Του Χρήστου Τσαντήλα
ΕΙΧΕ μια αγωνία αθωότητας, έναν φυσικό προβληματισμό ο πιτσιρικάς, περπατώντας προς την πλατεία για την παρέλαση. Κρατούσε μια μικρή γαλανόλευκη στο δεξί χέρι. Το άλλο, το κρατούσε ο πατέρας του, όταν σήκωσε το βλέμμα και τον ρώτησε:
"Μπαμπά, θα έχουν πάλι κάγκελα στο πεζοδρόμιο; Πέρυσι δεν μας άφησαν να πάμε κοντά στην παρέλαση οι αστυνομικοί... να δω τα φανταράκια, δεν έβλεπα τίποτα...".
ΑΝΤΕ τώρα να του εξηγήσεις για τα κάγκελα του παιδιού... Πώς να του πεις να καταλάβει, ότι αυτή την ημέρα, με παρελάσεις και με υπερηφάνεια, οι Έλληνες τιμούμε τη νίκη κατά του φασισμού, εναντίον εκείνων που ήθελαν να μας κατακτήσουν. Ότι τιμούμε τον ηρωισμό των στρατιωτών μας που αντιστάθηκαν στους Γερμανούς φασίστες. Των παππούδων μας, που έπεσαν στα βουνά της Αλβανίας, υπερασπιζόμενοι την ελευθερία μας. Πώς να του πεις του μικρού και πώς να το καταλάβει αυτό, ότι σήμερα υπάρχουν κάποιοι Έλληνες, που δοξάζουν τον φασισμό και χαιρετούν σαν τους κατακτητές; Ότι κάποιοι απ' αυτούς, θέλουν να ανέβουν και στην εξέδρα των επισήμων, για να δουν να παρελαύνουν μπροστά τους, οι ανάπηροι, οι σακατεμένοι τραυματίες του πολέμου, οι χήρες τους, τα εγγόνια τους και τα δισέγγονα, όπως κι εσύ...
ΑΝΤΕ να καταλάβει το παιδί, πως για μια ακόμη φορά, οι παρελάσεις έγιναν πεδίο πολιτικής δράσης για κάποιους και αντιπαράθεσης για τους πολιτικούς μας. Πώς να του πεις ότι αυτοί που εξυμνούν τον φασισμό, είναι, όχι απλώς ψηφισμένοι βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου, αλλά μάλιστα και τρίτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις; Πώς γίνεται και μια δήλωση ενός δεξιού περιφερειάρχη, να ταράξει το πολιτικό σκηνικό και η προσοχή των Ελλήνων να επικεντρωθεί στις... εξέδρες των επισήμων; Και πώς, ένας αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (και αρχηγός του μεγαλύτερου για δεκαετίες κόμματος της Βουλής) δεν μέτρησε σωστά τον... πολιτικό του όγκο, θύμωσε (!) και τα έβαλε με έναν (φιλοκυβερνητικό) περιφερειάρχη;
ΤΙ ΝΑ του εξηγήσεις του παιδιού, γι’ αυτά τα περίεργα που συμβαίνουν στην Ελλάδα... Από τη μία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να στέλνει μήνυμα ενότητας και λεβεντιάς, «δεν υποκύπτουμε σε εκβιασμούς, ποτέ η Ελλάδα δεν υπέκυψε...» και από την άλλη να εκμεταλλευόμαστε πολιτικά τη (μοναδική) γιορτή ενότητας για την πρώτη αντιφασιστική νίκη της Ευρώπης;».
ΑΚΟΥΓΑ τον μικρούλη και θαύμαζα τις απορίες του, όσο περπατούσε μπροστά μου, κρατώντας το χέρι του πατέρα του... Αλλά μία του φράση με εξέπληξε. «Γιατί μπαμπά αυτοί να είναι στην εξέδρα και να βλέπουν την παρέλαση καλύτερα από εμάς;». Το κράτησα αυτό. Και με προβλημάτισε. Γιατί λέω, να υπάρχουν εξέδρες επίσημων; Πώς αναγκάζουμε τη νεολαία, παιδιά που ξέρουν ότι το μέλλον τους στη χώρα είναι μέλλον αβέβαιο, να παρελαύνουν, δίνοντας το στίγμα της λεβεντιάς τους, μπροστά σε πολιτικούς που (από εθνική ανάγκη έστω) εκτελούν επακριβώς τις εντολές των απογόνων των κατακτητών εκείνης της εποχής; Μήπως έχει δίκαιο ο μπόμπιρας; Μήπως στις εξέδρες θα πρέπει να κάθονται και να καμαρώνουν τα εγγόνια τους, εκείνοι που πολέμησαν και τραυματίστηκαν στις μάχες των βουνών της Ελλάδος; Όσοι ακόμα βρίσκονται στη ζωή δηλαδή...