Του Ηλία Κωτούλα
Κάθε χρόνο, την εποχή αυτή, ο νους μου αναγυρίζει σε μια τοποθεσία της ορεινής πατρίδας μου της Σιάτιστας, τα «Κοντολάκκια». Η ονομασία αυτή, αποδίδει με πληρότητα το είδος της τοποθεσίας, γιατί είναι γεμάτη από μικρούς λάκκους, που όλοι μαζί συνενώνονται σ΄ ένα βαθύ ρέμα που καταλήγει στον ποταμό Αλιάκμονα.
Το μέρος αυτό είναι γεμάτο με παλιούρια, που οι Σιατιστινοί τα έκοβαν και τα κουβαλούσαν με τα μουλάρια, για να καίνε οι νοικοκυρές τους φούρνους. Μια χρονιά βρέθηκα κι εγώ με το θείο μου το μπάρμπα Θωμά, που κρατούσε απ΄ το καπίστρι, ένα εύσωμο μουλάρι, και το φώναζε Αράπη, γιατί ήταν κατάμαυρο.
Ο θείος μου το αγαπούσε ιδιαίτερα, γιατί το καημένο είχε καταρράκτη και δεν έβλεπε καλά. Το ΄πιανε κοντά απ΄ το καπίστρι και το οδηγούσε, μιλώντας του χαϊδευτικά σα να το ΄χε παιδί του. Ελα Αράπη μου, του ΄λεγε, εδώ έχουμε εμπόδιο. Σήκωσε λίγο τα μπροστινά σου πόδια, κι εκείνο καταλάβαινε κι εκτελούσε με ακρίβεια ό,τι του έλεγε ο μπάρμπα Θωμάς.
Με συγκινούσαν πραγματικά αυτές οι σκηνές και μ΄ έκαναν να νιώθω, πόση δύναμη έχει η αγάπη, που νικάει και τα πιο δύσκολα και κατορθώνει τα ακατόρθωτα. Όλα τα ζωντανά τ΄ αγαπούσαν στο σπίτι του μπάρμπα Θωμά. Θυμάμαι είχαν μια αγελαδίτσα που τη φώναζαν Μαγιούλα, γιατί γεννήθηκε μήνα Μάη. Και την αγαπούσαν σαν κόρη τους. Πολλά πήρα και πολλά διδάχθηκα από το σπίτι αυτό, που πήγαινα συχνά και έμενα μέρες, γιατί η γυναίκα του μπάρμπα Θωμά ήταν αδερφή της μάνας μου.
Όταν γέρασε ο Αράπης και ήταν αδύναμος για δουλειά, τον είχαν σε μια άκρη, στο μεγάλο αλώνι. Εκεί τον τάιζαν και τον περιποιούνταν μέχρι την τελευταία του στιγμή. Πολλές φορές όταν πήγαινα στη θεία μου, του έδινα κι εγώ λίγο ψωμί με το χέρι μου και ένιωθα τη μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να νιώσει ένα μικρό παιδί.
Μικρός τότε τα τύπωνα όλα, όσα ζούσα και η αγάπη αυτή, όλων των σπιτικών της θείας μου προς τα ζώα, μιλούσε μεσ΄ στην καρδιά μου, και πολλές φορές αυθόρμητα σιγοτραγουδούσα. «Ποτέ δεν θα πειράζω τα ζώα τα καημένα…».
Λυπούμαι πραγματικά τα σημερινά παιδιά που δεν μπορούν να ζήσουν τέτοιες στιγμές και στερούνται τη φύση μ΄ όλα τ΄ αγαθά της.
Λίγα έχουν την τύχη να έχουν εξοχικό, τα περισσότερα κλεισμένα στα φροντιστήρια, στα ινστιτούτα των ξένων γλωσσών, στα κουμπιούτερς και το διαδίκτυο.
Ξενυχτούν ανεξέλεγκτα με καταστρεπτικές συνέπειες. Που ακούμε και διαβάζουμε κάθε μέρα.
Μπορεί η ιστορία του Αράπη σε πολλούς να φανεί αστεία. Οσοι όμως είδαν τα χαρούμενα προσωπάκια απ΄ τα παιδιά και τα εγγόνια τους, όταν τους δίνουν την ευκαιρία να ταΐσουν με τα χαράκια τους πουλάκια και ζωάκια, τότε θα νιώσουν την αξία αυτών που γράφω και θα φροντίσουν να τους δίνουν ευκαιρίες πιο συχνά, για να ζουν τις όμορφες αυτές στιγμές.
Η αγάπη αυτή και η συμπεριφορά του μπάρμπα Θωμά και της οικογένειάς του προς τα ζώα κρατούσε φαίνεται από παλιά. Διηγούνται πως ο προππάπος τους ο Δήμος, αγαπούσε τόσο πολύ τον γάϊδαρό του που όταν τον ανέβαινε καβάλα, έπαιρνε αυτός το αλέτρι στους ώμους του για να μην τον κουράζει.
Δεν ξέρω αν αυτό είναι παρμένο από τον Χότζα. Πάντως, λεγόταν. Η ιστορία αυτή του Αράπη, με συγκινούσε χρόνια πολλά κι ήθελα να τη γράψω, γιατί όταν ο μακαρίτης ο πατέρας μου πολεμούσε στο μέτωπο της Αλβανίας, ο μπάρμπα Θωμάς με τον Αράπη μας έφερνε ξύλα συχνά. Το ΄χα τάμα να το γράψω και το γράφω, γιατί τα χρόνια έφυγαν και φοβούμαι μήπως δεν βγω συνεπής στον λόγο και την υπόσχεσή μου και εκτεθώ.