Του Δημήτρη Καλογιάννη, δασκάλου
Συμπληρώθηκαν φέτος 70 χρόνια από τότε που έγινε η αποκαλούμενη μάχη της Σπηλιάς, τότε που δυνάμεις ανταρτών του ΕΛΑΣ δέχθηκαν την προδοτική επίθεση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής και των ντόπιων συνεργατών τους. Μια μάχη που έγινε στις 26 Μαρτίου του 1944.
Είχε προηγηθεί ένα μήνα περίπου πριν, η σπουδαιότερη ίσως αντιστασιακή επιχείρηση της περιοχή μας. Στις 23 Φεβρουαρίου 1944 το Μηχανικό του Ολύμπου, αντάρτικο σώμα που είχε ειδικευτεί σε σαμποτάζ, με τη βοήθεια των Άγγλων και με πρωτεργάτη τον επιφανέστερο μπουρλοτιέρη της περιοχής μας, τον καπετάνιο του Αντώνη Αγγελούλη, γνωστό και ως Βρατσάνο, ανατίναξε μέσα στα Τέμπη, την υπ’ αριθμ. 53 αμαξοστοιχία που μετέφερε Γερμανούς στο Ανατολικό μέτωπο. Η ανατίναξη αυτή προκάλεσε στις γερμανικές δυνάμεις μεγάλες απώλειες. Τετρακόσιοι πενήντα Γερμανοί νεκροί και 250 τραυματίες. Οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν αξιωματικοί.
Στην ανατίναξη αυτή, οι Γερμανοί αντέδρασαν με μαζικά αντίποινα. Εκτέλεσαν στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά» στη Θεσσαλονίκη 60 Λαρισαίους κρατούμενους και άλλους 40 στη Λάρισα, στο λόφο πίσω από το αντιαεροπορικό.
Οι Γερμανοί, όμως, δεν αρκέστηκαν σ’ αυτά τα αντίποινα. Επιζητούσαν με κάθε τρόπο εκδίκηση και εξόντωση του Μηχανικού Ολύμπου.
Λίγο αργότερα τους δόθηκε η ευκαιρία για εκδίκηση όταν πληροφορήθηκαν ότι αντάρτες του ΕΛΑΣ και του Μηχανικού Ολύμπου βρισκόταν εκείνες τις ημέρες στη Σπηλιά και ανηφόρισαν προς τα κει.
Οι αντάρτες ενημερώθηκαν για την κίνηση των Γερμανών από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ του Πουρναρίου και έστησαν ενέδρα για να χτυπήσουν τους Γερμανούς. Τους περίμεναν όλη τη νύχτα μέσα στη χιονοθύελλα αλλά αυτοί δεν φάνηκαν. Λόγω της κακοκαιρίας αλλά και από μια πληροφορία που έφτασε στις αντάρτικες δυνάμεις ότι οι Γερμανοί ματαίωσαν την αποστολή τους λόγω των καιρικών συνθηκών, οι αντάρτες θεώρησαν την ενέδρα άσκοπη και αποσύρθηκαν και πάλι προς τη Σπηλιά.
Οι αντάρτες είχαν καταλύσει στο σχολείο του χωριού και στο εκκλησάκι του Αϊ - Γιάννη. Άλλο ένα τμήμα τους βρισκόταν στον Άι - Λια πάνω από το «Κουρί». Όλοι τους προσπαθούσαν να στεγνώσουν και να ξεκουραστούν μετά την άκαρπη ενέδρα τους.
Οι Γερμανοί βοηθούμενοι από τους συνεργάτες τους αλλά και από τις άσχημες καιρικές συνθήκες, την Τρίτη 26 Μαρτίου 1944, έφθασαν στη Σπηλιά, κατά τις 11.30 περίπου το πρωί κι έστησαν τα πολυβόλα τους χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.
Δυστυχώς οι αντάρτες που δεν είχαν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης αιφνιδιάστηκαν από τον εχθρό.
Τα πολυβόλα των Γερμανών άρχισαν να βάλουν. Η μάχη είχε αρχίσει.
