* Του Πάνου Ανάργυρου
Ισως να φταίει που ο περισσότερος κόσμος δεν έχει λεφτά για κάτι ακριβότερο και το ‘χει ρίξει στη φαγοποτοθηρία. Ισως πάλι να φταίνε και οι αμέτρητες εκπομπές μαγειρικής και οι άλλες τόσες συνταγές που κατακλύζουν τα αυτάκια μας και τρώνε τα σωθικά μας μέχρι σώνει και καλά να τις υλοποιήσουμε, έτσι σαν όαση στην έρημο του στομαχιού μας.
Δεν μπορώ αλλιώς να εξηγήσω (μην παίρνετε όρκο) αυτό που συνέβη ένα καλοκαιριάτικο πρωινό σε κεντρικό σούπερ - μάρκετ του Πλαταμώνα, όπου στο ράφι υπήρχε μόνο ένα φαγώσιμο που δύο «κυρίες» μανιωδώς αναζητούσαν. Τα κοσμητικά επίθετα βροχή και σεβαστή δεν έγινε ούτε η ηλικία της μιας ούτε η προχωρημένη εγκυμοσύνη της άλλης.
Ξέρετε καλά πως υπάρχουν άνθρωποι που οργιάζουν με ρούχα - ασχέτως του αν θα τα φορέσουν ποτέ - ή με αυτοκίνητα χιλιάδων ευρώ, που καίνε δύο εμιράτα βενζίνη το χιλιόμετρο. Και φυσικά να μην ξεχνάμε τους γκατζετάκηδες που ξεροσταλιάζουν μπρος στην ψηφιακή ταμπλέτα. Εγώ, ωστόσο, ως άνθρωπος, πρόθυμο θύμα κάθε πρωτόγνωρου εδώδιμου, που δεν έχει διαβεί τον καταπιόνα μου, παθαίνω αυτόν ακριβώς τον ντουβρουτζά όταν βρίσκομαι σε μεγάλο σούπερ - μάρκετ: Θολώνει το μάτι, τα θέλω όλα και τελικώς καταλήγω στο ταμείο καρδιοπαθής, διότι δεν ξέρω αν θα μου φτάσει το κατοστάρικο ή αν η κάρτα είναι τιγκαρισμένη.
Ομως ας ξετυλίξουμε το μίτο αυτού του παθολογικού καταναλωτισμού που ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του γράφοντος, τότε που το σύνθημα «καλύτερα να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω» ακουγόταν από τυχερούς γονείς με φαγανά παιδάκια.
Καταρχάς να πω ότι η Λάρισα των αρχών του ’80 έμοιαζε περισσότερο με την Ελλάδα του ’50 από όσο με τη σημερινή. Σ’ ό,τι αφορά τα ψώνια βολευόμασταν με παραδοσιακά μπακάλικα, με τετράδιο για το βερεσέ και ζυγαριές παλιού τύπου. Στη γειτονιά μας, στην Κουμουνδούρου, είχαμε δύο μπακάληδες ή μάλλον έναν μπακάλη κι έναν μεγαλομπακάλη, αλλά η μαμά προτιμούσε τον regular μπακάλη διότι ο άλλος σου χτυπούσε στην προπολεμική μηχανή καλούδια που δεν είχες αγοράσει, σ’ έκλεβε στο ζύγι και στα ρέστα.
Τα χρόνια πέρασαν οι Μαρινόπουλοι, οι Βερόπουλοι, Μασούτηδες και Βασιλόπουλοι πλήθυναν, αλλά το μεγάλο πατατράκ - δεν θα το ξεχάσω ποτέ - συνέβη στα φοιτητικά μου χρόνια, όταν άνοιξε το μεγαλύτερο σούπερ - μάρκετ στην ιστορία της Θεσσαλίας το θρυλικό «Continet». Το πώς δεν υπήρξαν θύματα τη μέρα των εγκαινίων είναι ένα θαύμα, διότι θυμάμαι όλη μα όλη την πατρίδα μου να ξεχύνεται με λύσσα άνευ προηγουμένου στους κατάμεστους από ξένες λιχουδιές διαδρόμους, με συνέπεια ότι στο τέλος περιμέναμε γύρω στις δύο ώρες στην ουρά για να πληρώσουμε.
Ωστόσο, μέσα σ΄ αυτό το κλίμα μετασοσιαλιστικής υστερίας, περιπλανιόμασταν σε μια κατάσταση που συνδύαζε βαθύ κώμα και κρίση μαζοχισμού. Ηθελα να τα πάρω όλα, τα γιαουρτάκια με μύρτιλο, τα πατέ, τα μπριος και τα 100 είδη σοκολάτας, που σε πιάνει το «τσιρλιό» που πάθαιναν οι κακαομανείς στις αποικίες.
Εκτοτε πέρασαν χρόνια, γίναμε Ευρωπαίοι (και καλά!) και ζήσαμε την εποχή αγελάδων που ήταν τόσο παχιές, που τις στέλναμε να βάζουν δακτύλιο. Και ταξιδέψαμε σ΄ άλλα μέρη, φτάσαμε σε παρισινές μπουλανζερί και στον όροφο με τα τρόφιμα των Galeries Lafayette. Και πάντα ο ουρανίσκος μας ζούσε με την προσμονή του αδοκίμαστου και ποτέ δεν χόρταινε. Ούτε και θα χορτάσει. Γιατί ξέρετε τι κατάλαβα; Δεν υπάρχει τέλος στις ηδονές, ούτε στο τζάνκι των σούπερ - μάρκετ, ούτε στα παγωτά με υπογραφή Παρλιάρου.
Και να ‘στε βέβαιοι πως έτσι και τρακάρουμε κάπου και στο ράφι υπάρχει μόνο ένα φαγώσιμο που και οι δύο αναζητάμε, δεν πρόκειται να σεβαστώ τίποτε. Γιατί στον πόλεμο και στο σούπερ - μάρκετ, όλα επιτρέπονται.