Από τον Μιχαήλ Γκρίλλα
Το τελευταίο βιβλίο (Απρίλιος 2013) του καθηγητή Χρήστου Ροζάκη για την περιώνυμη «Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και το Διεθνές Δίκαιο» έρχεται να φωτίσει στον κατάλληλο χρόνο, ένα πολύπλοκο και σύνθετο ζήτημα, του Διεθνούς Δικαίου, το οποίο έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία για τη χώρα μας, μετά την ανακάλυψη των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου, στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου (Κύπρος – Ισραήλ) και των ισχυρών πλέον ενδείξεων ότι τέτοιου είδους κοιτάσματα, υπάρχουν και στη δική μας περιοχή (Ιόνιο – Ήπειρος – Κρήτη – Αιγαίο κλπ.).
Στο βιβλίο αυτό ο κ. καθηγητής, εκθέτει με καθαρούς επιστημονικούς όρους, με μια νηφάλια σκέψη και ανάλυση του πολύπλοκου αυτού ζητήματος, για να καταλάβει ο καθένας μας, τι πραγματικά συμβαίνει και αυτό το χρόνιο πρόβλημα, εξακολουθεί να παραμένει άλυτο, εδώ και 40 χρόνια και έχει φέρει τουλάχιστον δύο φορές, την πατρίδα μας και την Τουρκία, στα πρόθυρα του πολέμου (Μάρτιος 1987 – Ιανουάριος 1996 Ιμια).
Μέσα από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, προκύπτει ότι τέτοιου είδους προβλήματα, δεν επιλύονται, με μονομερείς αποφάσεις ή με εθνικοπατριωτικές κορώνες και παλικαρισμούς, που έχουν ως στόχο την εσωτερική πολιτική κατανάλωση, αλλά με αυστηρή τήρηση των διεθνών κανόνων δικαίου, σε συνεννόηση και με συνεργασία πάντοτε, με τις γειτονικές μας χώρες.
Ενώ η ανακήρυξη της ΑΟΖ αποτελεί αναμφισβήτητο, κυριαρχικό δικαίωμα, του παράκτιου Κράτους απαιτείται όμως παράλληλα και διαπραγμάτευση, με τα παρακείμενα Κράτη, στην περίπτωση, που η μεταξύ τους, θαλάσσια απόσταση, δεν υπερβαίνει τα 400 ναυτικά μίλια (ΝΜ) και τούτο, γιατί το εύρος, για κάθε χώρα της ΑΟΖ, είναι 200 ΝΜ και ένεκα τούτου, στην περίπτωση της χώρας μας, αναφύονται ποικίλα τοπικά προβλήματα, που μόνο με διαπραγματεύσεις επιλύονται ή με από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή σε εσχάτη περίπτωση ακόμα και με πόλεμο.
Σε ό,τι αφορά στο Αιγαίο, λόγω των εξαιρετικά μικρών αποστάσεων και των νησιών μας, δεν τίθεται πρακτικά θέμα ΑΟΖ, καθώς ή όποια εκμετάλλευση, του υπεδάφους του, καλύπτεται πλήρως από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, στην οποία σε αντίθεση με την ΑΟΖ τα δικαιώματα σε αυτήν υπάρχουν, αυτοδικαίως και εξ υπαρχής (ipso Facto και ab initio, για τους νομικούς). Καλό θα είναι και για τις δύο χώρες, ύστερα μάλιστα, από σαράντα ολόκληρα χρόνια, συνεχών διαπραγματεύσεων, να καταλήξουμε με την Τουρκία, επιτέλους σε μια συμφωνία, χωρίς νικητές και ηττημένους. Λύση δηλαδή θετικού αθροίσματος.
Όσοι ανεύθυνα κραυγάζουν και ωρύονται ότι εδώ και τώρα, η μονομερής ανακήρυξη της ΑΟΖ, στο Αιγαίο, θα λύσει αυτόματα και ανώδυνα, υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, το χρόνιο αυτό πρόβλημα, όχι μόνον δεν γνωρίζουν τις βασικές διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου, αλλά δεν αντιλαμβάνονται κιόλας ότι, μια τέτοια εκ μέρους μας, ενέργεια, θα προκαλέσει σίγουρα, ακόμα μια περιττή και αδικαιολόγητη, με την Τουρκία κρίση, τη στιγμή μάλιστα, που συνεχίζονται και δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα, οι διαπραγματεύσεις με αυτή, για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Αλλά και στο Ιόνιο και νοτίως της Κρήτης, που εκτιμάται ότι, υπάρχουν πλούσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων και αερίου, για τους ίδιους λόγους (θαλάσσιες αποστάσεις είναι μικρότερες των 400 ΝΜ), δεν αρκεί μια απλή μονομερής ανακήρυξη της ΑΟΖ, αλλά απαιτείται και εδώ διαπραγμάτευση, με τις γειτονικές μας χώρες, για την τελική οριοθέτησή της. Με την Ιταλία υπάρχει σχετική συμφωνία από το 1977, για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αλλά όχι όμως και για την ΑΟΖ. Με την Αλβανία έχει υπογραφεί, μεταξύ μας από το 2009, σχετική συμφωνία, για την οριοθέτηση Θαλασσίων Ζωνών «πολλαπλών χρήσεων», αλλά το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας αυτής, έκρινε αυτή άκυρη και έκτοτε παραμένει αυτή, σε εκκρεμότητα. Σε ό,τι αφορά στη Λιβύη και την Αίγυπτο, οι έως τώρα μεταξύ μας διαπραγματεύσεις, δεν απέδωσαν γιατί και οι δύο χώρες ζητούν να εξαιρεθούν (Γαύδος - Σχίζα - Στροφάδες - Σαπιέντζα - Χρυσή - Κουφονήσι) Λιβύη και (Καστελόριζο - Στρογγύλη) για την Αίγυπτο.
