Από τον Τάσο Υψηλάντη
Τα τελευταία 2-3 χρόνια, έχουμε παρατηρήσει όλοι μας, τη στροφή των νέων προς τη γεωργία. Μάλιστα η στροφή αυτή εστιάζεται προς τις λεγόμενες νέες καλλιέργειες ή καινοτόμες εκτροφές. Έχουμε δει έρευνες και μελέτες που υποδεικνύουν και τη θέληση των γονιών να γίνουν τα παιδιά τους αγρότες. Έχουμε ανακαλύψει εκατοντάδες «αγροτικά» site στο διαδίκτυο, δεκάδες τεχνογνώστες της μιας ή της άλλης καλλιέργειας και εκτροφής, έκδοση «εξειδικευμένων» βιβλίων, κλπ. Και όπως κάναμε πάντοτε σαν λαός, βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος.
Η δημιουργία και συντήρηση μύθων, είναι χαρακτηριστικό του λαού μας από τα πολύ πολύ αρχαία χρόνια. Μόνο που τα αρχαία χρόνια υπήρχε και η αίσθηση του μέτρου, σε όλες τις εκφράσεις της ζωής. Οι Νεοέλληνες έχουμε χάσει πλέον εδώ και δεκαετίες το μέτρο, και αρεσκόμαστε στην υπερβολή, δημιουργώντας και συντηρώντας νέους μύθους. Πολύ φοβούμαι πως αυτή η πολυδιαφημιζόμενη στροφή των νέων στην Αγροτική Οικονομία, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια νέα υπερβολή, από ένα νέο μύθο. Δεν είναι η «στροφή» που φταίει, αλλά ο τρόπος που αντιμετωπίζεται. Όπως ακριβώς δεν είναι το κλείσιμο της ΕΡΤ που έβγαλε τον κόσμο στον δρόμο, αλλά ο τρόπος που έγινε. Πριν μερικές δεκαετίες, όταν η γενιά μου έδινε εξετάσεις να εισαχτεί στο Πανεπιστήμιο, το όνειρο των γονιών ήταν το παιδί του να σπουδάσει γιατρός – δικηγόρος – μηχανικός. Και ξόδευαν περιουσίες σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα για να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα. Σήμερα πήγαμε στο άλλο άκρο. Ξοδεύονται περιουσίες για τη μεταστέγαση από την πόλη στο χωριό και τη δημιουργία κάποιας γεωργικής εκμετάλλευσης. Λες και δεν υπάρχει μέση οδός, λες και δεν υπάρχει μέτρο.
Κανείς δεν μελετά σε βάθος τις πραγματικές συνθήκες της Ελληνικής Αγροτικής Οικονομίας, και την ικανότητα του ατόμου να προσαρμοστεί στις συνθήκες αυτές. Η Ελλάδα ήταν και θα παραμείνει για πολλές δεκαετίες ακόμα μια χώρα με μικρό κλήρο. Οι προσπάθειες αναδασμού που έγιναν στη δεκαετία του 70 και μετά, προσέκρουσαν στο βέτο τοπικών ισχυρών πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, με αποτέλεσμα η προσπάθεια να είναι ημιτελής. Το εργατικό κόστος είναι αρκετά υψηλότερο των ανταγωνιστριών χωρών. Οι αρδευόμενες εκτάσεις είναι το μικρότερο ποσοστό του συνόλου. Δεν υπάρχει ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης υδάτων. Ένα απλό παράδειγμα είναι η τριαντάχρονη προσπάθεια εκτροπής του Αχελώου για την άρδευση του Θεσσαλικού κάμπου, τη στιγμή που έχουμε το φράγμα Μέγδοβα και τον Πηνειό ποταμό, με εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού να χύνονται στη θάλασσα. Επιπλέον τα χρήματα που δόθηκαν μέσω διαφόρων διαδρομών (Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα, Πακέτα Ντελόρ, Αγροτικές Επιδοτήσεις, κλπ), για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της Αγροτικής Οικονομίας, απορροφήθηκαν από την κατανάλωση, με αποτέλεσμα τον γιγαντισμό του εμπορίου και τη συρρίκνωση του Αγροτικού Τομέα. Υπήρχαν και υπάρχουν αγρότες που απέκτησαν μεγάλη εμπειρία στις παραδοσιακές έστω καλλιέργειες, αλλά η εμπειρία αυτή δεν μεταφέρθηκε στις επόμενες γενιές, συνειδητά τις περισσότερες φορές, γιατί προτιμούσαμε να στρέψουμε τα παιδιά μας σε άλλους τομείς, με αποκαρδιωτικά πολλές φορές αποτελέσματα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η εμπειρία να μεταφερθεί σε εποχιακούς εργάτες γης, σε αλλοδαπούς εποχικούς εργαζομένους, ή χάθηκε μαζί με τους δημιουργούς της.
