Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου
Η πιο δυσοίωνη εξέλιξη για το μέλλον της μεσαιωνικής Θεσσαλίας ήταν η διείσδυση, ιδίως μετά το 1309, ομάδων Αλβανών, εκτοπισμένων από τις κοιτίδες τους λόγω εμφυλίων ταραχών, οι οποίοι λεηλατούσαν τα πάντα. Γράφει ο Παπαρρηγόπουλος: “επήλθον εις Θεσσαλίαν και νέοι τινές άποικοι, οι Αλβανοί, οίτινες ήρχισαν να εμβάλλωσιν εις Θεσσαλίαν κατ’ αρχάς μεν επί σκοπώ λεηλασίας, μετ’ ου πολύ δε και ίνα οριστικώς κατασταθώσιν εις τας πλουσίας αυτής πεδιάδας (...) μετ΄ ολίγον εισέρευσαν άλλοι και πάλι άλλοι, ώστε πάσα σχεδόν η ύπαιθρος χώρα, παρεκτός των υπό Καταλανών και των Ελλήνων κατεχομένων φρουρίων, κατελήφθη μονίμως υπ’ αυτών. Μετά τριάντα δε περίπου έτη (...), η Θεσσαλία τοσούτον υπερπληρώθη Αλβανών, ώστε ούτοι μη δυνάμενοι πλέον να ζήσωσι αυτόθι ετράπησαν εις νέας πάλιν μεταναστεύσεις κατά δε τη λοιπήν χέρσον Ελλάδα και εις τινάς των νήσων». Εν τω μεταξύ ο τελευταίος Σεβαστοκράτορας, Ιωάννης Β΄ Δούκας, πέθανε χωρίς ν΄ αφήσει διαδόχους το 1318. Η Θεσσαλία παρασύρθηκε στην αναρχία ή καλύτερα στην πολυαρχία ξεχωριστών κρατιδίων που κυβερνούνταν από ντόπιους Έλληνες, και λίγο αργότερα Καταλανούς, Φράγκους και Αλβανούς φεουδάρχες, τους λεγόμενους τοπάρχες. Ο σημαντικότερος απ’ αυτούς ήταν ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος, ο οποίος είχε συγγενική σχέση με την άλλη μεγάλη οικογένεια «ευγενών», των Μαλιασηνών (Μελισσηνών) του Βόλου. Ο Γαβριηλόπουλος ήλεγχε τη Δυτική Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία. Την ίδια χρονική περίοδο της ακμής του οίκου του Γαβριηλόπουλου, οι Καταλανοί εισέβαλαν από νότια στη Θεσσαλία, όπου αργότερα κάποιοι απ’ αυτούς θα συνάψουν επιγαμίες με τη γενιά των Μαλιασηνών. Ο αυτοκράτορας, από την άλλη, απαιτούσε τη Θεσσαλία ως επαρχία του Βυζαντίου, διεκδικώντας την ως περιουσία της χήρας κόρης του.
ΤΟΠΙΚEΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ: Οι Καταλανοί, έχοντας ιδρύσει μια ηγεμονία στην Ανατολική Στερεά (1311), παρενοχλούσαν τις νότιες παρυφές της Ανατολικής Θεσσαλίας (Αλμυρό). Στην υπόλοιπη Θεσσαλία επικρατούσαν, διάφοροι Έλληνες (αρχικά) μεγαλοκτηματίες. Αυτοί αποτελούσαν τη λεγόμενη «Βουλή των προεχόντων κατά γένος». Ο Ιωάννης Καντακουζηνός τους αποκαλεί με τον όρο «οι Θετταλοί» ή «οι των Θετταλών άρχοντες». Κατά διαστήματα κάποιος απ’ αυτούς τους γαιοκτήμονες αποκτούσε μεγαλύτερη δύναμη και προσπαθούσε να επιβληθεί στους άλλους. Αυτό έγινε με τον Στέφανο Γαβριηλόπουλο από τα Τρίκαλα που, έχοντας εξασφαλίσει κατά χάριν, και όχι λόγω συγγένειας, τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα, δημιούργησε μια ισχυρή μεν, αλλά βραχύβια ηγεμονία, που περιελάμβανε περιοχές από το Σμόκοβο ως την Καστοριά. Η ηγεμονία του διαλύθηκε με τον θάνατό του το 1333. Τότε ο Ιωάννης Orsini της Ηπείρου προσπάθησε ανεπιτυχώς να επεκτείνει την κυριαρχία του εισβάλλοντας στη Θεσσαλία.