Αυτά σε γενικές γραμμές, γιατί εάν διαβάσει κανείς προσεκτικά το διαφωτιστικό αυτό βιβλίο, τότε θα καταλάβει ότι, τα πράγματα δυσκολεύουν κάπως για το Καστελόριζο, όπου στο σημείο αυτό, ενώνονται οι ΑΟΖ της Ελλάδος - Κύπρου - Τουρκίας - Αιγύπτου) σε ένα τετραεθνές στίγμα και δίδει στη χώρα μας, ΑΟΖ 22.000 τετρ. χλμ. όσο είναι η Πελοπόννησος και η Τουρκία ερμηνεύοντας διαφορετικά το Διεθνές Δίκαιο, αυτό δεν το δέχεται και ζητά να εξαιρεθεί το νησί μας, από τις διαπραγματεύσεις, πράγμα, που εμείς κατηγορηματικά με τη σειρά μας απορρίπτουμε και έτσι καρκινοβατούν, οι όποιες συζητήσεις γίνονται.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε μελετώντας αυτό το βιβλίο ότι, η σύμβαση του Μοντέγο Μπέι (Τζαμάικα 1982), για το Δίκαιο των Θαλασσών, την οποία η χώρα μας, την έχει υπογράψει και επικυρώσει, σε αντίθεση με την Τουρκία, που αρνείται πεισματικά να πράξει τούτο, γιατί, δεν τη συμφέρει, ενώ την πατρίδα μας, την ευνοεί στα περισσότερα σημεία. Δίδει σε όλα τα νησιά μας, ανεξαρτήτως μεγέθους, αρκεί να κατοικούνται και να έχουν οικονομική δραστηριότητα, δικαιώματα ΑΟΖ. Καταρρίπτονται έτσι οι ισχυρισμοί της Τουρκίας ότι, τα νησιά μας, επικάθονται, στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας και ως εκ τούτου στερούνται δική τους. Ουδαμού δε και σε καμία περίπτωση δεν συσχετίζεται η υφαλοκρηπίδα των νησιών με τις αντικείμενες ακτές γειτονικών χωρών. Αναγνωρίζει με νομολογίες, που έχουν προκύψει από σχετικές αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων Χάγης και του Αμβούργου, ότι όλα τα νησιά ακόμα και οι βραχονησίδες δικαιούνται εύρος χωρικών υδάτων 12 ΝΜ, πράγμα, που η Τουρκία μας απειλεί ως γνωστόν, με casus belli (αιτία πολέμου), εάν επεκτείνουμε, τα χωρικά μας ύδατα, πέραν των 6 ΝΜ, που είναι σήμερα.
Με 6 ΝΜ χωρικά ύδατα, στη χώρα μας ανήκει το 35% του Αιγαίου και στην Τουρκία το 8,9% κάτι, που αποδέχεται και ουδέποτε το έχει αμφισβητήσει μέχρι σήμερα η γειτονική μας χώρα. Με 12 ΝΜ χωρικά ύδατα, που νομικά τουλάχιστον, μας εξασφαλίζει αυτοδικαίως το Δίκαιο των Θαλασσών του 1982, με τις ενσωματωμένες σε αυτό νομολογίες, το 35% γίνεται 64% (Ελλάδα) και το 8,9% γίνεται 10% (Τουρκία). Ας τα έχουν αυτά υπόψη τους ιδιαίτερα, όσοι εντελώς επιπόλαια και ανεύθυνα παίζουν με τα εθνικά μας θέματα, εκτοξεύοντας συνεχώς σχετικές κατηγορίες, για εθνική προδοσία και άλλα πολλά, για τη δημιουργία, μόνο και μόνο εντυπώσεων στο εσωτερικό ακροατήριο και να μην επιτρέπουν, τελικά να δημιουργηθεί ένα κατάλληλο κλίμα για τις αναγκαίες, όπως προκύπτει, διαπραγματεύσεις με τους γείτονές μας.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα ως χώρα, που δηλώνει την προσήλωση της, στο Διεθνές Δίκαιο, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική, όχι μόνο στο να το επικαλείται σταθερά, αλλά και να προσπαθεί, να το εφαρμόσει, ακολουθώντας τις ερμηνείες του, που ευθυγραμμίζονται, με το γράμμα του Διεθνούς Δικαίου, που έχουν υιοθετηθεί, από τη διεθνή πρακτική και αντανακλώνται, στην πλούσια νομολογία, των διεθνών δικαστηρίων, που κατά βάση τη δικαιώνουν σε όλα σχεδόν τα σημεία.