Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Ο Αντώνης Σαμαράς επεχείρησε, κατά τη διάρκεια της επισκέψεώς του στις ΗΠΑ και στη συνάντηση που είχε με τον Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, να δώσει την εικόνα μιάς «άλλης Ελλάδος», η οποία, ως φαίνεται, ξαναμπαίνει στο ραντάρ των Αμερικανών (διότι έχουν προκύψει προβλήματα στην ΝΑ Μεσόγειο, τα οποία δοκιμάζουν τις συμμαχίες της Ουάσιγκτον στην περιοχή) αλλά παρά ταύτα δεν μπορεί να αποκρύψει την έντονη ανησυχία και την αγωνία του για τις εξελίξεις στο οικονομικό και το κοινωνικό πεδίο.
Εξελίξεις οι οποίες μπορεί να απειλήσουν τη σταθερότητα της δικομματικής κυβερνήσεως της οποίας ηγείται, τα ανωτέρω δε συναισθήματά του (τα οποία προφανώς δεν αφορούν την κοινωνία, αφ’ ης στιγμής συνεχίζεται η τυφλή υποταγή στις μνημονιακές επιταγές, έστω κι αν αυτές, κατά κοινή ομολογία, δεν βγαίνουν) δεν αρκούν για να αποκρύψουν ένα άλλο συναίσθημα, που είναι ο φόβος του μήπως υποχρεωθεί να οδηγηθεί στις κάλπες.
Ενδεικτικά τονίζεται πως η εφημερίδα «Wall Street Journal» αναφορικά με τη συνάντηση του Προέδρου Ομπάμα με τον Α. Σαμαρά σημειώνει ότι η Ουάσιγκτον ελπίζει να συνεχίσει χωρίς εσωτερικά προβλήματα η ελληνική κυβέρνηση για αρκετό καιρό, προκειμένου να υλοποιήσει το οικονομικό πρόγραμμα που απαιτείται και επισημαίνει ότι αν καταρρεύσει η κυβέρνηση των Αθηνών, θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν οι μελλοντικές πληρωμές των δόσεων και να προκληθεί οικονομικός τυφώνας στην Ευρωζώνη και αυτό θα έβλαπτε την αμερικανική οικονομική ανάπτυξη, αφού η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ.
Επισήμως ο πρωθυπουργός μπορεί να δηλώνει πως δεν είναι στους σχεδιασμούς του οι πρόωρες εκλογές (ταυτόχρονα, όμως, αφήνει κι ένα ορθάνοιχτο παράθυρο για τη διεξαγωγή τους, όταν σημειώνει πως δεν είναι διατεθειμένος να δεχθεί εκβιασμούς) μπορεί την ίδια στιγμή (αυτό κι αν είναι αντιφατικό) η απειλή της προσφυγής στις κάλπες επισείεται προς τους βουλευτές της ισχνής κυβερνητικής πλειοψηφίας (προκειμένου να ψηφίζουν όλα τα μνημονιακά νομοθετήματα, τα οποία έχουν επιβάλλει οι δανειστές) ωστόσο, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι μια εκλογική αναμέτρηση μπορεί να υπάρξει και να επιβληθεί από τα ίδια τα πράγματα, αφού το success story δεν υπάρχει, ούτε φυσικά έχει «περάσει» στην κοινή γνώμη, οι δε τροϊκανοί συνεχίζουν να πιέζουν ακόμη και για νέα μέτρα.
Αυτά, όμως, τα πιθανά νέα μέτρα, τα οποία θα (πρέπει να) καλύψουν το δημοσιονομικό κενό των περίπου 11 δισ. ευρώ (για το 2014 – 2015) είναι εξίσου βέβαιο ότι δύσκολα θα περάσουν από την παρούσα Βουλή, προς τούτο δε η κυβέρνηση αφενός μεν προσπαθεί να επιβάλλει σιδηρά πειθαρχία στους βουλευτές της, αφετέρου δε (και για το φόβο των Ιουδαίων…) έχει προχωρήσει στην περαιτέρω υποβάθμιση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και κυβερνά, ερήμην της Βουλής, μέσω προεδρικών διαταγμάτων ή και πράξεων νομοθετικού περιεχομένου για κρίσιμα ζητήματα, όπως η κατάργηση δημοσίων οργανισμών και οι απολύσεις υπαλλήλων.
