Από τον Αργύρη Ντόβα
Ένα αιματολογικό «test», βάσει του οποίου είναι δυνατόν να εντοπισθούν όσοι φαινομενικά υγιείς άνθρωποι διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να πεθάνουν από κάποια παθολογική κατάσταση κατά τα επόμενα πέντε χρόνια, εξαιρουμένων φυσικά των ατυχημάτων, υποστηρίζει ότι ανέπτυξε ομάδα επιστημόνων από την Εσθονία και τη Φιλανδία, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PLOS Medicine.
Οι εν λόγω ερευνητές, με επικεφαλής την Κρίστα Φίσερ του Εσθονικού Πανεπιστημίου του Τάρτου και τον Γιοχάνες Κετούνεν του Ινστιτούτου Μοριακής Ιατρικής του Ελσίνκι της Φιλανδίας, που πραγματοποίησαν τη σχετική μελέτη, πήραν δείγματα αίματος από 17.345 γενικά υγιείς ανθρώπους, ηλικίας 24 - 103 ετών. Ανέλυσαν τα δείγματα για πάνω από 100 χημικές ουσίες, τους αποκαλούμενους «βιοδείκτες », ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσαν την υγεία των συμμετεχόντων στη μελέτη ατόμων για μία πενταετία, στη διάρκεια της οποίας πέθαναν 684 άτομα από διάφορες ασθένειες.
Βεβαίως, στην ανάλυση και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, σ’ ό, τι αφορά τα επίπεδα των βιοδεικτών, καθώς και τη θνητότητα, ελήφθησαν υπόψη, τόσο η ηλικία όσο και οι έξεις και ο τρόπος του ζην, που αυξάνουν τη νοσηρότητα και τη θνητότητα (κάπνισμα, κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών κτλ).
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης, δρα Γιοχάνες Κετούνεν, βιοδείκτης είναι ένα βιολογικό μόριο, γονίδιο ή χαρακτηριστικό, που απαντάται στον ανθρώπινο οργανισμό (στο αίμα, στα υγρά του σώματος και στα κύτταρα των ιστών), το οποίο μπορεί να προσδιορίσει μία βιολογική κατάσταση ή ασθένεια και του οποίου τα επίπεδα διαταράσσονται ανησυχητικά, όταν συντρέχει κάποιο παθολογικό αίτιο. Οι εν λόγω βιοδείκτες σχετίζονται κυρίως με τη λειτουργία του ήπατος και των νεφρών, τη χρόνια φλεγμονή, τις λοιμώξεις, τον ενεργειακό μεταβολισμό και την υγεία των αγγείων του αίματος.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, αλλά και στις Βρετανικές εφημερίδες Independient και Daily Telegraph, οι επιστήμονες διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι όσοι πέθαναν κατά το χρονικό διάστημα της μελέτης, είχαν παρόμοια παθολογικά επίπεδα στο αίμα τους σε τέσσερις συγκεκριμένους βιοδείκτες: την αλβουμίνη, την αλφα-1 όξινη γλυκοπρωτεΐνη, το κιτρικό οξύ και την πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (very low density lipoprotein). Αυτή η διαπίστωση των ερευνητών αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το τεκμήριο του μελλοντικού θανάτου, ο οποίος μπορεί να επέλθει από διάφορες ασθένειες, όπως π.χ. το έμφραγμα μυοκαρδίου, το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, ο σακχαρώδης διαβήτης, το μεταβολικό σύνδρομο, η παχυσαρκία, η υπέρταση, οι διάφορες μορφές καρκίνου και ό, τι άλλο απειλεί την υγεία.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσα εκ των μελετηθέντων ατόμων είχαν το υψηλότερο συνολικό «σκορ», σ’ ό, τι αφορά τα επίπεδα των τεσσάρων συγκεκριμένων βιοδεικτών, διέτρεχαν 19 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν μέσα σε μια πενταετία σε σχέση με τα άτομα που είχαν τα χαμηλότερο συνολικό «σκορ» των εν λόγω βιοδεικτών. Μάλιστα, κατά τον πρώτο χρόνο της μελέτης, το 20 % των μελετηθέντων ατόμων, που είχαν τα υψηλότερα παθολογικά επίπεδα των τεσσάρων συγκεκριμένων βιοδεικτών, πέθαναν από διάφορες ασθένειες (κυρίως καρδιαγγειακά επεισόδια ή καρκίνο).
