Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Πριν από πολλά πολλά χρόνια, τη μακρινή δεκαετία του 1980, ένας παλαιός δημοσιογράφος του αθλητικού ρεπορτάζ με χριστιανική αντίληψη για τα πράγματα (με την καλή έννοια του χριστιανισμού, δηλαδή την ανυστερόβουλα ηθική) θεώρησε ότι έχει κλείσει ο κύκλος του στις εφημερίδες όπου δούλευε και, πριν ολοκληρώσει την επαγγελματική του διαδρομή, χρωστάει κάτι μεγάλο στην ελληνική κοινωνία. Υπήρξε κι ένας χρηματοδότης που δέχτηκε να μοιραστεί το όνειρό του. Οι δύο μαζί, συνεργάστηκαν να βγάλουν μια διαφορετική αθλητική εφημερίδα. Μια εφημερίδα που δεν θα επενδύει στην αντιπαλότητα και στο οπαδιλίκι αλλά θα προσπαθούσε να διαπλάσει μια νέα γενιά φιλάθλων, που δεν θα είναι έτοιμοι να πλακωθούν για το χρώμα της ομάδας τους αλλά θα αποδέχονταν, σαν φυσιολογικοί άνθρωποι, το γεγονός ότι μπάλα είναι και γυρίζει, έχει χαμένους και κερδισμένους κι ότι σημασία έχει ο αγώνας κι όχι η νίκη, όπως έλεγε κι η Γιάννα Αγγελοπούλου όταν εκπροσωπούσε τη χώρα μας ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Ο καλός εκείνος άνθρωπος, λοιπόν, έστησε την εφημερίδα του σαν μια μικρή, νοικοκυρεμένη επιχείρηση. Προσέλαβε ορισμένες πένες που κατανοούσαν τα πιστεύω του, τις πλαισίωσε και με ιδεολόγους της δημοσιογραφίας πιτσιρικάδες, έκανε και μια ακριβή διαφημιστική καμπάνια και άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα. Στα περίπτερα (δεν υπήρχε τότε ακόμα Ίντερνετ) ξεχώριζε από τις άλλες. «Λιοντάρια, ύαινες, θηρία», έγραφαν στα πρωτοσέλιδά τους οι άλλες, «Fair play» ζητούσε η καλή και αγαθή αθλητική εφημερίδα. «Φάτε τους το λαρύγγι», έλεγαν οι άλλοι, «Να νικήσει η άμιλλα» ήταν η απάντηση. Το αποτέλεσμα; Πάνω στον μήνα, η εφημερίδα του οραματιστή αθλητικογράφου εξεμέτρησε το ζην, αφήνοντας χρέη και μια πικρή αίσθηση που αφήνει πάντοτε η ήττα.
Κι ύστερα, ξέσπασε το σκάνδαλο Κοσκωτά, για να γίνει κατανοητό ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι που, όπως κάθε ανάλογο παιχνίδι, απλό ή σύνθετο, ατομικό ή ομαδικό, με τους συμβολισμούς που κρύβει τροφοδοτεί ανορθολογικά πάθη. Δεν είναι δηλαδή μια πτυχή της ζωής όπου οι άνθρωποι επιλέγουν κατά μόνας το πάθος που μπορεί να τους οδηγήσει στην τύφλωση ή στην αυτοκαταστροφή, με τον τρόπο που παρασύρεται στη δίνη της μοίρας του π.χ. ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς, ο κεντρικός ήρωας στον «Παίκτη» του Ντοστογιέφσκι. Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που, την εποχή της μαζικής κουλτούρας, μπορεί να λειτουργήσει καθοδηγητικά σε κάθε επίπεδο. Οι ακριβές φίρμες του και τα φορτισμένα σύμβολά του μπορούν να είναι ένα προπέτασμα ελέγχου και χειραγώγησης του πλήθους, άρα και πολιτικής ισχύος - στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές, μάλιστα, δυο σχήματα που διεκδικούν μεγάλους δήμους της χώρας, υπό τον κ. Μπέο τον Βόλο και υπό τον κ. Μώραλη τον Πειραιά, στηρίζονται στους οπαδούς ομάδων.
Η αλήθεια είναι ότι, στην Ελλάδα, η ισχύς που απέκτησαν διάφοροι ποδοσφαιρική παράγοντες σπανίως έφτανε μέχρι την πολιτική. Ο Κοσκωτάς που επιχείρησε να παίξει τέτοιο ρόλο παρέσυρε στη δίνη και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, με οδυνηρές συνέπειες και για τη χώρα. Έκτοτε, τα συμφέροντα ήταν περισσότερο επιχειρηματικά - και όσο πηγαίνουμε από τη μεγάλη σκηνή στη μικρότερη, στις μικρότερες κατηγορίες, παρασιτικά: στο όνομα της μπάλας, επέζησαν διάφοροι μικροί ετερόφωτοι παράγοντες, μερικοί συνεχίζουν να επιβιώνουν και παρά τη νομοτελειακή «διόρθωση» που έφερε η χρεοκοπία.
