Του Φίλιππου Ζάχαρη (filippos.zaharis@yahoo.gr)
Πολύ μεγάλο το πρόβλημα με την παιδική εργασία και στην χώρα μας, παρά τις διεθνείς συμβάσεις και τις σχετικές απαγορευτικές διατάξεις. Το πρόβλημα εντάθηκε την τελευταία πενταετία λόγω της οικονομικής κρίσης, και πολλές οργανώσεις καταγγέλλουν την ύπαρξη μικρών παιδιών στους δρόμους των ελληνικών μεγαλουπόλεων που εργάζονται νυχθημερόν με διάφορους τρόπους. Και αυτό ενισχύεται από την παντελή απουσία της επίσημης Πολιτείας που κάνει πως δεν βλέπει και που όσες φορές επεμβαίνει αυτό γίνεται με λάθος τρόπο. Που είναι, αλήθεια, όλοι αυτοί οι ειδικοί και εμπειρογνώμονες επί του θέματος, όταν μικρά παιδιά προσφέρουν τις υπηρεσίες τους υπό τα όμματα εμβρόντητων πολιτών; Βέβαια, και η αδιαφορία των τελευταίων αποδεικνύεται καλός σύμμαχος στην διαιώνιση του φαινομένου. Έχει διαπιστωθεί, σύμφωνα με τα στοιχεία, ότι καθημερινά περίπου 100 παιδιά βρίσκονται σταθερά στους δρόμους των δύο μεγάλων πόλεων, Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Κατά μέσο όρο τα παιδιά εργάζονται συνεχώς από 6 έως και 12 ώρες την ημέρα. Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι κάθε χρόνο 10.000 παιδιά εγκαταλείπουν το σχολείο και μάλιστα την υποχρεωτική εκπαίδευση (Δημοτικό, Γυμνάσιο), ενώ συναντάμε περίπου 50.000 παιδιά να δουλεύουν σε εργοστάσια, χωράφια και καταστήματα. Κατά το 2013, σύμφωνα με στοιχεία των ΜΚΟ Praksis και Arsis, στη Θεσσαλονίκη εντοπίστηκαν παραπάνω από 400 παιδιά στο δρόμο ζητιανεύοντας μόνα ή με συνοδεία, πουλώντας χαρτομάντιλα, λουλούδια, παίζοντας μουσικά όργανα, μαζεύοντας παλιά σίδερα και ρούχα από τα σκουπίδια, και τέλος καθαρίζοντας τζάμια αυτοκινήτων στα φανάρια. Κατά μέσο όρο, τα παιδιά αυτά εργάζονται συνεχώς από 6 έως και 12 ώρες την ημέρα. Υπάρχουν βέβαια καταγγελίες και αστυνομικές διώξεις για την παιδική εργασία, που χωρίς όμως την απαραίτητη κοινωνική υποστήριξη, όπως αναφέρουν οι οργανώσεις, μπορεί να προκαλέσουν, μεταξύ άλλων συλλήψεις και ποινική καταδίκη των συνοδών, αλλά ακόμα και των ίδιων των παιδιών για επαιτεία, την εκ νέου επιστροφή των παιδιών στο δρόμο ή στην παραπέρα διακίνησή τους σε άλλες περιοχές ή χώρες, την παραμονή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποιο νοσοκομείο ωσότου, και εάν, βρεθεί κατάλληλη δομή για την φιλοξενία και προστασία τους, καθώς και στην βίαιη αποκοπή των παιδιών από τα αδέρφια τους και αγαπημένα τους πρόσωπα. Η καταστολή, τα αποσπασματικά μέτρα και η φιλανθρωπία, αναφέρουν χαρακτηριστικά οι οργανώσεις, δεν μπορεί να είναι το υποκατάστατο του κράτους πρόνοιας και δεν συνάδουν με τον σεβασμό της αξιοπρέπειας των παιδιών. Αυτό είναι και το πιο σημαντικό στοιχείο του θέματος που αφορά την παιδική εργασία αλλά και τις μεθόδους αντιμετώπισης του φαινομένου. Συνήθως, όπως και με άλλα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, όπως με τους άστεγους, τους τοξικομανείς ή τα εγκαταλελειμμένα παιδιά, η φιλανθρωπία είναι αυτή που προβάλλεται ενίοτε από τα ΜΜΕ και φαντάζει ως η δέουσα αντιμετώπιση των κοινωνικών αυτών προβλημάτων. Η παιδική εργασία όμως δεν αντιμετωπίζεται σε καμία περίπτωση με την φιλανθρωπία, ούτε με καταστολή χωρίς καμία κοινωνική μέριμνα. Όπως προανέφερα, με την ευκαιρία της ημέρας κατά της παιδικής εργασίας (12 Ιουνίου), τα στοιχεία για την χώρα μας δεν είναι και τόσο ενθαρρυντικά. Η Πολιτεία αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το φαινόμενο και τα παιδιά συνεχίζουν να περιφέρονται στους δρόμους κάνοντας ελεημοσύνη ή άλλου είδους δουλειές. Η 12η Ιουνίου καθιερώθηκε από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας με στόχο την καταπολέμηση της παιδικής εργασίας. Παγκοσμίως υπολογίζεται ότι εκατομμύρια παιδιά κάθε χρόνο πέφτουν θύματα εργασιακής εκμετάλλευσης. Δεν θα έπρεπε όμως να θυμόμαστε το φαινόμενο αυτό μόνο την εν λόγω ημέρα. Απλά, πρέπει να αφυπνιστούμε και να παρέμβουμε ενεργά προς την κατεύθυνση της βοήθειας των παιδιών αυτών, που στην κατά τα άλλα «πολιτισμένη Δύση», αφήνονται στο έλεος της φτώχειας και της εξαθλίωσης. Τα στοιχεία παγκοσμίως είναι συγκλονιστικά. Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στην Λατινική Αμερική και την Αφρική, όπου εκεί έχει προ πολλού ξεπεραστεί το επιτρεπτό όριο, είτε με παιδιά-στρατιώτες, είτε με παιδιά που φροντίζουν ολόκληρες οικογένειες με την εξαντλητική εργασία τους στα χωράφια και εργοστάσια. Εκεί όπου η κοινωνική αναλγησία αγγίζει τα όρια του παραλόγου.