(Δραματική ιστορία κοινωνικού προβληματισμού)
Του Νίκου Μπέτσιου, υποστράτηγου ΕΛ.ΑΣ. ε.α.
Η σύζυγος είχε πλέον βεβαιωθεί, μετά τις συνεχείς διαρροές χρημάτων από το οικογενειακό ταμείο και μετά από παρακολούθηση της κατάστασης, διαπίστωσε με οδυνηρή έκπληξη, ότι ο αγαπημένος σύζυγός της είχε κρυφές ομοφυλοφιλικές σχέσεις με άνδρα νεαρής ηλικίας, τον οποίο «έβλεπε» σε διαμέρισμα της πόλης που είχε μισθώσει ο ίδιος στο όνομα του νεαρού. Το σοκ ήταν ιδιαίτερα σκληρό για τη γυναίκα που έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της και η οποία μέχρι πρότινος δεν μπορούσε να το διανοηθεί ούτε στους χειρότερους εφιάλτες της, αφού ήταν ένα μυστικό πολύ καλά κρυμμένο από τον σύζυγό της και αφού επιφανειακά ο ίδιος δεν έδινε κανένα δικαίωμα υποψίας.
Τα δύο τους παιδιά ήταν στην εφηβική ηλικία και ήταν περήφανα για τον πατέρα τους, ο οποίος τύγχανε κοινωνικής και οικονομικής διάκρισης στην τοπική κοινωνία. Σκέφθηκε κατ’ αρχάς να του μιλήσει η ίδια, η οποία ήταν μία έξυπνη και καλλιεργημένη προσωπικότητα, αλλά κατάλαβε ότι μάλλον θα χειροτέρευε τα πράγματα και ότι δεν θα επιτύγχανε κάτι, αφού το πιθανότερο θα ήταν να διαλυόταν η οικογένεια, με θύματα τα παιδιά τους.
Έτσι μετά από ώριμη σκέψη, πήρε τη δύσκολη απόφαση και απευθύνθηκε σε στενό οικογενειακό τους φίλο, ο οποίος ως εκ της ιδιότητάς του είχε άποψη και επιστημονική γνώση και στον οποίο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη ότι δεν θα διέρρεε το «ένοχο» μυστικό. Στη μυστική συνάντησή τους, αφού του εξιστόρησε την όλη κατάσταση, του ζήτησε τη βοήθειά του, για να σώσει το σπίτι της.
Ο φίλος της, της γνώρισε ότι την ίδια σε προσωπικό επίπεδο θα μπορούσε να τη στηρίξει ψυχολογικά, αλλά δεν θα μπορούσε να βοηθήσει περισσότερο, αν το θέμα έπαιρνε τυχόν διαστάσεις. Τότε της συνέστησε να επισκεφθεί τον αστυνομικό διοικητή, λέγοντάς της ότι οι αξιωματικοί της αστυνομίας έχουν πείρα από τέτοιου είδους καταστάσεις, γιατί υπηρεσιακά έχουν ασχοληθεί με πολλά και διάφορα κοινωνικά περιστατικά, είναι εχέμυθοι και κυρίως ο αξιωματικός θα φέρει πιθανότατα αποτέλεσμα.
Με το θάρρος και την ελπίδα αυτή, επισκέφθηκε το γραφείο του διοικητή και του εξήγησε κλαίγοντας την όλη κατάσταση. Ο διοικητής την άκουσε με προσοχή, την καθησύχασε και της έδωσε συμβουλή να κρατήσει την αυτοκυριαρχία της, ούτως ώστε να μην αντιληφθούν την αλλαγή στη συμπεριφορά τα παιδιά της, που ήταν και σε μία κρίσιμη ηλικία. Της έδωσε κουράγιο, με την υπόσχεση ότι θα βοηθήσει στο σοβαρό οικογενειακό ζήτημα που προέκυψε σαν ατομική βόμβα, για να μην διαλυθεί η οικογένεια. Πραγματικά την επόμενη ημέρα κάλεσε στο γραφείο του υπό εχεμύθεια, τον σύζυγο. Αυτός στην αρχή αρνήθηκε τα πάντα. Υπό το βάρος όμως των αποκαλυπτικών λεπτομερειών, κατάλαβε ότι το «απόκρυφο μυστικό», «έσκασε» και πλέον εμφανίσθηκε ως «δήμιος», απειλητικό για την προσωπική και κοινωνική του υπόσταση και κύρια ως καταστροφικό για μια -κατά τα άλλα-, ευτυχισμένη και καταξιωμένη οικογένεια στον κοινωνικό της περίγυρο.
