Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο
Το Σύνταγμα της χώρας μας (άρθρο 19) κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία είτε εκδηλώνεται ως ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είτε ως ελευθερία της λατρείας. Η συνταγματική προστασία της θρησκευτικής συνείδησης συνεπάγεται το δικαίωμα να πρεσβεύει ο κάθε πολίτης οποιαδήποτε θρησκεία ή να είναι άθρησκος ή άθεος, να εκδηλώνει ή να μην αποκαλύπτει τις πεποιθήσεις του, να διαμορφώνει, μεταβάλλει ή αποβάλλει αυτές, καθώς και να διαδίδει τις σχετικές με τη θρησκεία πεποιθήσεις του, προφορικώς, εγγράφως και μέσω του Τύπου. Η προστασία της ελευθερίας της λατρείας και η εξασφάλιση της ακώλυτης διεξαγωγής της εξαρτάται από ορισμένες προϋποθέσεις: α. Πρέπει να πρόκειται για γνωστή θρησκεία… Γνωστή είναι η θρησκεία που έχει φανερές δοξασίες, της οποίας τα δόγματα και οι αρχές δεν είναι κρυφές, η δε λατρεία της γίνεται δημόσια… β. Η άσκηση της λατρείας δεν πρέπει να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη… γ. Η λατρεία δεν πρέπει να ασκείται με σκοπό τον προσηλυτισμό… (Αρ. Μάνεσης. Ατομικές Ελευθερίες 1982, σελ. 254, 255). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. (Ν.Δ. - 53/1974) «1. Παν πρόσωπο δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν, αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως και θρησκείας, ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ΄ ιδίαν, διά της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενα ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία, δια την δημοσίων ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προπάσπισιν των διδικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων». Συναφώς, με το θέμα, σημειώνεται και η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 14 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του Τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του κράτους».
Από τα ανωτέρω συνάγεται η υποχρέωση του κράτους να προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία. Η παρέμβαση των οργάνων του κράτους επιβάλλεται από την αποστολή τους για την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρο 8 Ν. 2800 /2000). Ως γνωστόν το Ποινικό Δίκαιο της χώρας μας περιλαμβάνει διατάξεις για την κακόβουλη βλασφημία, την καθυβρίαση θρησκευμάτων, τη διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων, την περιύβριση νεκρών (άρθρο 198-201 Π.Κ.) και τον προσηλυτισμό (Α.Ν. 1363/38 ως αντικ. με Α.Ν. 1672/39), που στοχεύουν στην εξασφάλιση της θρησκευτικής ειρήνης, καθώς και διατάξεις που άπτονται της θρησκείας. (Αρθρο 196 Π.Κ.: Κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος, Ν. 927/1979 ως συμπ. με άρθρο 24 ν.1419/1984: Περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλεκτικάς διακρίσεις) για την προστασία της δημόσιας τάξης γενικότερα. Στις περιπτώσεις θρησκειών που προσβάλλαν τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, η παρέμβαση του κράτους είναι επιβεβλημένη και συνάδει με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους». Η υποχρέωση αυτή προβάλλει ιδιαίτερα έντονα στην εποχή μας, λόγω της δράσης νεοφανών παραθρησκευτικών ομάδων που προσβάλλουν την αξία του ανθρώπου. Η απαγόρευση του προσηλυτισμού προβλέπεται από την παρ. 2 του άρθρου 13 του Συν/τος. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται όχι μόνο κατά της επικρατούσας στη χώρα μας θρησκείας, αλλά και κατά οποιασδήποτε άλλης θρησκείας (704/1988 απόφαση Αρείου Πάγου). Η διάταξη για την απαγόρευσή του, δεν αίρει τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος διάδοσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Προσηλυτισμό με την έννοια του Συντ/τος δεν διαπράττει ούτε όποιος απλώς μεταπείθει έναν άλλο να αλλάξει θρησκευτικές πεποιθήσεις ούτε απαγορεύει το Σύνταγμα το κήρυγμα και την ιεραποστολή προς αλλοδόξους ή άθρησκους». (Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα Α΄ 1991, σ. 398). Σχετική είναι και η από 25.5.1993 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδος). Ιδιαίτερα τονίζεται ότι δεν αποτελεί προσηλυτισμό η δωρεάν διανομή εντύπων με σκοπό τη διάδοση απόψεων (25/1984 Βουλ. Συμβ. Πλημ. Εδεσσας και 189/1994 Συμβ. Πλημ. Λάρισας) και άλλες πόλεις.
Τέλος, η διανομή φυλλαδίων θρησκευτικού περιεχομένου ή δραστηριότητες ανάλογες στο δικαίωμα διάδοσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, δεν αρκούν από μόνες τους για να κινήσουν υπόνοιες εγκληματικών ενεργειών (προσηλυτισμού). Επισημαίνεται δε, η ανάγκη για συνεχή καθοδήγηση και έλεγχο των οργάνων της δημόσιας τάξης σ΄ ό,τι αφορά στην προστασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών και το σεβασμό τους κατά τη δράση καθήκοντος. Η αποφυγή προκαταλήψεων που έχουν ως αιτία το χρώμα, το φύλλο, την εθνική καταγωγή, την ιδεολογία και τη θρησκεία κ.λπ. (άρθρο 5 παρ. 3 Π.Δ. 254/2004) αποτελεί βασική αρχή και απαραίτητη προϋπόθεση της κρατικής δεοντολογίας - μέσω των αρμοδίων οργάνων της - απέναντι στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Ας μην ξεχνάμε ότι: «Η θρησκευτική ελευθερία είναι η ρίζα των ατομικών ελευθεριών. Η θεσμική κατοχύρωσή της μέσα από τις διακηρύξεις και τις διεθνείς συμβάσεις κοινωνίες της εποχής μας ο σεβασμός τα θρησκευτικής ελευθερίας, αποτελεί προϋπόθεση για την αλληλοκατανόηση των πολιτών την καταπολέμηση του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας και την κατοχύρωση της δημόσιας ειρήνης».