* Από τον Δημήτρη Τσικούρα
Όπως τόσες και τόσες αξίες εκφυλίστηκαν, στο διάβα του χρόνου, έτσι και τα ευγενικά μας ήθη, η προσωπική μας σεμνότητα, η περήφανη στάση ζωής, η άξια περηφάνια του αυτοσεβασμού μας και της αξιοπρέπειας, κατάντησαν θλιβερά φαινόμενα στην καθημερινότητά μας.
Για να συνειδητοποιήσουμε και να συναισθανθούμε την αξία μας, σαν μοναδικά ανθρώπινα πλάσματα, πρέπει να αποχτήσουμε τα αισθήματα του σεβασμού και της αξιοπρέπειας, για μια σωστή θέση στη ζωή μας. Υπάρχουν, δυστυχώς, πολύ λίγα άτομα στην κοινωνία μας που εκπέμπουν αυτό το μήνυμα. Συχνά χάνουμε την ανθρωπιά μας και νιώθουμε ενοχές για τις διαφορές μας με τους άλλους. Έχουμε πειστεί ότι μας λείπει αυτό που έχει σημασιολογική ουσία στη ζωή μας. Ελάχιστοι μας ενθαρρύνουν να δοκιμάσουμε, και να διακινδυνεύσουμε. Σπάνια μας μιλούν για την ιδιαιτερότητά μας ή μας προκαλούν να ασχοληθούμε με το θαύμα του εαυτού μας, που δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμη.
Τον τελευταίο καιρό συχνά αναρωτιέμαι: Τι να΄χει απογίνει η περηφάνια μας; Όχι η περηφάνια με την έννοια της αλαζονείας ή της υπέρμετρης υπεροψίας, άλλα το αίσθημα του αυτοσεβασμού, των ανώτερων προσδοκιών και αξιών, σε σχέση με τον εαυτό μας και μια λογική αντίληψη του εσωτερικού μας κόσμου.
Κοντά στο γραφείο μου, μένει ένας ηλικιωμένος κύριος. Περπατάει αργά και σταθερά. Ζει σ’ ένα μικρό διαμέρισμα με την οικογένειά του. Καταφέρνει κι επιβιώνει μ’ ένα εξευτελιστικό χαμηλό εισόδημα. Ωστόσο είναι πάντα χαρούμενος κι ανά πάσα στιγμή έτοιμος ν’ αφήσει οτιδήποτε κάνει, για λίγη κουβεντούλα μ’ έναν γείτονα ή περαστικό. Μπορείς να τον δεις σχεδόν πάντα, με καθαρά ρούχα της δουλειάς, να περιποιείται τον μικρό κήπο, που έχει στήσει μπροστά στο διαμέρισμά του, στον ακάλυπτο χώρο και στη βεράντα του σπιτιού του ή κρατώντας ένα βιβλίο στο χέρι. Με τα χρόνια έχει δημιουργήσει το πιο νοικοκυρεμένο και πολύχρωμο σημείο της γειτονιάς. Το’ χει ζωντανέψει με λογιών – λογιών πολύχρωμα φυτά και λουλούδια αρωματικά, γιασεμιά, κρίνους, νυχτολούλουδα, βασιλικούς και όποιο άλλο εποχιακό καλοπιστικό φυτό και λουλούδι μπορείς να φανταστείς.
Μέχρι πριν δύο χρόνια, ταξίδευα συχνά, λόγω του επαγγέλματος μου, στο Αυστροουγγαρέζικο σύμπλεγμα, στις δύο απαστράπτουσες πρωτεύουσες, τη Βουδαπέστη και τη Βιέννη. Που όποιος επισκέφτηκε ξέρει καλά, ότι οι δύο αυτές χώρες, που παλιότερα αποτελούσαν την Αψβουργική δυναστεία, έχουν μακριά παράδοση εθνικής περηφάνιας. Οι Αυστροουγγαρέζοι νοιάζονται πολύ για τις χώρες τους. Αμέτρητες φορές στήθηκα και κοίταζα ανθρώπους όλων των ηλικιών να σκύβουν και να μαζεύουν διάφορα σκουπίδια από το δρόμο και το πεζοδρόμιο ή να επιπλήττουν άλλους που βρόμιζαν το περιβάλλουν. «Εδώ είναι το σπίτι μας», λένε. «Κι αν θέλουμε να παραμείνει όμορφο, πρέπει να διατηρούμε την περηφάνια γι αυτό».
