Από τον Θρασύβουλο Καβασίδη, επίτιμο δικηγόρο
Είναι γνωστό ότι μορφή ρατσισμού συνιστά και ο αντισημιτισμός, ο οποίος είναι διαχρονικός, εκτείνεται στα περισσότερα σημεία του πλανήτη μας και είναι η αντίθεση προς την εβραϊκή φυλή, η οποία καταλήγει μέχρι και την εχθρότητα, έχει δε πολιτικό, θρησκευτικό και συναισθηματικό περιεχόμενο. Η εχθρότητα αυτή τείνει να περιορίσει την επιρροή της φυλής αυτής με τη χρήση ακόμη και εξοντωτικών μέτρων, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη (πολιτικό περιεχόμενο), ενώ με θρησκευτικό περιεχόμενο αντισημιτισμός ήταν ο διωγμός των Εβραίων που έγινε το 1492 στην Ισπανία, όπου με Διαταγή του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας εκδιώχθηκαν από τη χώρα όσοι Εβραίοι δεν ασπάσθηκαν τον Καθολικισμό. Πολλοί από τους εκδιωχθέντες εβραίους βρήκαν καταφύγιο και στη χώρα μας.
Οι ρίζες του αντισημιτισμού βρίσκονται στην περιγραφή της Βίβλου κυρίως και συγκεκριμένα στο δεύτερο βιβλίο της Πεντατεύχου, την Έξοδο. Η έξοδος των Εβραίων επί Φαραώ ήταν πράγματι διωγμός από την Αίγυπτο, γιατί θεωρήθηκαν επικίνδυνοι για τη Χώρα, λόγω του ταχύτατου πολλαπλασιασμού της φυλής αλλά και γιατί ήταν λαός προικισμένος με πνευματικές ικανότητες ανώτερες των Αιγυπτίων της τότε εποχής. Περιττό να τονιστεί ότι τα περισσότερα που περιγράφονται για πριν αλλά και κατά την έξοδο δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική.
Εδώ θα αναφερθούμε μόνο στο θρησκευτικό – χριστιανικό περιεχόμενο του αντισημιτισμού, αναλύοντας σε αδρές γραμμές, το γιατί και το πώς οικοδομήθηκε αυτός.
Το εναρκτήριο λάκτισμα του αντισημιτισμού δόθηκε από τον Παύλο, ο οποίος, ήταν Φαρισαίος και σπούδασε το Νόμο «παρά τους πόδας Γαμαλιήλ», (Πράξ. ΚΒ’ 3). Ο Παύλος ήταν φανατικός διώκτης των οπαδών του Ιησού, τον οποίο δεν γνώρισε ποτέ και ούτε άκουσε τη διδασκαλία του. Απλώς το έτος 38 μ.Χ ο Παύλος μεταβαίνοντας προς τη Δαμασκό με σκοπό να συλλάβει οπαδούς του Ιησού, ισχυρίσθηκε ότι τον κάλεσε με τη μορφή θαύματος ο Ιησούς από διώκτης να μεταστραφεί σε «Απόστολο» της νέας θρησκείας, (Πράξ. ΚΒ’ 3-10, Θ’ 1-10, ΚΣΤ’ 12-15). Να σημειωθεί ότι ο Παύλος είχε εκ γενετής και την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, μάλιστα δε διατηρούσε στενότατες σχέσεις με τη ρωμαϊκή εξουσία (π.χ. τον στωικό φιλόσοφο, συγκλητικό και παιδαγωγό του Νέρωνα Σενέκα, ετεροθαλή αδερφό του ανθύπατου Αχαΐας Γαλλίωνα), η οποία τον προστάτευε σκανδαλωδώς από την οργή των πρώην συντρόφων του Φαρισαίων, λόγω της μεταστροφής του (Πράξ. ΙΓ’ 7, ΙΣΤ’ 35-39, ΙΗ’ 12-17, ΙΘ’ 31, ΚΓ’ 12-30, ΚΗ’ 30-31). Γι’αυτό ο Παύλος συνιστά στους Ρωμαίους να υποτάσσονται στις ανώτερες κοσμικές εξουσίες, γιατί δεν υπάρχει εξουσία παρά μόνον από τον Θεό και όποιοι εναντιώνονται σ’ αυτές, εναντιώνονται στη θέληση του Θεού. Και φυσικά δεν παραλείπει να εκθέσει και τις συνέπειες της εναντιώσης αυτής! (Ρωμ. ΙΓ’ 1-7).
