Του Κώστα Γιαννούλα
Πρόσφατα, όλοι οι σχολικοί φύλακες έπεσαν θύματα στο βωμό των μνημονιακών υποχρεώσεων και μπήκαν στο πρόγραμμα κινητικότητας και διαθεσιμότητας ύστερα από 13 χρόνια προσφοράς σε σχολεία της χώρας, γεγονός που προκάλεσε οργή και αγανάκτηση στους ίδιους και, αν μη τι άλλο, προβληματισμό στην ελληνική κοινωνία.
Με την ιδιότητα του εκπαιδευτικού και προέδρου επί χρόνια της Δημοτικής Επιτροπής Παιδείας του Δήμου Λαρισαίων είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω εξ αρχής την εφαρμογή και την εξέλιξη του θεσμού αυτού και είμαι, γι’ αυτό, σε θέση να εκφράσω άποψη, γιατί δεν στέριωσε, παρότι η παρουσία σχολικών φυλάκων στα σχολεία, κατά γενική ομολογία, κρίνεται απαραίτητη ειδικά το χρονικό διάστημα, που δεν βρίσκονται μαθητές και εκπαιδευτικοί στα σχολεία.
Κάνω αυτή τη διάκριση, γιατί κατά τη διάρκεια λειτουργίας ενός σχολείου την ευθύνη, για όσα συμβαίνουν σ’ αυτό, ανέκαθεν την είχαν και την έχουν ο διευθυντής του σχολείου, ο σύλλογος διδασκόντων και εκτός αιθούσης στα διαλείμματα προπάντων οι εφημερεύοντες. Γι’ αυτό, άλλωστε, και συντάσσεται εβδομαδιαίο πρόγραμμα εφημερευόντων εκπαιδευτικών. Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία των σχολικών φυλάκων εν ώρα λειτουργίας σχολείων, έστω και συμπληρωματικά, καλό έκανε. Πιο απαραίτητη όμως, και πιο ουσιαστική ήταν η παρουσία τους σε ώρες και μέρες, που τα σχολεία ήταν χωρίς μαθητές. Σ’ αυτό το διάστημα, από ένα χρονικό σημείο και μετά, υπήρχε πρόβλημα, χωρίς να το χρεώνονται οι ίδιοι οι φύλακες. Εξηγούμαι γιατί.
Όταν πρωτοξεκίνησε ο θεσμός, σχολικοί φύλακες τοποθετήθηκαν μόνο σ’ ορισμένους Δήμους της χώρας, κατά βάση στους μεγάλους, και μόνο στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αν κρίνω απ’ το πώς εφαρμόστηκε ο θεσμός στον Δήμο Λαρισαίων. Είχε ξεκινήσει, τότε, ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα 18μηνης διάρκειας για απόκτηση εμπειρίας και για κάθε συγκρότημα σχολείων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Δήμου Λαρισαίων είχαν προσληφθεί χωρίς διαδικασίες ΑΣΕΠ 4 φύλακες, καμιά 65νταριά συνολικά, με σκοπό να φυλάσσουν τα σχολεία επί 24ώρου βάσεως, των Σαββατοκύριακων, των εορτών, των αργιών και διακοπών μη εξαιρουμένων. Εφοδιασμένοι μόνο με κινητό τηλέφωνο και φακό, συμμορφούμενοι σε ειδικό καθηκοντολόγιο και ελεγχόμενοι απ’ τους υπευθύνους του προγράμματος δεν είχαν άλλα δικαιώματα παρά μόνο την αποζημίωση με 205.000 δραχμές τον μήνα.
Επειδή κατά τη διάρκεια του 18μήνου, όσα σχολεία φυλάσσονταν, είδαν θεαματικά αποτελέσματα, η εκπαιδευτική αλλά και η σχολική κοινότητα στο σύνολό της ζήτησαν και πέτυχαν την παράταση του θεσμού με ίδιους πόρους του κράτους. Δεν πέτυχαν, όμως, παρά την πίεση που άσκησαν, τη γενίκευσή του για όλα τα σχολεία της χώρας παρά μόνο τη συνέχιση του προγράμματος μ’ όσους φύλακες αρχικά προσελήφθησαν.
