Του Αχιλλέα Πιτσίλκα, διδάκτορα Θεολογίας
Μετά τη σταύρωση του Ιησού, που έγινε πριν από τη 12η της Παρασκευής, κατά την οποία «σκότος εγένετο εφ' όλην την γην», πολλοί από τους Εβραίους, όπως είναι γνωστό, έσπευδαν προς το λόφο του Γολγοθά, για να παρατηρήσουν από κοντά τα όσα είχαν στο μεταξύ διαδραματισθεί. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής τους όμως οι περισσότερο ολιγόπιστοι (οι πιο κακοί) από αυτούς δεν παρέλειπαν να κατηγορήσουν τον Κύριο, λέγοντας λόγια βλάσφημα, που πρόδιδαν την απιστία τους.
- «Ο καταλύων τον ναόν, έλεγαν, και εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον σεαυτόν ει Υιός ει του Θεού, κατάβηθι από του σταυρού» (Ματθ. 27,40). Από τα λόγια αυτά καθώς και από άλλα παρόμοια, που εκτοξεύονταν εναντίον του Κυρίου από τα χείλη των αρχιερέων και των γραμματέων και πρεσβυτέρων του λαού (Βλ. Ματθ. 27, 42-43), γίνεται φανερό ότι οι Εβραίοι εκείνοι χλεύαζαν τον Ιησού, χωρίς να γνωρίζουν «περί τίνων διαβεβαιούνται», εφόσον, εάν κατέβαινε από το Σταυρό εκείνο, δε θα λυτρωνόταν ολόκληρη η ανθρωπότητα. Από τις βλασφημίες εκείνες παρασύρθηκαν δυστυχώς και οι Ρωμαίοι στρατιώτες (Βλ. Λουκ. 23,37) καθώς επίσης «και οι λησταί οι σταυρωθέντες αυτώ» (Ματθ. 27, 44). Καθώς περνούσε η ώρα όμως, η στάση του ληστού, που βρισκόταν στα δεξιά του Χριστού, διαφοροποιήθηκε από τη στάση του άλλου. Ενώ, δηλ., ο εξ αριστερών ληστής βλασφημούσε τον Κύριο, λέγοντας ότι «ει συ ει ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς» (Λουκ. 23,39), ο εκ δεξιών κυριεύθηκε σε κάποια στιγμή από μεταμέλεια, βλέποντας προφανώς τη μορφή του Χριστού, που ως Αρνίον άκακο έπασχε επάνω στο Σταυρό «περί ημών» (Ησ. 53,4),και ακούγοντας τα λόγια Του τα συγχωρητικά για τους σταυρωτές Του (δηλ. το «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23,34). Για το λόγο αυτό επέπληξε το βλάσφημο ληστή, λέγοντας : - «Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει; και ημείς μεν δικαίως-άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξε» (Λουκ. 23, 40-41). Από τα λόγια αυτά γίνεται φανερό ότι η Χάρη του Θεού είχε «μιλήσει» ήδη στην καρδιά του, εξαιτίας προφανώς της αυτογνωσίας και μεταμέλειας του. Νιώθοντας μάλιστα τη στιγμή εκείνη μια βαθύτατη λαχτάρα και νοσταλγία για τη βασιλεία των ουρανών, που δίδασκε ο Χριστός, στράφηκε προς το μέρος του Κυρίου με συντριβή και βαθύτατη κατάνυξη και είπε : - Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42).
- «Αμήν λέγω σοι, του αποκρίθηκε τότε με κάθε επισημότητα ο Κύριος, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ. 23,43). Σε διαβεβαιώνω, δηλ., στ' αλήθεια ότι σήμερα κιόλας θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο. Με τον τρόπο αυτό ο ληστής εκείνος γης και διδάσκοντας την ανεκτίμητη αξία της μετάνοιας. Η μετάνοια, δηλ., η χαρακτηριζόμενη από τους υμνογράφους της Εκκλησίας μας ως «μεγάλη», είναι κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακας, η σύντομος οδός, «δι' ης επιστρέφομεν» «προς τον Θεόν». Από τον αββά Ισαάκ το Σύρο, δηλ., χαρακτηρίζεται ως «χάρις μετά χάριν» και ως «αναγέννησις δευτέρα εκ του Θεού». Από τον ιερό Δαμασκηνό παρουσιάζεται εύστοχα ως «η εκ του διαβόλου προς τον Θεόν επάνοδος δι'ασκήσεως και πόνων» (Μ. 94,976Α), αν και για το ληστή η άσκηση και οι πόνοι του επάνω στο σταυρό ήταν σύντομοι. Από το Μ. Βασίλειο η μετάνοια προσδιορίζεται ως «ελπίδα μετά την αμαρτία». Από όλους δε τους Πατέρες γενικότερα η μετάνοια παρουσιάζεται σαν πέταγμα του βαρύτατου φορτίου της αμαρτίας και σαν ξαλάφρωμα, σαν ξαναγέννημα του ανθρώπου και είσοδος στην αιώνια ζωή, σαν νεκρανάσταση πνευματική, σαν αντίδοτο της δηλητηρίασης από τη νεκροποιό αμαρτία, σαν σωστική σανίδα, επάνω στην οποία διασώζεται «ο της παλιγγενεσίας ναυαγός», σαν «εκ νέου ανύψωση της ψυχής στο φωτεινό βασίλειο του πνεύματος», σαν μεταφύτευση του ουράνιου φυτού (δηλ. του ανθρώπου) στο θείο έδαφος, σαν παράδεισος πριν από τον παράδεισο κ.ο.κ. Να γιατί έγραφε χαρακτηριστικότατα ο περίφημος Ντοστογιέφσκι ότι «εξομολογήθηκα και παράδεισος φύτρωσε στην καρδιά μου».
Άμποτες αυτό το δρόμο του ληστή, που οδηγεί «εις σωτηρία αμεταμέλητον» (2 Κορ. 7,10) και «εις παλιγγενεσίαν ζωής» (Μ. 8,1097Α), να παίρναμε όλοι οι χριστιανοί, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες μας και ξαναρχίζοντας μια καινούργια ζωή,, εφόσον ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι «Εάν μη μετανοήτε, πάντες ...απολείσθέ» (Λουκ. 13,3). Άμποτες να ομολογήσουμε, πριν από το θάνατο, μπροστά στο Θεό και στον πνευματικό το «ήμαρτον», εφόσον, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, η ομολογία των ημαρτημένων αφανισμός γίνεται των πλημμελημάτων». Άμποτε να πούμε τουλάχιστο το «μνήσθητί μου, Κύριε..., εν τη βασιλεία Σου» (Λουκ. 23,42), ώστε να λάβουμε «άφεσιν αμαρτιών.