Από τον Γιώργο Ξενόφο
«Υπολοχαγέ τη σημαία. Να έρθει εδώ αμέσως και όλοι οι σαλπιγκταί του Συντάγματος να σημάνουν έφοδο». Ηρθε η σημαία και ξεδιπλώθηκε. Στο πεδίο της μάχης η σημαία είναι κάτι δραματικά ιερό, σαν θεία μετάληψη, βουβή αλλά ακατανίκητη έκκληση της πατρίδας. Στο αέρι του βουνίσιου δειλινού η σημαία του Συντάγματος είχε αρχίσει να φτεροκοπάει ανήσυχα, αητός π’ ονειρεύεται ξύπνιος. Οι σαλπιγκτές σήμαιναν γύρω το εμβατήριο της ορμής και της θυσίας. «Προχωρείτε, προχωρείτε». Μονομιάς τα τάγματά μας με τα κράνη και τις λόγχες ανασείστηκαν, σηκώθηκαν, έσκυψαν, χύμησαν. Κατρακυλούσαμε τρέχοντας τη βουνοπλαγιά, ένα κύμα από χακί». Μ’ αυτή την υπέροχη εξόρμησή τους οι Ελληνες το 1940, διέρρηξαν σαν εκτυφλωτική αστραπή το πυκνό σκοτάδι στο οποίο βύθισαν την Ευρώπη η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία και με την πίστη, την ανδρεία και τη θυσία τους έστησαν στη Βόρειο Ηπειρο μνημείο ψηλό και περίοπτο, ναό της της φιλοπατρίας και βωμό της ελευθερίας. Ο πόλεμος που άρχισε το Σεπτέμβριο του 1939 βρήκε τη χώρα μας απόλυτα ουδέτερη.
Λαός από παράδοση φιλειρηνικός οι Ελληνες απεύχονταν την εμπλοκή πλην όμως με τις συνωμοτικές κινήσεις, τις παγίδες, τις πλεκτάνες, τα ψεύδη και της εγκληματικές προκλήσεις της Ιταλίας τελικά δεν το απέφυγαν. Η δεινή απειλή κατά της πατρίδας μα έγινε πλέον εξόφθαλμη με το αποκορύφωμα της ιταλικής θρασύτητας και επιθετικότητας, το δόλιο τορπιλισμό του καταδρομικού πλοίου «Έλλη» στην Τήνο την 15η Αυγούστου 1940, στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όταν ο πλήθος των πιστών με δέος παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία και ο κλήρος έκανε δεήσεις «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου».
Όπως ομολογούσε απερίφραστα ο Ιταλός δικτάτορας στις παραμονές της 28ης Οκτωβρίου: «πρόκειται για επιχείρηση με την οποία βασάνισα την σκέψη μου για μήνες πριν από τη συμμετοχή μου στον πόλεμο και πριν από την έναρξη του πολέμου». Κατά το ιταλικό σχέδιο, η εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας θα είχε όλα τα χαρακτηριστικά των πολεμικών επιχειρήσεων του Αξονα, δηλαδή αστραπιαία προσβολή και κεραυνοβόλα δράση μηχανοκίνητων κυρίως κατ’ αντιπάλου ανέτοιμου και απροετοίμαστου. Με αυτά τα δεδομένα ο αρχιστράτηγος των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, Βισκόντι Πράσκα, πίστευε και διαβεβαίωνε τον Ιταλό δικτάτορα ότι τα στρατεύματά του θα εκτελούσαν απλή και αναίμακτη πορεία προς την Αθήνα. Πλανήθηκε επίσης από επιπόλαιους πληροφοριοδότες και σχημάτισε την πεποίθηση ότι η Ελλάδα είτε δεν υποπτευόταν την ιταλική επίθεση είτε έκρινε μάταιο να την αντιμετωπίσει.
Στο ιταλικό αυτό σχέδιο η Ελλάδα αντέδρασε ταχύτατα με άμεση κινητοποίηση. Η προσέλευση των Ελλήνων στις μονάδες υπήρξε αθρόα, μαζική και πήρε χαρακτήρα. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 που ο Ιταλός πρεσβευτής στη Αθήνα, Γκράτσι, ζητούσε τελεσιγραφικά από την ελληνική κυβέρνηση σαν εγγύηση ουδετερότητάς της να καταλάβουν οι ιταλικές ένοπλες δυνάμεις ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού χώρου και έλαβε την παγκοσμίως γνωστή έκτοτε μονολεκτική απάντηση το ομόθυμο «ΟΧΙ», ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν απογοητευτικός για τη χώρα μας: Στις οκτώ μεραρχίες του ιταλικού στρατού εμείς είχαμε να αντιπαρατάξουμε μόνο δύο. Δεν διαθέταμε άρματα μάχης και υστερούσαμε καταφανώς σε αριθμό και ποιότητα οπλισμού. Στον αέρα και τη θάλασσα η Ιταλία είχε σαφή υπεροπλία.
Ο ελληνικός στρατός σ’ αυτά είχε να αντιτάξει μόνο την ευψυχία του, την αγωνιστικότητα, την ευστροφία του νου, την ακατάβλητη δύναμη και θέληση που τρέχει στο αίμα της φυλής, τη ζωτικότητα, την αντοχή και τη διάθεση για θυσία, στοιχεία γνώριμα από την εποχή του Ομήρου.