Με τον καιρό και επειδή άρχισαν να παρουσιάζονται κρούσματα βίας και καταστροφές από εξωσχολικούς και σε Δημοτικά σχολεία, μια που παρά τις πιέσεις δεν αυξάνονταν ο αριθμός των φυλάκων, άρχισε η μείωση του αριθμού των φυλάκων και από 4 να γίνονται 2, ενώ όσοι περίσσευαν, τοποθετήθηκαν στα Δημοτικά, ένας ή το πολύ δύο στο καθένα. Αυτό είχε ως αποτελέσματα να μην καλύπτονται τα σχολεία επί 24ωρου βάσεως όλο το χρόνο παρά μόνο τις εργάσιμες μέρες και μόνο για ένα ή δύο οκτάωρα τη μέρα, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη φύλαξη των σχολείων.
Προϊόντος του χρόνου προέκυψε ο νόμος Παυλόπουλου, έγιναν και οι σχολικοί φύλακες αορίστου χρόνου δημοτικοί υπάλληλοι βελτιώνοντας έτσι τη θέση τους, χωρίς όμως να διευρυνθεί ο θεσμός και να βελτιωθεί παράλληλα η φύλαξη των σχολείων της χώρας. Τολμώ να πω, μάλιστα, ότι σιγά-σιγά άρχισαν να εμφανίζονται προβλήματα στη συνεργασία διευθυντών σχολείων και ορισμένων φυλάκων, μια που οι φύλακες δεν ελέγχονταν και δεν λογοδοτούσαν στο διευθυντή και στο σύλλογο διδασκόντων αλλά στον αρμόδιο διευθυντή του Δήμου και το καθηκοντολόγιο παρέμενε το ίδιο, χωρίς να εμπλουτισθεί με καθήκοντα, που οι νέες συνθήκες απαιτούσαν.
Ο γράφων, που τα έβλεπε όλα αυτά, πρότεινε κατά καιρούς, πριν ξεσπάσει το μνημονιακό τσουνάμι, και σε φύλακες και σ’ άλλους αρμόδιους, η φύλαξη να ξεκινά μετά τη λήξη των μαθημάτων, ν’ αλλάξει το καθηκοντολόγιο και να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα υπαγόμενοι οι φύλακες κατευθείαν στο διευθυντή του σχολείου και στο σύλλογο διδασκόντων και να υπάρξει φροντίδα να μετεξελιχθούν είτε σε υπαλλήλους γενικών καθηκόντων είτε σε επιστάτες σχολείων, μια που και ο θεσμός αυτός τείνει προς εξαφάνιση, αφού εδώ και δεκαετίες δεν έχει γίνει ούτε μία πρόσληψη νέου επιστάτη. Δεν εισακούσθηκε, όμως, από κανέναν.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες οι σχολικοί φύλακες αποδείχθηκαν ο αδύνατος κρίκος και αντιμετωπίσθηκαν απ’ την κυβέρνηση με το γνωστό τρόπο, χωρίς να καταφέρουν να κερδίσουν στον επιθυμητό βαθμό τη στήριξη της σχολικής κοινότητας και της κοινωνίας γενικότερα. Απ’ την πλευρά μου εύχομαι, ωστόσο, και ελπίζω, οι υποσχέσεις που έλαβαν απ’ τους αρμόδιους της κυβέρνησης για μετακίνησή τους σ’ άλλες υπηρεσίες, που δεν έχουν προσωπικό, να αποδειχθούν αληθινές, γιατί οι απολύσεις και η ανεργία είναι το χειρότερο κακό, που μπορεί να προκύψει σε κάθε εργαζόμενο.