Οι αντάρτες που βρισκόταν στο σχολείο κατόρθωσαν με μικρές απώλειες να συμπτυχθούν μέσα από μια χαράδρα πριν καταλάβει ο εχθρός. Στο εκκλησάκι όμως του Άι - Γιάννη οι υπόλοιποι αντάρτες (20 του Μηχανικού και 8 του Πεζικού) βρέθηκαν κυκλωμένοι από παντού.
Ένας Γερμανός πλησίασε τότε την πόρτα του Άι - Γιάννη και τους κάλεσε να παραδοθούν. Ένας αντάρτης που είχε δεμένο το όπλο του τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Στην πρόταση των Γερμανών για παράδοση οι αντάρτες απάντησαν με τα όπλα τους. Ένας άλλος αντάρτης έριξε μια χειροβομβίδα, τα βλήματά της όμως γύρισαν πίσω και σκότωσαν τρεις αντάρτες.
Σε λίγη ώρα η κατάσταση για τους αντάρτες του Άι - Γιάννη ήταν απελπιστική.
Τα πυρομαχικά που τους είχαν απομείνει ήταν λιγοστά. Βοήθεια δεν φαινόταν από πουθενά. Ούτε από το τμήμα του Άι - Λιά. Ομόφωνα τότε πάρθηκε η απόφαση για ηρωική έξοδο. Όλοι τους προτίμησαν τον ένδοξο θάνατο και όχι την ατιμωτική παράδοση στον εχθρό.
Ο διοικητής της ομάδας των ανταρτών του Άι - Γιάννη, ο Νίκος ο Ντάγιας, έστησε τότε το μυδράλιο του πάνω από το σκοτωμένο Γερμανό και κάλεσε τους συντρόφους του να κάνουν την ηρωική τους έξοδο.
Πρώτος πήδηξε αρπάζοντας στα έρια του ένα μυδράλιο ο ομαδάρχης τους ο Νίκος ο Πράπας. Κατά την έξοδό του τραυματίστηκε. Πίσω του ο σύντροφός του ο Απ. ο Πρίντεζης που τραυματίστηκε και αυτός αλλά κατρακυλώντας στη χιονισμένη χαράδρα κατάφερε να γλιτώσει. Ο Νίκος ο Πράπας αν και τραυματίας, γνωρίζοντας το μέρος αφού ήταν κάτοικος Σπηλιάς, κατάφερε και έφτασε στο απέναντι σπίτι που έχει σήμερα ο Δήμος Μπαλογιάννης. Από κει ρίχνοντας ριπές προς του εχθρούς προσπαθούσε να βοηθήσει τους συντρόφους του να ξεφύγουν.
Οι υπόλοιποι αντάρτες συνέχισαν να βγαίνουν από τον Άι - Γιάννη πηδώντας πάνω από τον Ντάγια και πυροβολώντας προς τον κλοιό που είχαν δημιουργήσει οι εχθροί. Αρκετοί από αυτούς αν και τραυματισμένοι, κατάφεραν να προσπεράσουν τα πρώτα σπίτια της Σπηλιάς και κατρακυλώντας στις πλαγιές και στις χαράδρες του Κισσάβου οι μισοί περίπου σώθηκαν. Τελευταίος έφυγε ο Νίκος ο Ντάγιας που χρησιμοποιώντας και χειροβομβίδες κατάφερε να ξεφύγει.
Δυστυχώς ο Νίκος Πράπας δεν στάθηκε τυχερός όπως ο Πρίντεζης, ο Ντάγιας και οι υπόλοιποι που διασώθηκαν. Έχασε τη ζωή του μπροστά από το σπίτι του Μπαλογιάννη προσπαθώντας να υπερασπιστεί τις ζωές των συντρόφων του.
Στο μεταξύ, ο υπολοχαγός Μιχ. Βασμουλάκης, που ήταν στο σχολειό είχε στείλει ήδη τον διμοιρίτη του Μηχανικού Δ. Ελευθερούλη να συνδεθεί με τη διμοιρία του Άι - Λιά. Πηγαίνει ο Ελευθερούλης στον Άι - Λιά, δεν βρίσκει κανέναν. Η διμοιρία είχε φύγει για Καρύτσα. Κατεβαίνει προς το χωράφι του Γιάννη Σχοινά, βλέπει ανθρώπους με κάπες. Του ρίχνουν και τον σκοτώνουν.