Τα χρόνια του Κοσκωτά, το όπλο του τότε ιδιοκτήτη, το επιχείρημά του έναντι της πολιτικής ήταν οι οπαδοί. Είναι πολλοί και έτοιμοι να ακολουθήσουν το αφεντικό που φέρνει τα τρόπαια. Η κατάρρευση του Κοσκωτά, άφησε τους οπαδούς οργανωμένους, διψασμένους για συμβολισμούς επικράτησης. Στην πορεία, πίσω από το χρώμα της κάθε ομάδας και τους συμβολισμούς της, οργανώθηκαν άτυπες στρατιές που, στο όνομα της ισχύος της ομάδας και της πάση θυσία επικράτησης, συμπεριφέρονταν όλο και πιο βίαια, όλο και πιο επεκτατικά. Η ταύτιση με το χρώμα έγινε σιγά σιγά επικίνδυνη. Οι οργανωμένοι οπαδοί σύντομα έγιναν οργανωμένοι χούλιγκαν, τυφλωμένοι από οπαδική προκατάληψη και μίσος. Η διαλεκτική του παιχνιδιού, ο ένας στους δύο θα χάσει για να κερδίσει ο άλλος, δεν τους λέει τίποτα. Αυτοί θέλουν μόνο να κερδίζουν - και όχι μόνο στο γήπεδο, αλλά και έξω: στις κερκίδες, στα συνθήματα, οπουδήποτε. Στη συνέχεια, προφανώς, στη διεκδίκηση της επικράτησης προστέθηκαν άδικες αποφάσεις, αντιδικίες, οργανωμένες μεροληψίες, η «παράγκα»... Το οπαδιλίκι, που λέγαμε. παραδόθηκε στους χούλιγκαν και η ταύτιση με τα χρώματα της ομάδας σχεδόν δεν είναι πλέον δυνατή αν δεν συνοδεύεται με τη διεκδίκηση του απόλυτου, που είναι η νίκη πάση θυσία. Γι' αυτό δεν μπορεί πια να βρεθούν στην ίδια κερκίδα οπαδοί των αντιπάλων. Η μπάλα είναι διαρκής πόλεμος. Πόλεμος, όχι πλέον ο συμβολισμός του. Και στον πόλεμο επικρατεί η βαρβαρότητα, πτυχές της οποίας ζούμε συστηματικά στις ποδοσφαιρικές διοργανώσεις. Στη βαρβαρότητα αυτή δεν υπάρχει καταλλαγή, υπάρχει μόνο η νίκη. Πάση θυσία. Το κάθε φορά νέο επεισόδιο βίας δικαιολογείται από μια προηγούμενη αδικία.
Η συντήρηση μιας τέτοιας κατάστασης δεν είναι απίθανο να οδηγήσει κάποια στιγμή σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις (το πολύνεκρο δυστύχημα της Θύρας 7 του Ολυμπιακού θα έπρεπε να στοιχειώνει τις νύχτες των παραγόντων της μπάλας αλλά και των υπευθύνων της Πολιτείας). Όπως συνέβη και με τη χρεοκοπία της χώρας, το κράτος, ευθύνη του οποίου είναι να εξαρθρώσει τον οργανωμένο βίαιο χουλιγκανισμό, φυτώριο παραβατικότητας και παραγωγό βίας και λούμπεν συμπεριφορών, προσπαθεί να σκεπάσει το πρόβλημα. Ως πότε;
ΥΓ. Η κατάσταση έχει ξεφύγει, μάλιστα με τον ίδιο τρόπο εκδηλώνεται και στις αναμετρήσεις των εθνικών ομάδων στα αθλήματα που κάναμε πρωταθλητισμό. Οι εκδηλώσεις εθνοχουλιγκανισμού έχουν οδηγήσει μέχρι και σε ρατσιστικά πογκρόμ αλλοδαπών στην Ελλάδα, με τραυματίες και έναν νεκρό - το 2004, μετά τον ποδοσφαιρικοί θρίαμβο και την κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος από την Εθνική μας, όταν αργότερα η ίδια ομάδα ηττήθηκε από την Αλβανία. Η απόσταση από τον εθνοχουλιγκανισμό στη Χρυσή Αυγή, η απόσταση από την αθλητική στην πολιτική βία είναι τόσο, μα τόσο κοντινή...