Η εξέλιξη των ελληνοϊταλικών επιχειρήσεων μόνο για λίγα εικοσιτετράωρα ήταν αμφίρροπη. Αυτό οφειλόταν στη σθεναρή αντίδραση των ελληνικών στρατευμάτων με μια σειρά από επικές μάχες. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις 6 Νοεμβρίου ο Τσιάνο ομολογούσε: «Η πρωτοβουλία περιήλθε στον αντίπαλο. Δεν πιστεύω ότι έχουμε ηττηθεί. Πολλοί όμως έτσι διαισθάνονται.
Στις 14 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός ανέλαβε γενική επίθεση στα μέτωπα της Ηπείρου και της Βορειοδυτικής Μακεδονίας. Ως τις 22 Νοεμβρίου τα ελληνικά εδάφη από την οροσειρά της Πίνδου μέχρι και τις ακτές της Θεσπρωτίας είχαν απαλλαγεί από την παρουσία και του τελευταίου ξένου εισβολέα. Οι ελληνικές δυνάμεις αφού έκαμψαν την οργανωμένη ιταλική αντίσταση στο δυσπρόσιτο ορεινό συγκρότημα Μοράβα - Ιβάν, εισέρχονταν στην Κορυτσά, επικοινωνιακό κόμβο ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας. Η νικηφόρα προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων γινόταν σε αλύτρωτα εδάφη κατοικημένα από πληθυσμό στην συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικό. Η νέα μεγάλη ιταλική επίθεση γνωστή και ως «εαρινή» προετοιμασμένη με πείσμα και επιμέλεια κάτω από την αυστηρή προσωπική επίβλεψη του Μουσολίνι κατέληξε και αυτή σε οικτρό ναυάγιο.
Στις 21 Μαρτίου 1941 ο υπερόπτης αρχηγός του φασισμού επιστρέφει στη Ρώμη κατισχυμένος στο πεδίο της μάχης και με εύσημο τη διεθνή γελοιοποίηση. Η νικηφόρα αντιμετώπιση της άνανδρης επιβουλής σε βάρος της Ελλάδας που στοίχισε στους Ιταλούς 120.000 νεκρούς τραυματίες και αγνοούμενους και στους Ελληνες 12.752. νεκρούς και μεγαλύτερο ασφαλώς αριθμό τραυματιών, έμελλε να αποτελέσει έρεισμα αποφασιστικής σημασίας στον αγώνα των ελεύθερων κρατών εναντίον των δυνάμεων του ολοκληρωτισμού και της βίας.
Η ανδρεία του ελληνικού λαού, που ξέρει να θυσιάζεται για την ελευθερία του τον ωθεί να δώσει την ύστατη μάχη με υπερηφάνεια και σθένος ακόμα κι όταν ενσκήπτει η γερμανική λαίλαπα σπέρνοντας τον όλεθρο στην ανθρωπότητα και επιχειρώντας να καθυποτάξει πλήθος λαών με τον περίεργο και αναμφίβολα καλλιεργημένο έντεχνα νοσηρό μύθο της υπεροχής της αρίας φυλής, που αναβιώνει στις μέρες μας με τις ομάδες των νεοναζί. Η σημασία του πολεμικού αυτού αγώνα της μάχης της Ελλάδας, ήταν αποφασιστική και πολυσήμαντη. Στο στρατηγικό πεδίο συνέβαλε στη δημιουργία ανοιχτού πολεμικού μετώπου στο νευραλγικό στρατηγικά χώρο της νότιας βαλκανικής και έκανε αναγκαία τη στρατηγική παρέμβαση της Γερμανίας.
Η αναγκαστική δε αυτή εμπλοκή επέφερε την αδυναμία του Βερολίνου να αντιμετωπίσει την εντεινόμενη βρετανική δραστηριότητα στο χώρο της Εγγύς Ανατολής και κυρίως την καθυστέρηση στην ανάληψη της εκστρατείας εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης με επακόλουθο την καθήλωση των χιτλερικών στρατευμάτων στις ρωσικές στέπες και τη διάφορη τροπή της γενικότερης εξέλιξης της παγκόσμιας σύρραξης. Η νίκη στην Πίνδο άλλαξε τον ρουν της ιστορίας.
Στο πολιτικό πεδίο η νικηφόρα ελληνική αντίσταση είχε έρθει να καταρρίψει τους μύθους του φασιστικού ολοκληρωτισμού και να αναδείξει την ακατάβλητη δύναμη των λαών όταν προασπίζουν την εθνικής τους ελευθερία. Αλλά ο αντίκτυπος από τη μάχη της Ελλάδας εκδηλωνόταν αποφασιστικός και σε ένα ακόμη πεδίο. Οσοι δεν είχαν ακόμη υποκύψει ή όσοι εξακολουθούσαν να μάχονται έστω και μακριά από τα εδάφη της πατρίδας τους, αντλούσαν από τα πολεμικά ανακοινωθέντα δύναμη και αισιοδοξία, όταν κάθε άλλη είδηση από το ευρωπαϊκό μέτωπο επιβεβαίωνε την ολοκληρωτική κατίσχυση του Άξονα. Η ανάμνηση του ένδοξου εκείνου αγώνα μας υποχρεώνει ως Έλληνες σήμερα να προασπίσουμε με σθένος τα εθνικά μας συμφέροντα και ιδεώδη του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, αναγκαία συστατικά για την επιβίωση του λαού και του έθνους.