Εδώ συμβαίνουν σημεία και τέρατα! Πέντε χρόνια μετά την καταδίκη του Ιησού από τη ρωμαϊκή εξουσία για στάση, ο Παύλος, με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής από τους Φαρισαίους, τολμά να υποδύεται τον «Απόστολο» του κηρύγματος του «δασκάλου» του, του Ιησού, η δε ρωμαϊκή εξουσία τον υπερπροστατεύει! Γιατί; Η απάντηση είναι απλή. Ο Παύλος έχει αναλάβει να είναι ο προπομπός της αλλοίωσης του κινήματος του Ιησού, που είχε σκοπό, ως γνωστό, την πάλη κατά της ρωμαϊκής εξουσίας, του εγχώριου κατεστημένου και της πλουτοκρατίας, με απώτερο στόχο ως Μεσσίας, την απελευθέρωση του εβραϊκού λαού (Ματθ. ΙΘ’ 24, Μάρκ. Ι’ 25, Λουκ. ΙΗ’ 25). Η συμπεριφορά αυτή του Παύλου είχε τόσο θρησκευτικά όσο και πολιτικά κίνητρα και δικαιώνει τη γνώμη του Γάλλου διανοητή Roger Garaudy κατά τον οποίο «Ο Χριστός του Παύλου δεν είναι ο Ιησούς».
Μελετώντας κανείς τη δράση του Παύλου διαβλέπει με πόση μεθοδικότητα επιχειρεί να απαξιώσει τη φυλή του. Επισκεπτόμενος τους εβραίους της διασποράς τα Σάββατα στις συναγωγές τους, κάθε φορά που αντιδρούσαν στο κήρυγμά του, έβρισκε την ευκαιρία να τους επιτιμά ως γένος (πραξ. ΙΓ’ 46, ΙΗ’ 6, Α’ Κορινθ. Ι5, Ρωμ. Θ’ 31, Ι2, ΙΑ’ 1-5, Γαλ. Στ 16 κλπ). Η τακτική αυτή έθεσε γερά θεμέλια στον αντισημιτισμό την οποία τακτική ακολούθησαν οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες και κατ’ αυτό τον τρόπο εμφανίζεται το φαινόμενο «μια θρησκεία να κλέπτει μια άλλη και ύστερα να τη συκοφαντεί, να την πολεμά, να την καταδιώκει για δύο χιλιετίες», (Κ. Deschner σελ. 160).
Παράλληλα ο Παύλος με την εν γένει συμπεριφορά του λείανε το έδαφος για τη μελλοντική από – ενοχοποίηση της Ρώμης, που ήταν υπεύθυνη για την καταδίκη του Ιησού. Τη σκυτάλη αργότερα ανέλαβε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Με νόμο το φθινόπωρο του 315 απειλούσε τους Εβραίους με καύση, ενώ το 321 καθιέρωσε την αργία της Κυριακής αντί του Σαββάτου που τηρούσαν και οι Εβραίοι. Ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο της Νίκαιας (325) ο Κωνσταντίνος έστειλε επιστολή σε όλες τις Εκκλησίες της αυτοκρατορίας όπου κατάγγειλε τους Εβραίους ως «άθεους», «τυφλούς που δεν αναγνώριζαν την αλήθεια του Χριστιανισμού», «παρανοϊκούς», τους χαρακτήρισε «μισητό λαό» και «εκ γενετής τρελούς». Η είσοδος στην Ιερουσαλήμ επιτρεπόταν για τους Εβραίους μόνο μια ημέρα το χρόνο. Τους απαγόρευσε τελείως να διατηρούν δούλους, όπως οι Χριστιανοί και έτσι τους εκτόπισε από την αγροτική οικονομία. Αυτά και άλλα πολλά επαχθή μέτρα έφεραν τους Εβραίους σε απελπιστική κατάσταση. Αποτέλεσμα αυτής της αντισημιτικής συμπεριφοράς ήταν η στροφή των Εβραίων προς το εμπόριο και τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, ως μόνου τρόπου επιβίωσής των. Η ενασχόλησή τους αυτή επέτεινε και την