Σημειώνεται ότι την ίδια στιγμή τα ανοιχτά μέτωπα είναι πολλά, καθώς παρά την καταγραφόμενη διάσταση απόψεων ως προς την αντιμετώπιση της κρίσεως μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον, η κυβέρνηση εξακολουθεί να βρίσκεται στη μέγγενη των πιέσεων της Τρόικας για την εκπλήρωση των λεγόμενων προαπαιτουμένων για τη χορήγηση των επομένων δόσεων των δανείων (κινητικότητα, απολύσεις, επίτευξη φορολογικών και δημοσιονομικών στόχων) και φυσικά της κοινωνικής και πολιτικής κοπώσεως, την οποία προκαλεί η συνεχής λήψη μέτρων και η απειλή ανοίγματος πρόσθετων πληγών, όπως είναι η άρση της αναστολής των πλειστηριασμών για την πρώτη κατοικία, κάτι που, ήδη, έχει συναντήσει (αν μη τι άλλο σε επίπεδο ρητορείας) την αντίδραση εκ μέρους και βουλευτών της πλειοψηφίας.
ΠΑΤΑΓΩΔΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑ
Το περιβάλλον εντός του οποίου κινείται η κυβέρνηση συνεχίζει να μοιάζει με κινούμενη άμμο, παρά τα λόγια συμπάθειας και τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη που δέχεται η Αθήνα από τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους, η δε πιθανότητα αστάθειας στη χώρα, όσο κι αν επιχειρείται (από εγχώρια και διεθνή ΜΜΕ) να συγκαλυφθεί, δεν είναι εύκολο να αποκρυβεί, καθώς ακόμη κι ο Υπουργός των Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας έχει δηλώσει πως το πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό, δηλαδή παραδέχεται ότι υπάρχει ζήτημα πολιτικής σταθερότητας.
Η παταγώδης αποτυχία των πολιτικών επεκτατικής λιτότητας έχει βάλει την Ελλάδα σε ένα μονοπάτι χειρότερο από αυτό της Μεγάλης υφέσεως, στο οποίο οι ΗΠΑ και υπόλοιπος κόσμος βάδισαν μετά το κραχ του 1929, τονίζει μελέτη του Οικονομικού Ινστιτούτου Λεβί, περιγράφοντας το ναρκοθετημένο έδαφος στο οποίο βαδίζει η χώρα και προτείνει ως διέξοδο ένα «μέτριο σχέδιο Μάρσαλ», μεγέθους 30 δισ. ευρώ.
Το Ινστιτούτο εκτιμά πως «δεν υπάρχει από πουθενά φως», δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η αυτή η καταστροφική πορεία θα αναστραφεί, μια πορεία η οποία είναι αποτέλεσμα «μιας ανόητης πολιτικής, που βασίζεται σε μια σαθρή οικονομική πολιτική, η οποία προβάλλει την επεκτατική λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, ως την καλύτερη συνταγή για τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη σε χώρες με μεγάλα δηλαδή δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη όπως η Ελλάδα».
«Με την ανεργία να βρίσκεται τώρα πάνω από το 27% - μια ξεκάθαρη ένδειξη της αποτυχίας της Τρόικας να προβλέψει τις επιπτώσεις των πολιτικών της με ακρίβεια - είναι εντυπωσιακό ότι οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ συνεχίζουν να ζητούν τα ίδια και περισσότερα», τονίζουν οι συντάκτες της μελέτης.
ΝΕΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ «ΚΟΥΡΕΜΑ»;
Εξ άλλου, τον κίνδυνο να ληφθούν νέα μέτρα, αν δεν εφαρμοστούν οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις», επισείει προς την κυβέρνηση των Αθηνών ακόμη κι αυτό το ΔΝΤ (ομολογώντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς την παταγώδη αποτυχία των συνταγών που επέβαλε) θέτει εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και ταυτόχρονα ζητεί, με τελεσιγραφικό τρόπο, από την Ευρωζώνη να επιλύσει τον Σεπτέμβριο το πρόβλημα του χρηματοδοτικού κενού του 2014 – 2015 (ύφους αθροιστικά περί τα 11 δισ. ευρώ) και συνεπώς να επισπεύσει «τα μέτρα ελαφρύνσεως του χρέους», κάτι το οποίο αρνείται πεισματικά η Γερμανία.
Το ΔΝΤ τονίζει πως αν η κυβέρνηση δεν βελτιώσει το ταχύτερο δυνατό την αποτελεσματικότητα του φοροελεγκτικού μηχανισμού, τότε θα πρέπει να προχωρήσει σε επώδυνες περικοπές δαπανών το 2014 , την ίδια δε στιγμή έχει δώσει «γραμμή» ώστε να λάβουν μόνιμο χαρακτήρα τα διάφορα χαράτσια, που έχουν επιβληθεί στην ελληνική οικογένεια και αυτό παρά τις διαψεύσεις του Γιάννη Στουρνάρα.