Ο Μιχ. Βασμουλάκης απεγνωσμένα αναζητά βοήθεια και πηγαίνοντας προς τα σπίτια των Καρακασαίων βλέπει και αυτός μια άλλη ομάδα από πολίτες με κάπες. Νόμισε πως ήταν Σπηλιώτες. Τον έπιασαν αιχμάλωτο. Η τύχη του ήταν λίγο καιρό αργότερα, στις 12 Μαΐου του 1944, να απαγχονιστεί ως πολίτης - όμηρος, μαζί με άλλους 23 Έλληνες πατριώτες, στο χωριό Δοξαρά της Λάρισας.
Στο μεταξύ, το εκκλησάκι του Άι - Θανάση είχαν μεταφέρει τον Χαδούλη Ιωάννου και τον κωφάλαλο Νίκο Δοξαρά. Ο Ιωάννου γνώρισε πολλούς από τους συνεργάτες των Γερμανών που ήταν από την περιοχή και άρχισε να τους λέει: γεια σου Κώστα, Νίκο, Παντελή και γι’ αυτό τους εκτέλεσαν και τους δύο.
Και άλλοι τρεις Σπηλιώτες, όμως, δεν κατάλαβαν από πού ερχόταν οι Γερμανοί και έπεσαν πάνω τους. Ηταν ο Ρίζος Παπάς, ο Γιάννης Γιαννακόςς και ο Κων/νος Κοντός.
Και οι τρεις σκοτώθηκαν.
Αλλά κι άλλοι κάτοικοι της Σπηλιάς ακούγοντας όλους αυτούς τους πυροβολισμούς, έβγαιναν από τα σπίτια τους και προσπαθούσαν να ξεφύγουν μέσα από ρέματα.
Μέσα από ένα τέτοιο σπίτι που ήταν περίπου πενήντα μέτρα πιο πέρα από τον Άι - Γιάννη, στο σπίτι του Κων/νου Στεργ. Δημητριάδη, βρίσκονται εκείνη την ώρα δέκα άτομα. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς φύγανε προς τη ρεματιά στη βρύση Μπουλοβάνα. Τα πυροβόλα όμως των Γερμανών συνέχισαν να βάζουν προς τη ρεματιά.
Από τους δέκα που βγήκαν από το σπίτι οι εφτά έπεσαν νεκροί. Έζησαν μόνο ο Κων/νος Δημητριάδης, ο γαμπρός του ο Κων/νος Ιωάν. Σάτρας και ο Χρήστος ο Τζιέρας που τραυματίστηκε.
Τα πυροβόλα του εχθρού χτυπούσαν αδιάκριτα και σκότωναν ακόμη και γυναίκες με μικρά παιδιά. Ανάμεσα στα γυναικόπαιδα νεκρή και η Φωτεινή Τζιέρα, κρατώντας στην αγκαλιά της το νεκρό σώμα της μικρής Βαγγελίτσας Τζιέρα, μόλις δύο ετών.
Τι ειρωνεία της τύχης. Είχε αρχίσει να διαλύεται η ομίχλη και να κάνει λιακάδα.
Οι Γερμανοί με τους συνεργάτες τους έφυγαν από τη Σπηλιά την ίδια μέρα νωρίς το απόγευμα, φοβούμενη μήπως ανασυνταχθούν οι αντάρτες και τους χτυπήσουν. Πήραν μαζί τους φεύγοντας τον Νικ. Κ. Ζέστα, τον Γιώργο Μαυρομάτη και τον υπολοχαγό Μιχ. Βασμουλάκη.
Φεύγοντας, οι Γερμανοί άφησαν πίσω τους συνολικά 32 νεκρούς πατριώτες, 18 αντάρτες και 14 άμαχους κατοίκους της Σπηλιάς.
Την άλλη μέρα ανέβηκαν στη Σπηλιά οι μάνες των παλικαριών που χάθηκαν και έσμιξαν τον πόνο τους με τους ντόπιους συγγενείς των θυμάτων. Κλάματα και μοιρολόγια αντιλαλούσαν στις ρεματιές και στις πλαγιές του Κισσάβου, γύρω από τη Σπηλιά, αλλά και μέσα στο χωριό.
Η θυσία των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στη μάχη της Σπηλιάς έλαμψε και συντάραξε όλους όσοι έμαθαν για αυτήν.