Παραδέχθηκε τα πάντα με λυγμούς και εκμυστηρεύτηκε στον διοικητή ότι από το ένα μέρος του εαυτού του κυριαρχούσε το πάθος του και από την άλλη μεριά, τον τρόμαζαν και τον παρέλυαν οι εκβιασμοί και απειλές του νεαρού, ότι έχει στοιχεία που τον «δένουν» και ότι «θα τον δώσει στεγνά», αν σταματήσει τη σχέση τους και τη χρηματοδότησή του και ότι θα τον καταστρέψει κοινωνικά και προσωπικά με διασυρμό. Υπό το «άχθος» όλων αυτών και προκειμένου να ικανοποιεί την «αδυναμία» του εξαναγκάζονταν να υποκύπτει στους εκβιασμούς του. Κάποια στιγμή είπε στον διοικητή. «Κύριε διοικητά, δεν αντέχω άλλο αυτόν τον εξευτελισμό, έγινα κουρέλι, δεν θέλω να διασυρθώ μπροστά στη γυναίκα μου και προπάντων στα παιδιά μου, πως θα τα κοιτάξω στα μάτια και τι θα τους πω; Πώς θα ξαναδούν τον πατέρα τους, όπως τον ήξεραν; Θα αυτοκτονήσω, ναι θα το κάνω, θα αυτοκτονήσω, δεν έχω άλλη επιλογή, πρέπει να πληρώσω, είμαι ανάξιος, θα αυτοκτονήσω...».
Ο Διοικητής, του έδωσε θάρρος και κουράγιο για να τον βοηθήσει ψυχολογικά, γιατί έβλεπε ότι πλέον είχε μπροστά του ένα ψυχικό ερείπιο, του τόνωσε το ηθικό και του έθεσε το ερώτημα. «Συγκρίνεις τα παιδιά και την γυναίκα σου που κάποτε είχες ερωτευθεί, με έναν επαγγελματία εραστή, ο οποίος μόλις σε βαρεθεί και τακτοποιηθεί καλά οικονομικά, θα σε αδειάσει σαν τσουβάλι; Ζύγισέ τα και απάντησέ μου.
- Τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου κύριε διοικητά, τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου.
- Έτσι είναι το σωστό, όσο για τον νεαρό, θα κοιτάξω να σε ξεχάσει.
Χωρίς χρονοτριβή, καλεί στο γραφείο του τον νεαρό. Ο νεαρός στην αρχή δεν δέχθηκε και αμφισβήτησε τα καταγγελλόμενα σε βάρος του, ισχυριζόμενος ότι αυτά είναι προσωπικά θέματα της προσωπικής του ζωής... Ο διοικητής κατάλαβε αμέσως ότι ο νεαρός «είχε βολευθεί» με την «άρρωστη» αυτή κατάσταση που εκμεταλλεύονταν και τότε αλλάζοντας «ρότα» του τόνισε με έμφαση ότι αν δεν δώσει τέλος «εδώ και τώρα» στην ιδιότυπη ομηρεία του εκβιαζόμενου προσώπου, γιατί καταστρέφει μία οικογένεια, του διαμήνυσε, ρισκάροντας: «Πολύ καλά, αφού κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις, καλώ τώρα τον αξιωματικό υπηρεσίας και σου περνάει χειροπέδες, συλλαμβάνεσαι για εκβίαση, απειλή κ.λπ. «Τότε ο νεαρός άλλαξε αμέσως στάση και έδωσε τη διαβεβαίωση υποσχόμενος ότι θα δώσει τέλος στη σχέση αυτή και ότι θα κρατήσει το μυστικό αυτό μακριά από κάθε δημοσιότητα, αφού κατάλαβε ότι τα πράγματα τώρα «γύρισαν» σε βάρος του.
Πραγματικά το μυστικό κρατήθηκε «μυστικό» για πάντα. Η οικογένεια παρέμεινε ενωμένη, τα παιδιά -αγνοώντας το τρομερό μυστικό-, συνέχιζαν να είναι περήφανα για τον πατέρα τους, η τοπική κοινωνία της περιοχής εκτιμούσε την προσωπικότητά του, ενώ η σύζυγος στάθηκε «στο ύψος των περιστάσεων» και το εσωτερικό της τραύμα στα ενδόψυχά της, ίσως να «επουλώθηκε από τον γιατρό χρόνο». Ο σύζυγος επανήλθε στη φυσιολογική του ζωή, άγνωστο βέβαια αν οι «ερινύες τον καταδίωκαν»...