Εξ άλλου, η γαλλική εφημερίδα «Le Soir» σημειώνει τη δυσαρέσκεια που υπάρχει στους κόλπους του ΔΝΤ, καθώς ορισμένες χώρες, κυρίως της Λατινικής Αμερικής, επικρίνουν ανοιχτά το πρόγραμμα της λεγόμενης «ελληνικής διασώσεως» και τονίζει πως «οι αναδυόμενες οικονομίες δυσκολεύονται εδώ και καιρό να «καταπιούν το γεγονός ότι οι πόροι του Ταμείου χρησιμοποιούνται για την υποστήριξη χωρών, οι οποίες ναι μεν αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αλλά ανήκουν σε μία από τις πλουσιότερες περιοχές του κόσμου».
Επίσης, ο διάσημος Αμερικανός οικονομολόγος Τζέημς Γκαλμπρέιθ εκφράζει ανοιχτά τον φόβο ότι η Ελλάδα «δεν θα τα καταφέρει» και ζητεί από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις «να αλλάξουν πορεία, διαγράφοντας μέρος του ελληνικού χρέους, μεριμνώντας για τις ελληνικές τράπεζες, εφαρμόζοντας αναπτυξιακά μέτρα και διασφαλίζοντας τους αδυνάτους».
Υποστηρίζει ότι η Ευρώπη «βρίσκεται πιο κοντά στην κατάρρευση παρά στην λύση» και προειδοποιεί για τον κίνδυνο αποσταθεροποιήσεως ολόκληρης της Ευρωζώνης, «αν η Ελλάδα υποχρεωθεί να την εγκαταλείψει».
«Αρκεί να ταξιδέψει κανείς στην Ελλάδα, για να καταλάβει πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση», τονίζει και αναφέρεται στην «τρομερά υψηλή ανεργία των νέων, αλλά και στην εικόνα των ηλικιωμένων που ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό».
«Εκατομμύρια άνθρωποι κατρακυλούν, το σύστημα υγείας καταρρέει. Βιώνουν μια κοινωνική κρίση, όπως την ξέρουμε μόνο σε αναπτυσσόμενες χώρες. Κι αυτό συμβαίνει στην καρδιά της Ευρώπης. Για μένα είναι σαφές ότι η Ευρώπη πρέπει να ανησυχεί πολύ. Φοβούμαι ότι η Ελλάδα δεν θα τα καταφέρει. Η χώρα κυβερνάται άσχημα, τα ελλείμματα μεγαλώνουν, οι ελίτ προσπαθούν να πλουτίσουν ακόμα περισσότερο. Ακόμα και η ελληνική πολιτική έχει χάσει προ πολλού τις ελπίδες της», προσθέτει.
Ο Τζέημς Γκαλμπρέιθ αναφέρεται στη δράση στην Ελλάδα «μιας γραφειοκρατίας», υπό την έννοια, όμως, μιας πολύ μικρής ομάδας πολύ πλούσιων ολιγαρχών και κάνει λόγο για «πολύ παράξενα πράγματα»: «Το 40% των αγροτικών εκτάσεων έχουν υποθηκευτεί σε μία και μοναδική τράπεζα, η οποία ιδιωτικοποιείται. Αν υπάρξει κρίση και δεν εξυπηρετούνται τα δάνεια, θα πάρουν υπό την κατοχή τους οι επενδυτές σχεδόν τη μισή καλλιεργήσιμη γη της χώρας. Πώς μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο;», διερωτάται, αυτό δε δεν είναι διόλου τυχαίο, αν σκεφθεί κανείς ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να άρει το μέτρο της αναστολής των πλειστηριασμών για την πρώτη κατοικία.
Και από κοντά ο «Economist» χαρακτηρίζει «όχι μόνο υπαρκτό αλλά και υψηλό», τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, λόγω «της αυξανόμενης ανεργίας, της κοινωνικής εντάσεως και της πολιτικής αστάθειας».
ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΣ
Μέσα στο κλίμα αυτό, δεν θα πρέπει να υποτιμάται (και αυτό τρομάζει την κυβέρνηση, αν σκεφθεί κανείς τις σχετικές «προειδοποιήσεις» της) ότι έχει ξεκινήσει ένας ιδιότυπος ανταρτοπόλεμος εκ μέρους κυβερνητικών βουλευτών, οι οποίοι δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος της ψηφίσεως και νέων μέτρων, πνέουν δε τα μένεα εναντίον του Γιάννη Στουρνάρα, εσχάτως δε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ εμφανίσθηκε ενοχλημένη με τον Γιάννη Μιχελάκη, ο οποίος έκλεισε τη συζήτηση περί αλλαγής του εκλογικού νόμου, μια αλλαγή την οποία, όμως, επιθυμεί διακαώς ο Ευ. Βενιζέλος.