Αυτή η νοοτροπία ( όπως έγραψα άλλοτε) αντικαθρεφτίζεται στο χρόνο που αφιερώνει κάθε οικογένεια για να ομορφύνει το περιβάλλον μ’ ανθισμένες γλάστρες στα παράθυρα και διατηρώντας κήπους καθαρούς και φροντισμένους. Κι αυτό το κάνουν για τον εαυτό τους, όχι για να εντυπωσιάσουν τους τουρίστες. Το αποτέλεσμα είναι, χώρες χάρμα οφθαλμών, καθαρές, πολύχρωμες και φροντισμένες, που δείχνουν ανθρώπους αισθητικούς και περήφανους, σύγχρονους και πολιτισμένους. Εδώ στην Ελλάδα, κοιτάζω γύρω μου πολλές φορές και με πιάνει θλίψη. Βλέπω τοίχους και πλατείες παραδομένα στην καταστροφομανία και τους βανδαλισμούς. Βλέπω παλιά όμορφα κλασικά σπίτια και ολόκληρες γειτονιές εγκαταλειμμένες στη φθορά και συχνά πνιγμένες στ’ αγριόχορτα. Τα σκουπίδια συχνά σχηματίζουν λοφοειδείς σωρούς στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, στα δημόσια πάρκα και στους χώρους αναψυχής.
Αυτή η αντιμετώπιση δείχνει, ότι κάθε τι έξω από το σπίτι μας, δεν είναι δική μας ευθύνη. Αυτή είναι η συνηθισμένη σκέψη που κάνουμε. «Αφού οι άλλοι δε νιώθουν υπεύθυνοι, γιατί να νιώσω εγώ». Έτσι αφήνουμε τους δημόσιους χώρους μας να μεταβληθούν σε σκουπιδότοπους και ζούμε ανάμεσα στη χολέρα και τα σκουπίδια. Και το πιο θλιβερό στην περίπτωση αυτή, είναι ότι τα παιδιά μας, που μεγαλώνουν χωρίς μια αίσθηση περηφάνιας, προσανατολίζονται στο ν’ αποδεχτούν κι ύστερα να διαιωνίσουν αυτή την κατάσταση. Και η ίδια στάση συνεχίζεται: «Τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θ’ ασχοληθώ μ’ αυτά;».
Μικρό παιδί σαν ήμουνα, στην πατρική μου γη, ήμασταν πολύ φτωχοί, θυμάμαι. Τα ρούχα και τα παπούτσια που φορούσα, ήταν σχεδόν πάντα μεταχειρισμένα. Το σπίτι μας ήταν και είναι μια παμπάλαια μονοκατοικία στο χωριό. Ωστόσο η φουκαριάρα η μάνα μας, η πολύτεκνη, που έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή, μας κρατούσε πάντα πεντακάθαρα τα ρούχα μας, παρότι το πράσινο σαπούνι, ήταν σπάνιο είδος στο σπίτι, ήταν άφθονη όμως η κασταλαή, η στάχτη. Το σπίτι μας πάντα ήταν φρεσκο – ασβεστωμένο και τα βασιλικά μεθούσανε τη γειτονιά με τη μυρουδιά τους τα καλοκαίρια. «Δεν έχουμε πολλά» έλεγε η μητέρα μας, μα είναι δικά μας. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτά και πρέπει να τα φροντίζουμε».
Έχω ακούσει κατά καιρούς, ότι η περηφάνια για τον εαυτό μας, δεν είναι καθαυτό αρετή. Μπορεί να είναι κι έτσι. Άλλα είμαι βέβαιος, ότι είναι το έμβρυο για πολλές αναγκαίες αρετές. Μακάρι να την αποχτήσουμε κάποτε.
* Ο Δημήτρης Τσικούρας είναι λογοτέχνης, ποιητής και ιστορικός μελετητής