Η EΔΡΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠOΛΕΩΣ ΛΑΡΙΣΗΣ: Ο Μητροπολίτης της Λάρισας Αντώνιος (1333-1350 περίπου) στο εγκώμιο που έγραψε για τον προκάτοχό του στον αρχιερατικό θρόνο, Κυπριανό, νοσταλγεί την εποχή που στη Λάρισα επικρατούσε τάξη («ρωμαϊκή δεξιά») και όλα κυβερνιόνταν από δίκαιους νόμους. Αλλού, στο ίδιο εγκώμιο, αναφέρει ότι στην εποχή του («σήμερον») μια επαναστατική ομάδα πολιτών επικράτησε στη Λάρισα, σκορπώντας ανησυχία στην παραδοσιακή βυζαντινή κοινωνία. Μας είναι γνωστά και άλλα αντίστοιχα κινήματα σε άλλες βυζαντινές πόλεις, όπως το κίνημα των «Ζηλωτών» της Θεσσαλονίκης. Ο Αντώνιος προσθέτει κι άλλους χαρακτηρισμούς για τη Λάρισα του 14ου αιώνα, «φωλεά θηρίων και πετεινών» την αποκαλεί, ενώ το Ναό του Αγίου Αχιλλίου τον ονομάζει «ορμητήριο ληστών»! Δεν χρειάζεται, λοιπόν, και μεγάλη φαντασία για να καταλάβουμε γιατί οι μητροπολίτες Κυπριανός, Αντώνιος και οι μετέπειτα ιεράρχες δεν κατοικοέδρευαν στη Λάρισα. Έτσι τα Τρίκαλα, από την εποχή του Κυπριανού (1371), έγιναν η έδρα της Μητροπόλεως Λαρίσης.
Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ: Η νότια Θεσσαλία, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της συμπεριλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Υπάτης, είχε περιέλθει στα χέρια των Καταλανών. Στη βόρεια και τη δυτική Θεσσαλία, εκτός του Γαβριηλόπουλου, μεγάλες εκτάσεις νέμονταν και ο καταλανικός οίκος των Ραούλ, που συγχωνεύθηκε με την οικογένεια των Μελισσηνών, καθώς και η οικογένεια του γασμούλου Σιγκουρίνου. Μετά τον θάνατο του Γαβριηλόπουλου (1333), η βόρεια και δυτική Θεσσαλία ήταν ανοικτή για οποιονδήποτε εισβολέα. Ο τότε Βυζαντινός διοικητής της Θεσσαλονίκης Συριάννης είχε κατηγορηθεί για συνωμοσία και βρισκόταν στην Κων/λη περιμένοντας τη δίκη του. Τη θέση του είχε πάρει ένας ικανότατος και έμπειρος στρατηγός, ο Μιχαήλ Μονομάχος. Ο Μονομάχος είδε την ευκαιρία, που για χρόνια οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες περίμεναν, για επέκταση της αυτοκρατορικής εξουσίας στη Θεσσαλία. Πράγματι, αφού οργάνωσε το στρατό του, κατέβηκε νότια και, το 1334, κατέλαβε μερικές πόλεις και κάστρα, όπως του Λυκοστομίου στα Τέμπη και του Καστρίου στη σημερινή επαρχία Αγιάς, στην Ανατολική Θεσσαλία. Την προηγούμενη χρονιά ο Ιωάννης Ορσίνι της Ηπείρου κατάφερε να εισχωρήσει από διαβάσεις της Πίνδου στα Δυτικά και να καταλάβει τους Σταγούς (Καλαμπάκα), τα Τρίκαλα, το Φανάρι, το Δαμάσι και την Ελασσόνα, τοποθετώντας σ’ αυτά δικές του φρουρές. Ο Καντακουζηνός ισχυρίζεται ότι ο Ορσίνι τα κατέλαβε χωρίς να εμπλακεί σε συγκρούσεις αλλά βάσει συμφωνίας που έκλεισε με τους άρχοντες των πόλεων. Συνεπώς, ένα τμήμα της Δυτικής Θεσσαλίας είχε ενωθεί με το ηπειρωτικό Δεσποτάτο, άγνωστο όμως παραμένει πόσο κράτησε αυτή η ένωση. Στο τέλος του 1334 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος έσπευσε με στρατό για δυο λόγους: ο πρώτος λόγος ήταν ότι ο δραπέτης Συργιάννης, που είχε καταφύγει στη Βόρεια Εύβοια, συνεννοούνταν με Ενετούς και Λατίνους άρχοντες προετοιμάζοντας κάποια πράξη αντεκδίκησης στη Θεσσαλία κατά του βυζαντινού θρόνου και ο δεύτερος λόγος ήταν η εκδίωξη των φρουρών του Ορσίνι από τη Δυτική Θεσσαλία. Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός στο στρατό του αυτοκράτορα, που αποτελούνταν κυρίως από ξένους μισθοφόρους, να καταλάβει όλα τα κατεχόμενα απ’ τους στρατιώτες του Ορσίνι κάστρα. Ο αυτοκράτορας, φερόμενος διπλωματικά και αποφεύγοντας άσκοπες αιματοχυσίες, αφού συνέλαβε τους εισβολείς στρατιώτες, τους έστειλε άθικτους και ασφαλείς πίσω στην Ήπειρο, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό την καλή του θέληση. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας, πλην Μαγνησίας και περιοχών νοτίως του όρους Όθρυς, ενσωματώθηκε πάλι στην Αυτοκρατορία. Ο Ανδρόνικος, ο οποίος αναγκάστηκε σύντομα να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία, διόρισε τον Μονομάχο κυβερνήτη της Θεσσαλίας. Ο Ανδρόνικος, λίγο πριν αποχωρήσει, δέχτηκε μία αντιπροσωπεία Αλβανών εποίκων. Αυτοί εκπροσωπούσαν δώδεκα χιλιάδες ομόφυλούς τους που ζούσαν στα γύρω ορεινά «αβασίλευτοι» και κατέβαιναν περιστασιακά (τον χειμώνα) στις πεδιάδες. Οι Αλβανοί ζήτησαν την προστασία του αυτοκράτορα από πιθανή καταπίεσή τους, εκ μέρους των ντόπιων, λόγω των κακών σχέσεων που είχαν τα προηγούμενα χρόνια με τους Έλληνες γαιοκτήμονες, και ως ένδειξη ικανοποίησης, από την υποστήριξη που έλαβαν από τον Ανδρόνικο, υποσχέθηκαν ότι θα του ήταν πάντα πιστοί του υπήκοοι. Μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα οι φρουρές του Μονομάχου παραχώρησαν περιοχές της Μαγνησίας στον ελληνο-καταλανικό οίκο των φεουδαρχών Μελισσηνών-Novelles οι οποίοι θα κυριαρχήσουν στην περιοχή του κάστρου του Γόλου (Βόλου) και το Πήλιο μέχρι το 1392, χρονιά κατά την οποία οι Τούρκοι κατέλαβαν για πρώτη φορά τη Θεσσαλία.
Εν τω μεταξύ ο Συργιάννης πέρασε κρυφά στη Θεσσαλία όπου τον υποδέχτηκαν οι Αλβανοί σαν έναν καλό παλιό τους φίλο, μιας και ο Συργιάννης υπήρξε, πριν από τη Θεσσαλονίκη, κυβερνήτης του Βερατίου. Οι Αλβανοί, δίνοντάς του φρουρά, τον οδήγησαν στη Σερβία, όπου συναντήθηκε με τον Κράλη Στέφανο Δουσάν. Ο Σέρβος ηγεμόνας του έδωσε στρατό κι εκείνος κατέλαβε την Καστοριά, στο όνομα του Σέρβου μονάρχη. Εκεί τελείωσε και η δράση του διπρόσωπου Συργιάννη. Ο Ανδρόνικος έστειλε στρατεύματα εναντίον του και ένας βυζαντινός αξιωματούχος τον δολοφόνησε. Το 1337 βρήκε βίαιο θάνατο, δηλητηριασμένος από τη σύζυγό του Άννα, ο Ιωάννης Ορσίνι. Μόνη κυρίαρχος του Δεσποτάτου της Ηπείρου έμεινε η Άννα, έχοντας δυο ανήλικα παιδιά, το Νικηφόρο και τη Θωμαΐδα. Εύκολα, μετά απ’ αυτά, το 1340 το Δεσποτάτο καταλήφθηκε από βυζαντινές δυνάμεις και ενώθηκε, όπως λίγο νωρίτερα η Θεσσαλία, με την Αυτοκρατορία.
Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας– συγγραφέας