Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Δημ. Αβραμόπουλος (ο οποίος είναι ο συνδετικός κρίκος των Αθηνών με την Ουάσιγκτον και το Τελ Αβιβ και δεν τοποθετήθηκε τυχαία στη θέση αυτή, η οποία σχετίζεται με θέματα διπλωματίας και στρατηγικής, αφ’ ης στιγμής έπρεπε η θέση του υπουργού των Εξωτερικών να παραχωρηθεί στον Ευ. Βενιζέλο) επισκέφθηκε τις ΗΠΑ την εβδομάδα που πέρασε, ο δε Αμερικανός ομόλογός του Τσακ Χέηγκελ, του παρουσίασε, σύμφωνα με αποκλειστικό ρεπορτάζ στο «Βήμα», έναν οδικό χάρτη αμυντικής συνεργασίας των δύο χωρών, που προβλέπει εμβάθυνση των δυνατοτήτων της βάσεως της Σούδας και «διάθεση οπλικών συστημάτων».
Άλλωστε, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, τα γεγονότα στη Συρία, την Αίγυπτο, στο Μεσανατολικό και φυσικά στην Τουρκία, «οδηγούν τις ΗΠΑ να έχουν ως πρώτο μέλημα να σφραγίσουν την περιοχή για αποφυγή διάχυσης της κρίσης, ειδικά δε για την Τουρκία, η Ουάσιγκτον εκφράζει έντονο προβληματισμό από την απρόβλεπτη συμπεριφορά του κ. Ερντογάν τόσο έναντι του Καΐρου, όσο και έναντι του Ισραήλ» και, ως εκ τούτου, τονίζεται ο «ζωτικός» ρόλος της βάσεως της Σούδας, «αλλά και των άλλων βάσεων, με χαρακτηριστική την περίπτωση της αεροπορικής βάσης της Καλαμάτας, που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο των επιχειρήσεων κατά της Λιβύης».
Ο Δημ. Αβραμόπουλος υπογράμμισε ότι στις συνομιλίες που είχε «αναδείχθηκε ο κεντρικός, στρατηγικός ρόλος της χώρας μας στην ευρύτερη γειτονιά μας» και ακόμη ότι η Ελλάδα, «παρά και πέρα από την οικονομική κρίση, την οποία αντιμετωπίζει με σθένος, σχέδιο και αποφασιστικότητα, δεν παύει να είναι ένα σταθερός και σταθεροποιητικός παράγοντας».
Ο υπουργός πρόσθεσε ότι η Ελλάδα «μπορεί να βοηθήσει στις συλλογικές προσπάθειες που γίνονται τον τελευταίο καιρό με σκοπό να εμπεδωθεί και πάλι η ειρήνη, να οδηγηθούν οι χώρες της ευρύτερης γειτονιάς μας στον εκδημοκρατισμό, στην πρόοδο και στην ανάπτυξη», δήλωση που από την Αριστερά ερμηνεύεται ότι εμπεριέχει τον κίνδυνο ελληνικής εμπλοκής ακόμη και πολεμικές συγκρούσεις.
Ο έμπειρος αναλυτής Βίκτωρ Νέττας εξηγώντας το ξαφνικό ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για την Ελλάδα και με δεδομένο ότι μεταξύ των κρατών δεν υπάρχουν φιλίες αλλά συμφέροντα, επισημαίνει ότι «η Ελλάδα είναι όχι απλώς ένας ενεργειακός κόμβος για την Ευρώπη, αλλά υπολογίσιμος «παίκτης» στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η εκμετάλλευση όχι μόνο των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου του ελλαδικού χώρου, αλλά και των κοιτασμάτων του Ισραήλ και της Κύπρου, περνάει υποχρεωτικά από την Αθήνα. Θα εκμεταλλευθεί η Ελλάδα το πλεονέκτημα και θα αξιοποιήσει την ευκαιρία που της προσφέρεται; Χρειάζεται η χάραξη μελετημένης πολιτικής, όπως χρειάζονται και ανοίγματα προς το Ισραήλ και την Τουρκία, με την οποία ήδη υπάρχει συνεργασία για τον αγωγό φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν».
Επειδή, όμως, ο ενεργειακός τομέας σχετίζεται με την προοπτική ανακηρύξεως Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) από την Ελλάδα, ο απερχόμενος Αμερικανός πρεσβευτής Ντάνιελ Σμιθ ήταν σαφής, όταν δήλωσε πως «ναι μεν δεν αμφισβητήσαμε ποτέ το δικαίωμα της Ελλάδας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας, που απορρέει σαφώς από το Διεθνές Δίκαιο, να ανακηρύξει ΑΟΖ», αλλά οι ΑΟΖ «οριοθετούνται μεταξύ δύο κρατών και για την Ελλάδα αυτό δεν αφορά μόνο το Αιγαίο, αλλά και αλλού».
