Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Ένα από τα δομικά προβλήματα της Ευρώπης ήταν, τουλάχιστον μετά την περίοδο Ντελόρ, η βαθμιαία ατονία του ενδιαφέροντος των πολιτών για την τύχη της. Ικανοποιημένοι με τη νέα κανονικότητα της αγοράς χωρίς σύνορα και της εύκολης πρόσβασης των πολιτών από τη μία χώρα στην άλλη, βυθισμένοι στην καταναλωτική ευημερία που μας εξασφάλισε η ισχυρή θέση μας και επαναπαυμένοι στον κοινωνικό ρόλο του κράτους αλλά και των ευρωπαϊκών δομών για επαγγέλματα που στο παρελθόν ήταν εξαιρετικά ανασφαλή (όπως, π.χ., τα αγροτικά, τα οποία προστατεύουν ακόμα σε μεγάλο βαθμό οι λογής επιδοτήσεις), οι Ευρωπαίοι αρχίσαμε να βολευόμαστε με το οικοδόμημα και τα οφέλη του και να αφήνουμε την τύχη του και τις εξελίξεις του στη γραφειοκρατία και στους κομματικούς σχηματισμούς. Κι όσο η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία αυξανόταν, τόσο οι πολίτες απομακρύνονταν από το γίγνεσθαι της Ευρώπης.
Χρειάστηκαν να γίνουν τα πρώτα βήματα προς τη διεύρυνση και την (άρρητη, ακόμα) πορεία προς την όλο και περισσότερη ενοποίηση και, κυρίως, η δημιουργία της ζώνης του ευρώ και η ψήφιση της Συνθήκης της Λισαβόνας, για να φανεί και στην πράξη η βαθμιαία αποστασιοποίηση όλο και περισσότερων Ευρωπαίων πολιτών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποστασιοποίηση που πλέον δεν καταγραφόταν μόνο από την αδιαφορία προσέλευσης στις κάλπες (κατά τη γνώμη μου, η απολιτικοποίηση αυτού του τύπου δεν είναι υποχρεωτικά κακή, αλλά αυτό είναι θέμα άλλης, μεγάλης συζήτησης). Και χρειάστηκε η κρίση του 2008 που ξεκίνησε από την Αμερική, μετά την κατάρρευση της Λέμαν Μπράδερς, να επεκταθεί στον πυρήνα της Ένωσης, στο ευρώ, και στον αδύναμο κρίκο του όπως αποδείχθηκε, την Ελλάδα, για να αποκτήσουν όλο και μεγαλύτερη φωνή οι ευρωφοβικοί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ευρωεκλογές της μεθεπόμενης Κυριακής γίνονται στον απόηχο των συνεπειών της κρίσης και με έντονη την ευρωφοβία, η οποία πάντως δεν είναι αναντίστροφη. Η επόμενη μέρα θα δείξει αν η Ευρώπη θα μπορέσει στρατηγικά και πολιτικά να απαντήσει στην πρόκληση της καλπάζουσας παγκοσμιοποίησης και στη ζημία που επιφέρει στη γηραιά ήπειρο η ανάδυση νέων οικονομιών. Αν θα μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση και να προχωρήσει μπροστά, καταρχάς βελτιώνοντας τους οικονομικούς δείκτες και, στη συνέχεια, επιβεβαιώνοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έκαναν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής θελκτικό, την έφεση στην πρόοδο, την προστασία του περιβάλλοντος, τις πολιτικές πρόνοιας και αλληλεγγγύης, τις ελευθερίες. Αν ο φεντεραλισμός, η διεύρυνση, η προσπάθεια κατάκτησης αυτού που αποκλήθηκε από τον Χάμπερμας "ευρωπαϊκός αστερισμός" συνεχίζει να έχει δυναμική.
Για όλα αυτά, θα χρειαστεί μια νέα ευρωπαϊκή ηγεσία που δεν θα διαχειρίζεται απλώς αλλά θα εμπνέει και θα οδηγεί. Ένα νέο ευρωπαϊκό όραμα, ένας νέος στόχος προόδου, ευημερίας και ελευθερίας, για τους ευρωπαϊκούς λαούς, που θα ανασχέσει την ευρωφοβία και την επιστροφή της λατρείας στα έθνη και στις εθνικές πολιτικές. Και φυσικά, ένα νέο κύμα πολιτικοποίησης των Ευρωπαίων πολιτών, που θα αφήσει πίσω τις λαϊκιστικές και εθνοκεντρικές προσεγγίσεις των κατά τόπους ηγεσιών - η προσωπική στρατηγική ήττα των πολιτικών του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, που έχει προτάξει την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και κινδυνεύει να βρεθεί στην τρίτη θέση στις ευρωεκλογές, ενώ τα συνθήματά του έχουν λεηλατηθεί από το κόμμα του ευρωφοβικού και κατά πάσα πιθανότητα πρώτου Νάιτζελ Φάρατζ, δείχνει ανάγλυφα πόσο ανεξέλεγκτος μπορεί να γίνει ο λαϊκισμός ως πολιτική πρόταση.
Δεν είναι εύκολα ζητούμενα, για πολλούς λόγους. Πρώτον, επειδή δεν έχει διαφανεί ο ηγέτης που θα παίξει τον οραματικό ρόλο του Σπινέλι ή, έστω, του Ντελόρ, στη δύσκολη περίοδο που περνάμε. Στο κέντρο της συζήτησης για τη νέα ευρωπαϊκή ταυτότητα βρίσκονται μια καθημαγμένη, αδύναμη ως ενοποιητική δύναμη και στα πρόθυρα δομικής κρίσης Γαλλία και μια Γερμανία πολιτικά ισχυρή στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά αδύναμη να αντιμετωπίσει εντάσεις όπως αυτή που προκλήθηκε στην Ουκρανία, για λόγους που έχουν να κάνουν με το εσωτερικό της, τα συμφέροντα όχι αναγκαστικά ολόκληρης της Ευρώπης αλλά μόνο του γερμανικού έθνους (και όχι μόνο στο ενεργειακό, στο οποίο η Γερμανία είναι εξαρτημένη από τα αποθέματα της Ρωσίας).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα, ο αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής συνοχής, αδυνατεί να αποκτήσει στρατηγική σε σχέση με την Ευρώπη. Ίσως γι' αυτό κυριαρχεί η στρατηγική: ευρωεκλογές χωρίς Ευρώπη. Από μια πλευρά, λογικό: εγκλωβισμένα στις συνέπειες της κρίσης, τα κόμματα στη χώρα μας δεν έχουν την πολυτέλεια να προτείνουν στους πολίτες της απάντηση στο κοινό νέο ευρωπαϊκό όραμα. Όπως κι αν αρχίζει αυτή η συζήτηση, στο τέλος καταλήγει να αντανακλά στο εσωτερικό μέτωπο. Εκ των πραγμάτων, η εσωτερική διάσταση της πολιτικής συμφέρει τη ΝΔ, η οποία διεκδικεί την εγγύηση της πολιτικής σταθερότητας, που όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων είναι παράγων ανασυγκρότησης (μαζί, βεβαίως, με τις μεταρρυθμίσεις, που αργά και βασανιστικά επιμένουν να προσπαθούν να επιβάλουν οι δανειστές και εταίροι μας, μέσω των πιέσεων του οικονομικού ελέγχου). Συμφέρει, ενδεχομένως, και τον ΣΥΡΙΖΑ που, παρότι ο αρχηγός του είναι επικεφαλής του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, η Ευρώπη στην ουσία προβάλλεται ως το καπιταλιστικό κέντρο που ευθύνεται για την αφαίμαξή μας.
Αλλά δεν συμφέρει το ΠΑΣΟΚ. Κι όμως, ο πρόεδρός του, Βαγγέλης Βενιζέλος, συνδυάζοντας την κυβερνητική σταθερότητα με την ψήφο στο ευρύτερο, πλην πασοκοκεντρικό, σχήμα της Ελιάς, χάνει την ευκαιρία να προβάλει ως η συνεπής ευρωπαϊκή φωνή που διεκδικεί τη διεύρυνση γιατί αυτό είναι το συμφέρον της χώρας μας (και στην πράξη αφήνοντας μετέωρους αμιγώς Ευρωπαίους υποψήφιους του συνδυασμού του, όπως ο καθηγητής Παναγιώτης Ιωακειμίδης ή ο τεχνοκράτης Τάκης Αναστόπουλος).
Δεν συμφέρει τη ΔΗΜΑΡ. Κι όμως, ο δικός της πρόεδρος, Φώτης Κουβέλης, κατάφερε να την κάνει το σχήμα που διεκδικεί την επιβίωση μέσω της φιλοξενίας των υπολειμμάτων του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ.
Δεν συμφέρει το Ποτάμι. Κι όμως, αντί να τονίζει το πλεονέκτημα της εξωστρέφειας, που έχει το ψηφοδέλτιό του, ο Σταύρος Θεοδωράκης προσανατολίζεται όλο και πιο πολύ στους εγχώριους διαπληκτισμούς, συχνά για ψύλλου πήδημα (όπως η κρατική επιχορήγηση, σε κόμματα που ήδη λειτουργούν ως οργανισμοί με τη δική τους γραφειοκρατία, η οποία είθισται να πληρώνεται από το κράτος), στον αντίποδα της μοναχικής εν τέλει πορείας υποψηφιοτήτων όπως του καθηγητή Σταύρου Τσακυράκη, της καθηγήτριας Βάσως Κιντή, του Μίλτου Κύρκου, του επιχειρηματία Παντελή Αβραμίδη και τόσων άλλων.
Την ώρα της Ευρώπης, κατά συνέπεια, δεν μένει παρά στους πολίτες, ανεξαρτήτως του συνδυασμού που θα επιδοκιμάσουν, να σκεφτούν και να επιλέξουν τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο στη νέα Ευρώπη που, αν δεν υπάρξει, δεν θα δοθεί καινούργια ώθηση. Συνειδητή ψήφος: είναι το μοναδικό όπλο του συνειδητού πολίτη απέναντι σε στρατηγικές και πολιτικές κομματικών στρατών. Συχνά υποτιμάμε τη δύναμη που έχει αυτή η ψήφος.