Αρχικά είχαμε τη διαφοροποίηση δύο βουλευτών της ΝΔ, των κ.κ. Νικήτα Κακλαμάνη και Δημ. Κυριαζίδη, στην τροπολογία για τη διαθεσιμότητα των εκπαιδευτικών, διαφοροποίηση η οποία αντιμετωπίστηκε με το «μήνυμα» του Μεγάρου Μαξίμου ότι «τυχόν μελλοντική διαφοροποίηση σε ψηφοφορία σχετικά με προαπαιτούμενο θα οδηγεί αυτομάτως σε διαγραφή», μήνυμα το οποίο συνιστά σαφή προσπάθεια να επιβληθεί στρατιωτική πειθαρχία στη «γαλάζια» Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Ακολούθησε πανικός στην «πράσινη» ΚΟ, όταν η Θεοδώρα Τζάκρη δεν συμμετείχε στην ψηφοφορία για την ΕΥΔΑΠ και κατηγόρησε ευθέως τον πρωθυπουργό για «ξεπούλημα» της δημόσιας περιουσίας, αλλά παρά τις εναντίον της απειλές, ο Ευ. Βενιζέλος δεν τόλμησε να τη διαγράψει...
Η αναταραχή συνεχίστηκε με τις δηλώσεις Στουρνάρα περί κοπώσεως των βουλευτών, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν, διεμήνυσαν στο Μέγαρο Μαξίμου πως «αν δεν συμμαζέψει τον υπουργό, δεν θα περάσει κανένα νομοσχέδιο», ο δε Νικήτας Κακλαμάνης μίλησε από του βήματος της Βουλής ακόμη και για αλλαγή του Υπουργού των Οικονομικών.
Ο Γιάννης Στουρνάρας εμφάνισε, με δηλώσεις του στο πρακτορείο «Reuters», σχεδόν ρόδινη την κατάσταση στην οικονομία και περιόρισε το πρόβλημα, αλλά και τον κίνδυνο, στην «πολιτική κόπωση» των βουλευτών, αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης του απάντησε ότι «δεν υπάρχει κόπωση στους βουλευτές», ο Μάκης Βορίδης ειρωνεύθηκε τον υπουργό των Οικονομικών, λέγοντας πως «ήταν ακόμη μια ώριμη τοποθέτηση του υπουργού» και ο Λευτέρης Αυγενάκης διερωτήθηκε «μήπως οι τεχνοκράτες (εννοώντας τον κ. Στουρνάρα) παίρνουν βασιλικό πολτό και έχουν ασύγκριτες αντοχές;».
Την επαύριον αυτού του επεισοδίου, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Πάρις Κουκουλόπουλος και η ομόλογός του της ΝΔ Σοφία Βούλτεψη δήλωσαν ανοιχτά ότι δεν πρόκειται να ψηφίσουν κανένα μέτρο που θα προβλέπει την άρση των πλειστηριασμών για την πρώτη κατοικία, άποψη την οποία συμμερίζονται κι άλλοι κυβερνητικοί βουλευτές, ενώ ο πρώην Υπουργός Κώστας Σκανδαλίδης προκάλεσε αίσθηση όταν σημείωσε με νόημα ότι «θα μπορούσε να αλλάξει και ο πρωθυπουργός, αν δεν μπορεί να τα καταφέρει».
Είναι προφανές πως η πίεση που δέχονται οι βουλευτές από τους ψηφοφόρους τους, η επιδείνωση της οικονομικής καταστάσεως και ο φόβος για νέα μέτρα το φθινόπωρο (άλλωστε η «Ε» έχει μιλήσει για «άγριο Σεπτέμβριο») ίσως να αναγκάσει πολλούς εκπροσώπους του Έθνους σε αλλαγή στάσεως, με όσα αυτό συνεπάγεται.
Η ιδιότυπη ανταρσία που έχει εκδηλωθεί στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, προσώρας δεν είναι οργανωμένη, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να σχηματοποιηθεί στο προσεχές διάστημα, παρά τις προσπάθειες από τα επικοινωνιακά επιτελεία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ να αποδυναμωθούν οι όποιες φωνές αντιδράσεως.
(Το δεύτερο μέρος του άρθρου στην επιφυλλίδα της Δευτέρας 12.08.2013)