Του Γιάννη Μήτσιου
Φυσικού - Νομικού
Φτάνοντας κάποιος στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης, Τζον Κένεντυ, αντικρίζει μία τεράστια επιγραφή που γράφει: New York never sleeps (Η Νέα Υόρκη δεν κοιμάται ποτέ). Η επιγραφή δεν είναι σχήμα λόγου, είναι πραγματικότητα: Ο Αριστείδης, είναι Ελληνας ιδιοκτήτης μπακάλικου, μου έλεγε ότι ανοίγει το μαγαζί στις 6 το πρωί και το κλείνει στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Είκοσι ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα, 365 ημέρες το χρόνο. Αλλά, μαζί με τη γυναίκα του, τον κουνιάδο του και τη γυναίκα του που το δουλεύουν, μου έλεγε ότι ικανοποιούνται οικονομικά αρκετά καλά.
- Μοιραία, το γεγονός αυτό σε οδηγεί σε σύγκριση με τα ελληνικά δεδομένα. Αρκετές δεκαετίες πελατειακού και ρουσφετολογικού κράτους, με το δανεικό χρήμα να ρέει άφθονο, καλλιέργησαν στον Ελληνα πολίτη μία αντίληψη και μία νοοτροπία περί εργασίας πολύ διαφορετική εκείνης του Ελληνα μετανάστη και του Ελληνα όπως τον ήξεραν οι μεγαλύτεροι. Δεν θέλουμε να ξέρουμε, στη μεγάλη μας πλειονότητα, τι είναι δουλειά, τι είναι δημιουργία, τι είναι παραγωγή, πώς αμείβεται και από ποιον αμείβεται. Ζητούμε να έχουμε κεκτημένα και προνόμια, να παίρνουμε σύνταξη στα 42 με εθελούσια έξοδο ή με κάποια άλλη δικαιολογία, σύνταξη αναπηρική χωρίς αναπηρία, σύνταξη αντιστασιακή χωρίς αντίσταση κ.λπ.
- Ποιος μας τα οφείλει όλα αυτά; Οι υπόλοιποι, οι κυβερνήσεις, το κράτος. Τα συνθήματα που κυριαρχούν στα πανώ είναι γνωστά: Οχι στη σύνδεση της γνώσης με την παραγωγή, δικαίωμα δουλειάς για όλους, δικαίωμα «καλής» δουλειάς. Οι γεωργικές, κτηνοτροφικές και, γενικότερα, χειρωνακτικές δουλειές έχουν καταδικαστεί σε έσχατη απαξίωση. Ισχύει το αρχαιοελληνικό «πάς χειρώναξ βάρβαρος». Ποιος τη δίνει αυτή τη δουλειά; Το κράτος. Τι δουλειά είναι αυτή, ποιος την αγοράζει, γιατί οι φύλακες σχολείων και οι δημοτικοί αστυνομικοί πρέπει να είναι κάτοχοι διδακτορικών διπλωμάτων κανέναν δεν ενδιαφέρει. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος οικονομολόγος για να καταλάβει ότι καταναλώνουμε με δανεικά και όταν αυτά κοπούν απότομα η οικονομία παθαίνει ξαφνικό έμφραγμα.
- Δημιουργήσαμε μία κοινωνία της φούσκας, της αστακομακαρονάδας και της καφετέριας. Ακόμη και στον τουρισμό, τη «βαριά» ελληνική βιομηχανία, κυριάρχησε το σύνθημα «δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια των ευρωπαίων». Ουδέποτε αναλογισθήκαμε τις δικές μας ευθύνες, πάντοτε κάποιοι άλλοι ευθύνονται: Τα ντόπια και τα ξένα μονοπώλια, οι διεθνείς τοκογλύφοι, τα μνημόνια, οι σκοτεινές δυνάμεις που μας ψεκάζουν, οι πολιτικοί που εμείς εκλέγουμε, που χειροκροτούμε και πληρώνουμε συνδρομή όσοι είμαστε μέλη των κομμάτων τους κ.λπ. Φοβισμένοι, χωρίς δυναμισμό και πρωτοβουλίες, περιμένουμε το μάννα εξ ουρανού. Ο κρατικός μηχανισμός, διαβρωμένος μέχρι μυελού οστέων, είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Δεν μπορεί να εισπράξει φόρους, να βρει τις συντάξεις - μαϊμούδες, να εφαρμόσει τους νόμους.
- Το πολιτικό προσωπικό, με την αδιανόητη ανεπάρκειά του, οδηγεί τους πολίτες στη μικροδιαφθορά, στη φοροδιαφυγή, στη φυγάδευση των όποιων οικονομιών τους στο εξωτερικό. Κοινωνία και κόμματα, κατακερματισμένα και αλληλοσπαρασσόμενα, αντιμάχονται λυσσαλέα για τη διατήρηση και την απόκτηση κεκτημένων, προνομίων και την επίρριψη ευθυνών από τον ένα στον άλλο. Οι διαπληκτισμοί στη Βουλή, οι ύβρεις και οι βωμολοχίες υποκόσμου δίνουν το παράδειγμα και στους πολίτες. Τα γιαουρτώματα, οι προπηλακισμοί, οι τραμπουκισμοί και οι χυδαιότητες χαρακτηρίζουν την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα. Αυτή, η αυτοκαταστροφική ατμόσφαιρα, ζοφερή και πνιγηρή σκεπάζει βαριά τη χώρα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για την αξιοποίηση και διεθνή προβολή των παραδοσιακών αγροτικών μας προϊόντων: Το λάδι, το κρασί, τη φέτα σπάνια τα σκέφονται.
- Στο ερώτημα τί μέλλει γενέσθαι, η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αυτή η χώρα έχει χάσει τη ζωτικότητά της, την ικανότητα της δημιουργίας, της προόδου, της ανάταξης. Εχει μάθει μόνο το παιχνίδι της στασιμότητας και της διολίσθησης στον βούρκο της ακινησίας. Μιας ακινησίας με πολύ θόρυβο, με βιαιότητες και ντόρο. Και στον ορίζοντα δεν φαίνεται κάποιος ικανός να αλλάξει το παιχνίδι, να φέρει τα κάτω πάνω. Να είναι, άραγε, στραβός ο γιαλός ή μήπως στραβά αρμενίζουμε. Τις προάλλες ρωτήθηκε γι΄ αυτό ο Γενικός Γραμματέας Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης κ. Ρακιτζής και απάντησε ότι είναι θέμα νοοτροπίας των πολιτών και για να αλλάξει θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δύο γενιές. Ο ποιητής, ωστόσο, από μακριά φωνάζει: Σου στέλνω χαιρετίσματα με δύο μικρά πουλιά, λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά.