Από τον Δημήτρη Νούλα
Η προσπάθεια του πολιτικού κόσμου της χώρας να ανακτήσει το κύρος του και να αποκαταστήσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πολίτες φαίνεται να συναντά σημαντικά εμπόδια. Αυτό καταδεικνύεται τόσο από την μεγάλη αποχή (ακόμη μια φορά) των ψηφοφόρων όσο και από τον σημαντικό αριθμό ψήφων που έλαβαν στις 18 Μαΐου οι φαιές όψεις της πολιτικής μας ζωής και οι παραφυάδες αυτών που σχετίζονται με το λαοφιλές άθλημα του ποδοσφαίρου.
Το χειρότερο βέβαια είναι η προσπάθεια προσέλκυσης για τη σημερινή εκλογική διαδικασία, τόσο από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας (Μπαλτάκος) όσο και από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ (δηλώσεις Σκουρλέτη-Σακελλαρίδη), των ψηφοφόρων της Χ.Α. χωρίς βέβαια να ταυτίζονται οι δύο αυτές περιπτώσεις. Το ακόμη χειρότερο, όμως, είναι η εκατέρωθεν (και όχι μόνο) προσπάθεια να δοθεί χαρακτήρας εθνικών εκλογών σε μια διαδικασία που στην υπόλοιπη Ευρώπη περνάει σχεδόν απαρατήρητη. Όπερ αποδεικνύει ότι σε πολλά στοιχεία μας παραμένουμε μια «ξεχωριστή» περίπτωση.
Ούτως ή άλλως. πάντως, οι σημερινές ευρωεκλογές αποτελούν την πρώτη μεγάλη αναμέτρηση μετά από τις βουλευτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 τις οποίες κέρδισαν τότε οι πολιτικές δυνάμεις που εξέπεμψαν το πιο σταθερό μήνυμα ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Στην πράξη, δηλαδή, τις εκλογές κέρδισαν τότε οι φιλοευρωπαϊκές κοινωνικές δυνάμεις της χώρας παρά τον εντεινόμενο-εξαιτίας της διεθνούς κρίσης- ευρωσκεπτικισμό.
Κι αυτό συνέβη παρότι η πλειονότητα των πολιτών δεν πίστευε και δεν πολυπιστεύει ότι τα κόμματα που φέρουν την πιο μεγάλη ευθύνη για το τραγικό κατάντημα της ελληνικής κοινωνίας (μεγάλα ποσοστά ανεργίας, άγρια συρρίκνωση εισοδημάτων, καμία, σχεδόν, επιβάρυνση προνομιούχων στρωμάτων), είναι όντως ικανά να την οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση και στην «αποθεραπεία» των πληγών που δημιουργήθηκαν στο κοινωνικό σώμα. Ειδικά όταν παρατηρούν ότι εξακολουθούν να εφαρμόζουν πολλές από τις πρακτικές του παρελθόντος.
Ωστόσο οι περισσότεροι πολίτες, ασκημένοι στην υπομονή, έδειξαν και δείχνουν ανοχή στο φθαρμένο πολιτικό προσωπικό που εξέφραζε τον εγχώριο φιλοευρωπαϊσμό πολύ δε περισσότερο που ο ΣΥΡΙΖΑ εξέπεμπε θαμπό φιλοευρωπαϊκό μήνυμα. Έδειξαν, δηλαδή, αυξημένη ωριμότητα που εκδηλώθηκε με αντίστοιχη πολιτική συμπεριφορά μη υποκύπτοντας στις σειρήνες των κομμάτων της «οργής» και προσδοκώντας να φανεί κάτι το νέο στον πολιτικό χάρτη. Κάτι το οποίο θα ήταν αξιόπιστο αλλά και πιο συμβατό με την ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας. Ανέμεναν, ίσως, και την σταδιακή «ωρίμανση» του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή, λοιπόν, η συλλογική αυτογνωσία εκπηγάζει από την οδυνηρή εμπειρία του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος κατά το οποίο όποτε κυριάρχησε ο διχασμός οι συνέπειές του υπήρξαν τραγικές και αυτό μας βοηθά να προφυλασσόμαστε σε αντίστοιχες καταστάσεις. Συμβάλλει ακόμη στο να αναγνωρίζουμε ότι ο σύγχρονος κόσμος και ειδικότερα η Ευρώπη, η οποία, εν πολλοίς, δομήθηκε, με βία και αίμα, βιώνει στους χρόνους μας ένα αναπάντεχο πείραμα ειρηνικής και δημοκρατικής διεργασίας, όπως είναι αυτό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στο οποίο είναι, εκ των ων ουκ άνευ, αναγκαίο να συμμετέχουμε.
Η επιλογή, λοιπόν, για παραμονή μας στην ενωμένη, δημοκρατική και προοδευτική Ευρώπη αποτελεί μονόδρομο περισσότερης ασφάλειας, προόδου και ευημερίας παρά τις σημερινές μας μεγάλες δυσκολίες. Γι΄ αυτό η σημερινή ψήφος των πολιτών, πέρα από την επιβεβαίωση της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης της χώρας, θα είναι και απαίτηση για την προσαρμογή της στο ευρωπαϊκό πλαίσιο με την συνέχιση προώθησης διαρθρωτικών αλλαγών στο κράτος, στην οικονομία, στην κοινωνία και στην πολιτική ώστε να γίνει η υπέρβαση της κρίσης μέσα στην Ε.Ε. και μέσα στο ευρώ.
Είναι, λοιπόν, αναγκαίο σε μια ιδιαίτερα περίπλοκη περίοδο που η Ευρώπη επιδιώκει να αλλάξει σελίδα επιζητώντας μακροχρόνια θωράκιση της ευρωζώνης που θα οδηγήσει σε μια “γνήσια” νομισματική, οικονομική και πολιτική ένωση, η χώρα μας να είναι εκεί ως ισότιμο μέλος και με τις δικές της προτάσεις. Αυτό βάζει την Ελλάδα μπροστά στην πρόκληση της προώθησης των μεταρρυθμίσεων ως προϋπόθεση για την επιστροφή στην «κανονικότητα» της χώρας-μέλους της ευρωζώνης.
Ως απάντηση σ’ αυτή την πρόκληση, ζητείται η διαμόρφωση στον πολιτικό μας χάρτη μιας νέας και καλά επεξεργασμένης πολιτικής πρότασης των δυνάμεων του εκσυγχρονισμού και των μεταρρυθμίσεων, της πραγματικής επανίδρυσης του κράτους και της ευρωπαϊκής προοπτικής με κοινωνική δικαιοσύνη. Δηλαδή των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων του μέτρου και της σωφροσύνης.
Αυτές οι δυνάμεις της σύνεσης είναι που πρέπει να κυριαρχήσουν και στο ευρωκοινοβούλιο ώστε να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά ο ευρωσκεπτικισμός που συνδέεται με την αναβίωση των εθνικισμών και ιδιαίτερα με εκείνον που «ονειρεύεται» επιστροφή στις ιδεοληψίες του πανγερμανισμού μια εκδοχή του οποίου αποτελεί και η ανάμειξη της Ευρώπης στην Ουκρανία.
Αυτή η ανάμειξη, άλλωστε, ήταν που ώθησε τον 95χρονο εμβληματικό Γερμανό πολιτικό Χέλμουτ Σμιτ σε πρόσφατη συνέντευξη στη Bild να εκφράσει την αναγκαιότητα για ένα ισχυρό ευρωκοινοβούλιο και να δηλώσει εμφατικά: «Πρέπει να γίνει “πραξικόπημα” κατά της ευρωπαϊκής επιτροπής ώστε να δοθούν ουσιαστικές αρμοδιότητες στο ευρωκοινοβούλιο και για να συμβεί αυτό απαιτείται η “εξέγερσή” του. Ώστε να σταματήσει τους αδαείς περί την εξωτερική πολιτική γραφειοκράτες της Κομισιόν (εννοεί, μάλλον, τη Γερμανία και τις επιρροές της) που ως υπνοβάτες* προχωρούν σε μια κατάσταση που όλο και περισσότερο μοιάζει με εκείνη λίγο πριν από το 1914».
Φυσικά δεν είναι μόνο η αναμφισβήτητη σοφία του γηραιού Χ. Σμίτ που πρέπει να μας προβληματίζει. Το πιο σοβαρό στοιχείο των λεγομένων του είναι ότι διατυπώνει αυτές τις απόψεις με βάση την πιθανή πρόσβασή του σε κρίσιμες πληροφορίες που τον αναγκάζουν να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Ας λάβουμε υπόψη τα λεγόμενά του και με την ευκαιρία της σημερινής εκλογής ας στείλουμε στο ευρωκοινοβούλιο ανθρώπους όλων των συνδυασμών, με γνώση και ικανότητες αλλά και με πολιτικό ανάστημα τέτοιο που να προσδίδουν στο ανώτερο αυτό πολιτικό ευρωπαϊκό όργανο κύρος αλλά και δυνατότητα να «φρενάρει» διαφαινόμενες μεγαλομανείς αντιλήψεις ίσως και πρακτικές.
Δημήτρης Νούλας, χημικός
* Ως υπνοβάτες περιγράφει τις ευρωπαϊκές ελίτ που οδήγησαν στην τραγωδία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Κρίστοφερ Κλαρκ στο ομώνυμο βιβλίο του.