Που σημαίνει ότι «θα περιλαμβάνει συζητήσεις με χώρες, όπως η Τουρκία, η Λιβύη, η Αίγυπτος, οι οποίες είναι καθοριστικές», πρέπει δε «να γίνει από κοινού με άλλες χώρες» και συνεπώς «υπό αυτή την έννοια θεωρούμε ότι μια μονομερής ανακήρυξη ΑΟΖ μπορεί να είναι προβληματική, διότι δεν έχει ουσιαστικό νόημα εάν δεν έχει υπάρξει συμφωνία με τα άλλα κράτη».
Βεβαίως, ως προς την πρωθυπουργική επίσκεψη στον Λευκό Οίκο, υπάρχει και η «εσωτερική διάσταση», δηλαδή η ανάκλασή της στα καθ’ ημάς, στην οποία φαίνεται πως δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα η κυβέρνηση Σαμαρά, καθώς θέλει να παρουσιάσει την επίσκεψη αυτή ως στήριξη (και) των ΗΠΑ (πέραν της Ευρώπης) προς το σημερινό δικομματικό μνημονιακό σχήμα και αυτό επειδή έχει εκτιμηθεί από ορισμένους αναλυτές πως η Ουάσιγκτον μπορεί να προτιμά τον ΣΥΡΙΖΑ, εξαιτίας και της σφοδρής αντιθέσεώς του με το Βερολίνο.
Δεν είναι δε τυχαίο πως σε φιλοκυβερνητικές εφημερίδες τονίζεται συνεχώς ότι η πρόσκληση στον Λευκό Οίκο σηματοδοτεί το αυξανόμενο ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για την ελληνική οικονομία και εντάσσεται «σε ένα πλαίσιο στηρίξεως» της κυβερνήσεως, ο δε αναλυτής της «Καθημερινής» Αθανάσιος Έλις (για χρόνια ανταποκριτής στις ΗΠΑ) υποστήριξε ότι «έχει περάσει η περίοδος του «αναγνωριστικού, συγκρατημένου φλερτ» με τον Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο «μεμονωμένοι αξιωματούχοι και στελέχη κεντροαριστερών ιδρυμάτων μελετών θεωρούσαν ως «χρήσιμο πολιορκητικό κριό» έναντι της Γερμανίας και της συνταγής της λιτότητας».
Ακόμη σημείωσε ότι «τόσο στην κυβέρνηση Ομπάμα, όσο και στα σημαντικά μετριοπαθή ιδρύματα έχει δημιουργηθεί η πεποίθηση πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ξεφύγει από νεομαρξιστικές απόψεις και την πολεμική κατά των ιδιωτικοποιήσεων και των μεγάλων επενδύσεων και κατόπιν τούτου, θεωρείται μονόδρομος η στήριξη της σημερινής κυβέρνησης παρά τις επιφυλάξεις για τον «ομφάλιο λώρο» που τη συνδέει με το παλαιό, ανεπαρκές, πολιτικό σύστημα».
Ωστόσο, ο απερχόμενος Αμερικανός πρεσβευτής Ντάνιελ Σμιθ, στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή», χρησιμοποιώντας σαφείς διπλωματικές διατυπώσεις, ανέφερε ότι είναι καλό το ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ επισκέφθηκε τις ΗΠΑ, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι συνιστά «την οποιουδήποτε είδους επιβράβευση και σίγουρα όχι από την κυβέρνηση των ΗΠΑ», αλλά, εν πάση περιπτώσει, υπογράμμισε ότι «δεν εκφράζουμε προτιμήσεις προς τη μία ή την άλλη πλευρά», καθώς «εναπόκειται στον ελληνικό λαό να αποφασίζει ποιοι θα τον κυβερνούν».
«Το διαχρονικό ενδιαφέρον μας, αφορά την Ελλάδα και τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και θα εργαστούμε με οποιαδήποτε κυβέρνηση. Αλλά έχουμε καταστήσει σαφές ότι θεωρούμε πως η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και ότι πρέπει να πείσει και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των εταίρων της και των αγορών», πρόσθεσε.
Εν κατακλείδι, είναι προφανές ότι η Ελλάδα ως ένα πιόνι (με ή χωρίς εισαγωγικά στη λέξη) στο άγριο διεθνή ανταγωνισμό μεταξύ του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον, εξαιτίας της δυσμενούς οικονομικής και κοινωνικής της καταστάσεως, αλλά και με δεδομένη τη σημαντική γεωπολιτική και ενεργειακή της θέση, θα πρέπει να κινηθεί ισορροπημένα και με σύνεση, διότι, διαφορετικά, κινδυνεύει να αποδειχθεί ένα αυγό (σαν αυτά που «σπάει» η κυβέρνηση για να ... σώσει τη χώρα!) που κυλάει ανάμεσα σε μυλόπετρες και στο τέλος θα σπάσει κι αυτό.