ΟΙ ιθύνοντες νόες, που βρίσκονται πίσω από το αποκαλούμενο «test θανάτου», δηλώνουν έκπληκτοι για την ανακάλυψή τους, για το γεγονός ότι ένα απλό αιματολογικό «τεστ» μπορεί να προβλέψει, με αρκετή επιτυχία, πόσες πιθανότητες έχει το κάθε άτομο να πεθάνει σχετικά σύντομα από μια πληθώρα εντελώς διαφορετικών νοσημάτων, παρότι μέχρι την ώρα της διαγνωστικής εξέτασης, ο εξεταζόμενος δεν παρουσιάζει κανένα κλινικό σύμπτωμα. Σχολιάζουν, μάλιστα, ότι το «τεστ», που ανακάλυψαν, απεικονίζει τελικά πόσο φθαρτός είναι ο ανθρώπινος οργανισμός.
Παρά την ανακάλυψή τους, οι εν λόγω ερευνητές δείχνουν, προς το παρόν τουλάχιστον, συγκρατημένοι και προσπαθούν να εξιχνιάσουν αν υπάρχει κάποια σχέση, που συνδέει αυτούς τους δυσοίωνους βιοδείκτες. Πιστεύουν πάντως, ότι στο μέλλον το εν λόγω «test» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εντόπιση ανθρώπων, που φαίνονται μεν υγιείς, αλλά στην πραγματικότητα έχουν σοβαρές ασθένειες και κινδυνεύουν να χάσουν τη ζωή τους πρόωρα. Στη συνέχεια, εντοπίζοντας έγκαιρα, με την κατάλληλη διαγνωστική προσέγγιση, τις ασθένειες, που έχουν προσβάλει τον οργανισμό, αλλά δεν έχουν εκδηλωθεί, οι ειδικοί θα είναι σε θέση να χορηγούν την κατάλληλη θεραπεία άμεσα, κερδίζοντας χρόνο και σώζοντας ζωές.
Σε κάθε περίπτωση, για την επιβεβαίωση της αισιοδοξίας και της πίστης των συγκεκριμένων ερευνητών, σ’ ό, τι αφορά τη σπουδαιότητα και τη χρησιμότητα της ανακάλυψής τους, είναι απαραίτητες περισσότερες μελέτες, προτού τα ευρήματα του συγκεκριμένου «test», καταστεί δυνατό να τύχουν ευρείας αποδοχής και να εφαρμοστούν στην κλινική πράξη.
Στην παρούσα φάση πάντως, το « test θανάτου » διχάζει τους επιστήμονες και προκαλεί αντιδράσεις, καθότι τα «tests», που προβλέπουν την πιθανότητα να νοσήσει κάποιος άνθρωπος από σοβαρή ασθένεια, συνήθως εγείρουν ηθικά ζητήματα. Έχουν επίσης εκφρασθεί φόβοι, σύμφωνα με διάφορα δημοσιεύματα επί του θέματος, για την τύχη των ατόμων, που έχουν στο αίμα τους αυξημένους τους συγκεκριμένους «δυσοίωνους» βιοδείκτες, σ’ ό,τι αφορά την πρόσληψή τους στην εργασία ή την ασφάλισή τους, διότι ποιος άραγε θα ήθελε να προσλάβει στην επιχείρησή του ή να ασφαλίσει έναν μελλοντικό καρδιοπαθή ή καρκινοπαθή, σύμφωνα με τους εν λόγω βιοδείκτες;
O Δρ Αργύρης Β. Ντόβας είναι τ. Διευθυντής Β’ Παθολογικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας και Παθολογικής Κλινικής ΕΣΥ Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας.