Με την ευκαιρία της πρόσφατης Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης αξίζει να θυμηθούμε και να τιμήσουμε και τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό.
Στις 8 Απριλίου του 1798 γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, ο εθνικός ποιητής της νεώτερης Ελλάδας και ο θεμελιωτής του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, Διονύσιος Σολωμός.
Ένα χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του και σε ηλικία 10 χρονών παιδί το (1808) πηγαίνει με τον Ιταλό δάσκαλό του τον Σάντο Ρόσσι, στην Ιταλία για να σπουδάσει. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα πρώτα στο Λύκειο της Κρεμόνας, και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Παβίας στη Νομική Σχολή.
Όταν τον γνώρισαν οι Ιταλοί δάσκαλοί του, εθαύμασαν την εξυπνάδα του και την ευκολία με την οποία απήγγειλε απ΄ έξω τους στίχους του Βιργιλίου. Μάλιστα ένας δάσκαλός του ενθουσιασμένος από την επίδοσή του στην Ιταλική και Λατινική γλώσσα του είπε: «Ελληνόπουλο, εσύ θα περάσεις το Μόντι μας». Ο Μόντι ήταν ο περίφημος μεταφραστής του Ομήρου.
Δεν έμεινε, όμως, στην Ιταλία. Σπούδασε νομικά αλλά στην πραγματικότητα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, γιατί κουβαλούσε μέσα στην ψυχή του άλλη πνευματική αρματωσιά, τους αρχαίους Ελληνες ποιητές και συγγραφείς και την Αγία Γραφή. Από μικρό παιδί έψελνε στη θεία λειτουργία το «Κύριε ελέησον» και διάβαζε «τον Απόστολο».
Στα 20 χρόνια του γύρισε στην Ελλάδα, Ελληνας Ορθόδοξος, πιστός χριστιανός και αγωνιστής της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Δέκα χρόνια (από το 1818 - 1828) ζει και γράφει στη Ζάκυνθο. Τα λυρικά του ποιήματα αποτελούν αμάραντα άνθη, που φύτρωσαν από τη δροσιά και το πλούσιο ανάβρυσμα της ψυχής του. Αυτά είναι «Η Φραγκέσκα Φράϊζερ», «Η Ψυχούλα», «Τα δύο αδέρφια», «Η τρελή μάνα», κ.ά. Ακολουθούν τα πατριωτικά, που είναι τα εξής: «Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον», «Εις το Μάρκο Μπότσαρη», «Η καταστροφή των Ψαρών», «Οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι», κ.ά., καθώς και το πρώτο απ΄ όλα «Ο Υμνος εις την Ελευθερία». Αυτό είναι ένα μεγάλο ποίημα, που αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές και το συνέθεσε μέσα σ΄ ένα μήνα το 1823, όταν ήταν 25 ετών. Είναι αλήθεια, ότι προκάλεσε γενικό ενθουσιασμό στο μαχόμενο έθνος μας..
Το 1825 τυπώθηκε με τη φροντίδα του Σπυρίδωνα Τρικούπη, που ήταν φίλος του και τον ενθάρρυνε θερμά στο έργο της ποιητικής του δημιουργίας. Τα αντίτυπά του μοιράστηκαν σε ολόκληρη την επαναστατημένη χώρα μας. Στους άπορους δόθηκαν δωρεάν και στους εύπορους «έναντι εκατό παράδων» για τις ανάγκες του Αγώνα.
Το 1828 ο Δ. Σολωμός εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, όπου συνδέθηκε με το Νικόλαο Μάντζαρο, ο οποίος μελοποίησε τους δύο πρώτους στίχους, που έγιναν το κείμενο του εθνικού μας Υμνου καθώς και άλλα ποιήματά του.
Η Ελλάδα με τα ρούχα ματωμένα ευτύχησε ν΄ ακούσει από τον ωραιότερο Υμνο του κόσμου τον ευγενέστερο χαιρετισμό «Χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά». Όταν αυτός ο χαιρετισμός φτερουγίζει κάτω από το γαλανό μας ουρανό, το έθνος μας χαιρετά μαζί με την ελευθερία και την Ελλάδα. Εκ φύσεως ήταν ιδεαλιστής (=αυτός που επιδιώκει τα ιδεώδη δηλ. τα ιδανικά, τα τέλεια), ευαίσθητος, φυσιολάτρης. Αγαπούσε πολύ τα πουλιά, τα λουλούδια, τα δένδρα, τα αθώα πρόβατα, την πολύαστρη νύχτα που είναι πάντα γεμάτη θαύματα και οράματα. Προσδοκούσε τη Δευτέρα παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και την Ανάσταση των νεκρών, όπου δείχνει την βαθιά πίστη του στο Θεό και την θρησκευτικότητά του. Επίσης του άρεσε η γαλήνη της θάλασσας που απλώνεται καθαρότατη, γιατί τη θεωρούσε ως εικόνα του ανθρώπου που απομακρύνεται από τις ανησυχίες του κόσμου.
Ηταν ποιητής που έταξε ως αποστολή του έργου του να προβάλει τον αγώνα και την αγωνία των άλλων και ιδιαίτερα του έθνους του.
Ακόμη στην ποίησή του αναζητεί ένα καταφύγιο για να ξεφύγει από την βαναυσότητα της ζωής και συγχρόνως επιδιώκει τον ηθικό και εθνικό φρονηματισμό των Ελλήνων. Γενικά ο Σολωμός είδε την τέχνη ως το μέσο με το οποίο οι άνθρωποι απολυτρώνονται από τα πάθη του.
Στην Κέρκυρα ζει και εργάζεται ως τις 9 Φεβρουαρίου του 1857. Αγαπά ιδιαίτερα τα παιδιά, παίζει μαζί τους και τους παίρνει γλυκά. Δουλεύει με ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του για την αναγέννηση της Ελλάδας. Μάλιστα ως την ώρα που θα κλείσει τα μάτια του ψιθυρίζει το «Χαίρε, ως χαίρε, Λευτεριά!».
Φεύγοντας για το μεγάλο ταξίδι άφησε στους Ελληνες μόνον την υποθήκη του.
«Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα
και θα αισθανθείς να λαχταρίσει μέσα σου
κάθε είδος μεγαλείου».
Πόπη Α. Χρυσοχόου
καθηγήτρια, φιλόλογος