αντισημιτική συμπεριφορά των χριστιανών, διότι οι χρηματιστές ιδιαίτερα αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη από το δανεισμό χρημάτων με υψηλό επιτόκιο και συμπεριφέρονταν για την είσπραξη των δανειζομένων κεφαλαίων με σκληρό τρόπο. Την αντισημιτική νομοθεσία του Κωνσταντίνου ακολούθησε ο διάδοχός του Κωνστάντιος (από τη δεύτερη σύζυγο του Φαύστα) καθώς και οι επόμενοι αυτοκράτορες (πλην του Ιουλιανού). Τα κατά των Εβραίων μέτρα συνοδεύονταν και από αήθεις χαρακτηρισμούς, ιδιαίτερα από τους πατέρες της Εκκλησίας. Ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει μια τέτοια ανθολογία που αναβλύζει... αγάπη προς τον πλησίον:
«Οι Εβραίοι δεν είναι ο λαός του Θεού αλλά κατάγονται από λεπρούς Αιγυπτίους. Ο Θεός τους μισεί όπως τον μισούν και αυτοί. Δεν δέχεται τις θυσίες τους, γιατί τον προσβάλλουν και μάλιστα περισσότερο απ’ ό,τι των ειδωλολατρών. Δεν κατανοούν καθόλου την Π. Διαθήκη, τη νόθευσαν και μόνον οι χριστιανοί μπορούν να την εξαγνίσουν ξανά. Οι Εβραίοι δεν είναι θρήσκοι ούτε πολιτισμένοι, είναι ο ορισμός της πονηριάς, τα τέκνα του σατανά, ανήθικοι, κυνηγούν όλες τις γυναίκες, εξαπατούν, ψεύδονται, μισούν και περιφρονούν τους μη Εβραίους (...). Οι Εβραίοι ήταν εκείνοι που σταύρωσαν το Χριστό (σσ. η πλήρης απο – ενοχοποίηση της Ρώμης). Τα Ευαγγέλια (σσ. όπως «διαμορφώθηκαν» το 331 με εντολή του Κωνσταντίνου), απαλλάσσουν τον διοικητή της Ρώμης από τις κατηγορίες και ρίχνουν τα βάρη στους Εβραίους (...) Οι Εβραίοι βασάνισαν και χλεύασαν το Χριστό και όχι οι Ρωμαίοι στρατιώτες (...). Όπως όμως σκότωσαν τον Κύριο, έτσι θα έκαναν ευχαρίστως και με όλους τους Χριστιανούς, γιατί ο Εβραίος δεν αλλάζει ποτέ». (K. Deschner σελ. 154-186). Οι εκφράσεις αυτές ανήκουν τόσο στον αγράμματο και ανιστόρητο φανατικό χριστιανό, όσο και σε άλλους υποτίθεται σοβαρούς, συνετούς και «χρυσόστομους», όπως ο Άγιος Αυγουστίνος, ο Άγιος Αθανάσιος, ο Ωριγένης, ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ο Αμβρόσιος, ο Ευσέβιος Καισαρείας της Παλαιστίνης, ο Άγιος Εφραίμ, ο Ιωάννης Χρυσόστομος κλπ.
Παρέκβαση: Με τον ΙΑ’ Κανόνα της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου επιτάσσεται κάθε ιερωμένος ή λαϊκός «να μην τρώγη τα παρά των ιουδαίων πεμπόμενα προς αυτόν άζυμα, αλλ’ ούτε όλως να φιλιώνεται με αυτούς, ή όταν ευρίσκεται ασθενής, να προσκαλή αυτούς και να δέχεται τας ιατρείας αυτών, ή όλως συλλούεται μαζί με αυτούς στα λουτρά. Όποιος δε τούτο ήθελε κάμει, Κληρικός μεν ών, να καθαίρεται, λαϊκός δε να αφορίζεται». Και ο ερμηνευτής του Kανόνα γράφει «δι’ό ο (σσ Ιωάννης) Χρυσόστομος συμφώνως λέγει να μην πηγαίνη τινάς εις ιατρούς εβραίους να ιατρεύεται», (Πηδάλιον σελ. 227). Το άκρον άωτον του ρατσισμού – αντισημιτισμού και της μισαλλοδοξίας των «Αγίων» της Στ’ Συνόδου!».
