Από τον Αντώνη Περδικούλη
Στη νεοελληνική ποίηση η εποχή της Άνοιξης αποτελεί μια δοξαστική υμνολογία κι ένα εγκώμιο της ζωής μέσα στον ψυχοκτόνο χρόνο. Συμβολίζεται με τα χρώματα της πασχαλιάς, της ροδιάς, της ‘ μυγδαλιάς, του κρόκου της αυγής και το χρυσάφι του δειλινού. Είναι ο Ανθεστηριώνας των αρχαίων μας, που αναζωογονεί το πνεύμα κι εξάπτει το σώμα. Είναι η Ανάσταση των Χριστιανών, που ανακαλεί την προσδοκία και γεμίζει τα εσώτερα ασύλληπτο φως..
Σάμπως από αναστάσιμο θαύμα μεταμορφώνεται ο βροτός άνθρωπος σε φύση ευδαιμονική:
« Νικήθηκε ο θάνατος
με το χαμόγελο του δέντρου..» ( Τάκης Βαρβιτσιώτης).
Η μακρά απουσία του ήλιου κάνει την προσμονή της ανοιξιάτικης χαράς εντονότερη και την προαίσθηση της αναγέννησης σωστό μακαρισμό:
« Η νιότη και το σύννεφο
Τα’ άστρο και το φεγγάρι
Λές κι ήρθαν από άνοιξη
Και με περίσσια χάρη..» (Γιώργος Σαραντάρης).
Η Άνοιξη απογειώνεται με τον Μάη μήνα. Ακουμπά τον ουρανό, κατακλύζει τη θάλασσα, χαϊδεύει τα λιγνοσύννεφα.
Ο λεόντειος πόθος της ελεύθερης ψυχής ποτίζεται κι εξαίρεται στην μυσταγωγία της μεγάλης μέρας, της αβασίλευτης.. Απ’ τον πόθο αυτό πετάγεται απροσμάχητη μια άρρητη χαρά:
« Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη
Θα τον σφίξω στα μπράτσα μου..» ( Οδ. Ελύτης).
H εικονοποίηση της Άνοιξης στη νεοελληνική Ποίηση δεν είναι μια ασματική περιγραφή ή μια γλωσσική μεταφορά, αλλά λόγος υπερβατικός, που αναδεικνύει την άλλη πραγματικότητα που υπάρχει πίσω από την φαινομενική της υπόσταση.. Οι αναγεννη-
Σιακοί συμβολισμοί συνδέονται με την ψυχική διάθεση, δοσμένοι ομολογουμένως με καθαρά έννοιες ποιητικές αλληγορικές.. Ο ανεπαρκής άνθρωπος αντιστέκεται-έστω με ψευδαισθήσεις- έχοντας συμπαραστάτη του το φωτεινό τοπίο της μέρας, στη συνωμοσία της φθοράς και του θανάτου..
Οι στίχοι που ακολουθούν, πέρα από την εκθαμβωτική τους ανθοφορία και την λυρική ελλειπτικότητα, είναι ένα σπαρακτικό ψυχογράφημα της προαιώνιας έφεσης του ανθρώπου να κατατροπώσει το σκότος και να λυτρωθεί από τα δεσμά του:
« Η νιότη και το σύννεφο
Τα’ άστρο και το φεγγάρι
Λές κι ήρθανε από άνοιξη
Και με περίσσια χάρη..» ( Γ. Σαραντάρης).
Το σύμπαν, το άπειρο, ο απεριόριστος ουρανός, η ρέμβη της θάλασσας, πολυμερίζονται σε εύψυχες μουσικολαλιές, ξεχειλίσματα εσώψυχα μιας πολύτροπης υπερπραγματικότητας… Η συνωμοσία των ζωντανών πλασμάτων σε μια μεθυστική ανάβαση:
« Έστησ’ ο έρωτας χορός
με τον ξανθόν Απρίλη..» ( Δ. Σολωμός)
Η προσμονή και η προσδοκία πρωτοτραγουδιστές της ψυχής:
“ Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν..» ( Γ. Σεφέρης.)
Η γή ξεκλειδώνοντας και πάλι τους αρμούς της, θα μπολιάσει το ζωηφόρο πνεύμα του ανθρώπου, ο οποίος δεν θα μπορέσει ποτέ να καταδεχτεί την ιδέα του Θανάτου..