Από την άλλη μεριά, οι εκάστοτε εξουσίες, δημιούργησαν το πρότυπο του επιδοτούμενου ψηφοφόρου, και ο αγρότης, γεννημένος και μεγαλωμένος σε περιόδους κατοχής και εμφυλίου, το είδε σαν λύση στις οικονομικές του δυσκολίες, και το αποδέχθηκε. Για όλους αυτούς τους λόγους, ίσως και για άλλους τόσους ίσως, η αγροτική παραγωγή μειώθηκε, υπήρξε στασιμότητα στη διερεύνηση νέων καλλιεργειών και εκτροφών. Σήμερα λοιπόν δημιουργείται ένα νέο αγροτικό-lifestyle, με πολλές υποσχέσεις για λίγες ώρες δουλειάς και μεγάλες εύκολες και γρήγορες χρηματικές αποδόσεις.
Οι ίδιοι οι νέοι, μεγαλωμένοι σε ένα καθαρά αστικό περιβάλλον, δεν είχαν καμία επαφή με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Δέχονται εύκολα τις υποσχέσεις των «ειδικών» , και οι συνθήκες απόγνωσης τους μετατρέπουν σε εύκολα θύματα, ωραίων υποσχέσεων. Ας σκεφτούμε λοιπόν και ας προβληματιστούμε πριν αποφασίσουμε να ασχοληθούμε.
Α) Ποιο είναι το κρίσιμο μέγεθος της γεωργικής εκμετάλλευσής μας, ώστε να είναι βιώσιμη;
Β) Έχουμε εξασφαλίσει, ή τουλάχιστον έχουμε έρθει σε συζητήσεις και καταρχάς συμφωνίες για τη διάθεση του προϊόντος μας;
Γ) Είναι η περιοχή μας, το χώμα μας, το νερό μας, κατάλληλα για την εκμετάλλευση που σκεφτόμαστε να υλοποιήσουμε;
Δ) Ποιο είναι το πραγματικό κόστος των υλικών και μηχανημάτων που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της εκμετάλλευσής μας;
Ε) Γνωρίζουμε κάτι για την εκμετάλλευση με την οποία σκεφτόμαστε να ασχοληθούμε, και αν όχι, έχουμε βρει τρόπο να ενημερωθούμε;
Από την εμπειρία μου καταθέτω ότι η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Πρώτα λαμβάνεται η απόφαση ασχολίας με κάποια γεωργική εκμετάλλευση και κατόπιν ακολουθεί η απάντηση των υπολοίπων ερωτημάτων. Στον χώρο μου, τον χώρο της σαλιγκαροτροφίας, ακολουθείται ακριβώς η πιο πάνω αναφερόμενη τακτική. Το αποτέλεσμα; Το 60-70% των εκτροφέων, σταματά τη δραστηριότητά του μετά τον δεύτερο χρόνο. Γιατί; Διότι δεν ακολουθήθηκαν οι επιχειρηματικοί κανόνες. Οι υπόλοιποι όμως που ασχολούνται σοβαρά, επαγγελματικά, με μεράκι, με υπομονή και επιμονή, ακολουθούν μια σταθερά επιτυχημένη και ανοδική πορεία.
Η λύση είναι η συνεργασία, η δημιουργία ομάδων παραγωγών ή συνεταιρισμών. Η πιστοποίηση του προϊόντος, η ευρηματική και πρωτοπόρα σχεδιαστικά τυποποίηση. Οι νέοι που κάνουν τη μεγάλη στροφή στην Αγροτική Οικονομία, μπορεί να έχουν έλλειμμα εμπειρίας, αλλά διαθέτουν μόρφωση, ικανοποιητική γνώση των νέων τεχνολογιών, και αυτά είναι τα μεγάλα όπλα τους. Μπορούν και έχουν την ικανότητα να γίνουν οι οδηγοί μιας άλλης αντίληψης. Να γίνει η νέα γενιά, η γενιά των επιχειρηματιών-αγροτών.
Η Γεωργική Οικονομία δεν είναι το νέο Eldorado, αλλά μπορεί να γίνει μια παραγωγική και αποδοτική διαδικασία, προς όφελος και των ιδίων και της Ελληνικής Οικονομίας.
Ο Τάσος Υψηλάντης είναι επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης της ΑΓΡΟΦΑΡΜΑ