Ξέρεις, περνώ συχνά από κει και τα λέμε. Οι φαμίλιες μας παλιά ήταν πολύ δεμένες. Και μάθε και τούτο Μανωλιό!!» Κόμπιασε λίγο ο καπετάνιος… «Στα νιάτα μου παρά λίγο να παντρευτώ την αρχόντισσα, αλλά δεν ήταν τυχερό, υπήρχαν και κάποια εμπόδια. Για σας όμως, δεν υπάρχει κανένα.
Αν θέλεις δίνουμε και λόγο σήμερα…» Ο Μανώλης τα είχε χαμένα… Η αρχοντοπούλα φάνηκε στο ανώι ν` αγναντεύει το πέλαγος κι εκείνα τα σκαλοπάτια ήταν… ατελείωτα…
Καλλίτσα Γκουράβα – Δικτά, Λογοτέχνις Συγγραφέας