Έτσι στο εξής εξαγνίσθηκε η Ρώμη για τον θάνατο του Ιησού, η ενοχή έπεσε αποκλειστικά στους ώμους του εβραϊκού λαού και ο Χριστιανικός αντισημιτισμός θέριεψε, φθάνοντας μέχρι τις ημέρες μας. Μάλιστα το μίσος κατά του εβραϊκού λαού κατάλληλα εξαπτώμενο από δημαγωγούς έφθασε σε σημείο που να διαδίδουν ότι οι Εβραίοι χρησιμοποιούν χριστιανικό αίμα για την παρασκευή του πασχαλινού τους άρτου!
Στη χώρα μας ειδικά ο αντισημιτισμός είχε και εξακολουθεί να έχει τόσο θρησκευτικό, όσο και πολιτικό περιεχόμενο γιατί συνδέθηκε και με το σιωνισμό. Ο αντισημιτισμός όμως στην Ελλάδα δεν κατέληξε ποτέ σε συστηματικό διωγμό των Εβραίων. Αντίθετα, όταν στην κατοχή άρχισαν οι διωγμοί των Εβραίων (1943-1944) από τους κατακτητές, συστήθηκε επιτροπή με πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών, η οποία ζήτησε από τον πρόεδρο της κατοχικής Κυβέρνησης Κ. Λογοθετόπουλο να παρέμβει στις αρχές κατοχής (23 Μαρτίου 1943) για την αναστολή των διώξεων των Εβραίων.
Η απόλυτη σύνδεση όμως του αντισημιτισμού με τον σιωνισμό αποτελεί ένα τραγικό λάθος. Και τούτο γιατί ο σιωνισμός (Zionism), που ιδρύθηκε το 1890 από τον Theodor Herzl (1860-1904), είναι ένα εβραϊκό εθνικιστικό κίνημα με σκοπό τη δημιουργία στην Παλαιστίνη ενός νέου εβραϊκού Κράτους, όπου θα συγκεντρώνονταν όλοι οι Εβραίοι της διασποράς. Ο σιωνισμός δεν γεννήθηκε από τον ιουδαϊσμό αλλά από τον Ευρωπαϊκό Εθνικισμό του 19ου αιώνα και με αφορμή την υπόθεση του Γαλλοεβραίου λοχαγού Ντρέϊφους (Alfred Dreyfus 1859-1935), που συκοφαντήθηκε και καταδικάσθηκε αδίκως ως κατάσκοπος υπέρ των Γερμανών, μα στο τέλος αθωώθηκε. Μάλιστα ο ιδρυτής και θεμελιωτής του πολιτικού σιωνισμού, Herzl ήταν άθεος και δεν τον ενδιέφεραν ειδικά οι Άγιοι Τόποι. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η δημιουργία εθνικού κράτους, όπου γης. Για τον ιδρυτή του σιωνισμού ο αντισημιτισμός συνιστούσε έναν αντικειμενικό σύμμαχο διότι παρακινούσε τους συμπολίτες εβραϊκής καταγωγής να μεταναστεύουν «Οι αντισημίτες θα είναι οι καλύτεροι σύμμαχοί μας» υποστήριζε.
Κατόπιν τούτου θα πρέπει να κατανοήσουν κάποιοι και στη χώρα μας α) ότι η πλειοψηφία των εβραίων επιθυμεί την ειρηνική συμβίωση, δεν είναι δηλαδή σιωνιστές και β) ότι με τον αντισημιτισμό τους ρίχνουν νερό στο μύλο του σιωνισμού.
Βιβλιογραφία:
1. Garaudy Roger: «Ο Ισραηλινός Σιωνισμός στο Εδώλιο», εκδόσεις «Νέα Θέσις», μετ. Σ. Κουτσοπούλου, Αθήνα 2001.
2. Deschner Karl. «Η εγκληματική Ιστορία του Χριστιανισμού», εκδόσεις «ΚΑΚΤΟΣ», μετ. Ρ. Ζαρκάδη, τ. Α, Αθήνα 2004.
3. «ΠΗΔΑΛΙΟΝ» εκδόσεις Παπαδημητρίου
4. Weil Bruno, «Η Υπόθεση Ντρέιφους και το κατηγορώ του Ζολά», εκδόσεις Σπ. Δαρεμά, μετ. Π. Αργυρού, Αθήνα.