« Άγνωρη ανάβρα ολόγυρα
σαλεύει η πεταλούδα
και κόσμος εαρινός..» (Άγγ. Σικελιανός)
Η άνοιξη είναι μια παραμυθία, λαμπρό προσωπείο που καλύπτει και απαλύνει τα κουρασμένα πρόσωπα. « Η ομορφιά γίνεται ό,τι πιο αλγεινό με την άνοιξη», γράφει κάπου ο Ρίτσος. Η εντολή της νέας ζωής προπαρασκευάζει τον άνθρωπο για την μετάληψη της εύψυχης ομορφιάς:
« Ανθίσαν πάλι τα τριαντάφυλλα πολύχρωμα,
γιατί λοιπόν πρέπει να πεθάνουμε?» (Γ. Ρίτσος)
Το έαρ έρχεται εξ ουρανού. Ο ουρανός και η φύση γίνονται το λίκνο που ενσαρκώνει τους πόθους για την ατέρμονη νιότη. Το ερωτικό στοιχείο προσλαμβάνει θεϊκή ορμή, όλοι οι κάλυκες της σιωπής σπάνε, για να ξεπεταχτεί απροσμάχητος ο ανθός της αναστημένης μέρας:
« Μ’ εκοίταξ’ ένα σούρουπο τον Μάη
Τον μοσχοβολημένο Μάη το μήνα..» (Λ. Μαβίλης)
Ο ποιητής αισθάνεται την αγάπη του να του διευρύνει τα εσώψυχα, το δυνατό φως γνέφει αμετάκλητα την αθανασία. Αυτή η ωραία υπεραίσθηση της πολύτροπης αναγέννησης του ειρηνεύει τα εσώψυχα:
«Έστηνε η άνοιξη την προτομή μου
σε μικρούς λόφους ειρήνης..» ( N. Βρεττάκος)
Η εικονοποίηση της άνοιξης, όπως τη συναντάμε στη νεοελληνική ποίηση, σημασιολογεί την αρχέγονη φύτρα του ανθρώπου και την προσαρμόζει ώστε να μάχεται τραντέλλενα την σκιά του θανάτου, ζητώντας σπαρακτικά ν’ αποτινάξει τις αλύσους και τα δεσμά.. Οι συμβολισμοί που χρησιμοποιούν οι ποιητές καταμαρτυρούν την πολυδιάστατη φαντασία τους..
Η ακατάλυτη μνήμη κάθε ανοίξεως που περνά, αφήνει χνάρια και φεύγει, γεννά μια νοσταλγία αιμορροούσα και ακατανίκητη μέσα στον χωροχρόνο. Μάλλον εύγλωττη φαίνεται η εξήγηση σε αυτό. Η ανθρώπινη ψυχή, φύσει προορισμένη για την αθανασία, αρέσκεται στο κλίμα μιας τέτοιας εποχής, όπου κάθε ανθός, κάθε πουλί και κάθε χαμόγελο υπόσχονται το ελιξήριο της νιότης…
« Η άνοιξη σβήνει ένα ένα
τα κεριά του χειμώνα..» (Τ. Βαρβιτσιώτης)
Το αισθητό ξεπερνιέται, το απτό υπερβατικά μεγεθύνεται, η φαντασία θρέφει την υπεραισθησία, όλα μετατρέπονται σε μέθη, αλλά και σε μέθεξη, μια υπερρεαλιστική ανάταση της ψυχής ασύλληπτη και ανερμήνευτη..
Κι έρχονται οι εμπνευσμένοι ποιητές με την μαστοριά τους, να σφραγίσουν τις εικόνες που φτάνουν ως την πιο απαράμιλλη μεταρσίωση..
Aλλά και στη δημοτική μας έμμετρη ποίηση το κλίμα της άνοιξης, δηλαδή του ευαγγελισμού της χαράς και του τραγουδιού, κυριαρχεί στο εγερτήριο σάλπισμα της νέας ζωής:
« Ήρθε πάλι η χελιδόνα
ήρθε πάλι η μελιδόνα
κάθισε και λάλησε
και γλυκά κελάηδησε..»