Από τον Κων/νο Οικονόμου
ΕΝΩΤΙΚΟΙ-ΑΝΘΕΝΩΤΙΚΟΙ: Ένας από τους πολυτιμότερους συμμάχους των Θεσσαλών Σεβαστοκρατόρων ήταν ο βασιλιάς της Σικελίας Κάρολος ντ’ Ανζού (1267-1282) που ήταν ορκισμένος εχθρός του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Κάρολος βέβαια δεν τόλμησε να επιχειρήσει κάτι εναντίον του Βυζαντίου λόγω της φιλοενωτικής πολιτικής των Παλαιολόγων. Μάλιστα το 1274 υπογράφηκε στη Λυών η λεγόμενη (ψευδο)ένωση των εκκλησιών με όρους απαράδεκτους για την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως για παράδειγμα το «πρωτείο» του πάπα. Έτσι ο Κάρολος της Σικελίας «αφοπλίστηκε» από επιχειρήματα που θα του επέτρεπαν να συνεργήσει με τον Ιωάννη της Θεσσαλίας εναντίον του Παλαιολόγου. Την ίδια περίοδο ο Μιχαήλ Η’ καθαίρεσε το νόμιμο (κανονικό) πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ, τοποθετώντας αντ’ αυτού τον περιβόητο διώκτη της Ορθοδοξίας Ιωάννη Βέκκο, που έγινε γνωστός ως αυτουργός των μαρτυρίων εκατοντάδων πιστών, λαϊκών ή μοναχών, στο Άγιο Όρος και αλλού1. Αυτή η φιλοπαπική πολιτική των Παλαιολόγων δημιούργησε πολλά προβλήματα στην ενότητα του βυζαντινού κράτους, μιας και οι αντιδράσεις στην «ένωση» έφταναν από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης Α’ της Θεσσαλίας κι ο Νικηφόρος, δεσπότης της Ηπείρου, εμφανίστηκαν ως υπερασπιστές της Ορθοδόξου πίστεως. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε, μάταια, στέλνοντας απεσταλμένους και στο Σεβαστοκράτορα και στον Νικηφόρο, επιδιώκοντας άμβλυνση των διαφορών. Βλέποντας ο Μιχαήλ ότι δεν μπορούσε να εξαναγκάσει τους Θεσσαλούς και τους Ηπειρώτες στην πολιτική του, συγκάλεσε στις 16 Ιουλίου του 1277 «σύνοδο» υπό τον Ιωάννη Βέκκο για να ληφθούν τα πρέποντα μέτρα κατά των αντιδρώντων στην «ένωση» των εκκλησιών. Οι αποφάσεις αυτής της «ληστρικής», όπως επονομάσθηκε αργότερα, συνόδου, ήταν πρακτικά ανεφάρμοστες, γι’ αυτό κι ο αυτοκράτορας διοργάνωσε τις εκστρατείες που περιγράψαμε στο προηγούμενο άρθρο κατά της Θεσσαλίας. Ο Μιχαήλ εξασφάλισε και τις «ευλογίες» του πάπα Ιννοκέντιου Ε’, ο οποίος αναγνώρισε τη Θεσσαλία και την Ήπειρο ως αδιαίρετα τμήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αυτό όπως καταλαβαίνουμε δε σήμαινε απολύτως τίποτα, μιας και μόνο με τη δύναμη των όπλων θα μπορούσε να επιβληθεί η υποταγή της Κεντρικής Ελλάδας στον θρόνο του Μιχαήλ. Ο Ιωάννης, ως υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, συγκάλεσε το 1278 2 κι αυτός με τη σειρά του Σύνοδο στις Νέες Πάτρες, ή ίσως στη Λάρισα, στην οποία συμμετείχαν οκτώ μητροπολίτες και επίσκοποι του κράτους του, ηγούμενοι Ιερών Μονών και πλήθος μοναχών. Η σύνοδος αυτή καταδίκασε την ένωση και τους υποστηρικτές της, άρα και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, κηρύττοντας ως αιρετικούς τους «ενωτικούς». Με την απόφαση της τοπικής αυτής συνόδου διαφώνησαν οι τότε επίσκοποι Τρίκκης και Πέτρας Πιερίας.
ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Α’: Ο Ιωάννης Α’ πέθανε το 1295. Η σύζυγος του Ιωάννη, μετά τον θάνατό του, έγινε μοναχή, με το όνομα Υπομονή. Νωρίτερα η ίδια είχε ιδρύσει την Ι. Μονή της Παναγίας Λυκουσάδας κοντά στο Φανάρι3 (Ιθώμη). Εκεί λοιπόν τελείωσε την επίγεια ζωή της. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1283 ίδρυσε επίσης, μαζί με τον Ιωάννη, την Ι. Μονή Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών (Πόρτα-Παναγιά). Μετά τον θάνατο του σεβαστοκράτορα, οι τύχες του κράτους της Θεσσαλίας έπεσαν στα χέρια των γιων του. Μεγαλύτερος γιος του ήταν ο Μιχαήλ-Δημήτριος, αλλά βρισκόταν, τη χρονιά του θανάτου του πατέρα του, φυλακισμένος στην Κωνσταντινούπολη, όμηρος των Παλαιολόγων, οπότε δεν μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία. Οι άλλοι δυο γιοι του, ο Κωνσταντίνος και ο Θεόδωρος, φαίνεται ότι μοιράστηκαν τη νομή της εξουσίας στη Θεσσαλία, με την πρωτοκαθεδρία ίσως του Κωνσταντίνου. Η μητέρα τους μεσολάβησε στον αυτοκράτορα με σκοπό την άμβλυνση των αντιθέσεων Θεσσαλίας και κεντρικής βυζαντινής εξουσίας. Και ο καλύτερος τρόπος, όπως πάντα εκείνη την εποχή, να κλείνει κανείς συμφωνίες ήταν ένας γάμος (συνοικέσιο). Έτσι και έγινε. Ο Γ. Παχυμέρης περιγράφει τις προετοιμασίες του γάμου του Θεόδωρου της Θεσσαλίας με την εξαδέλφη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’, Θεοδώρα. Αποτέλεσμα της «συγγένειας», που απέκτησε ο Θεόδωρος με τον αυτοκράτορα, ήταν ο τιμητικός τίτλος του Σεβαστοκράτορα που του αποδόθηκε. Μετά από αυτό το συνοικέσιο η πολιτική του θεσσαλικού κράτους άλλαξε. Επιχειρήθηκε με επιτυχία προσέγγιση με την Κωνσταντινούπολη και τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο, ο οποίος αναγνώρισε την τοπική εξουσία των δύο αδελφών με μικρότερες όμως αρμοδιότητες απ’ ό,τι πριν, ενώ οι Σεβαστοκράτορες υποτάχθηκαν στην ανωτερότητα της εξουσίας του αυτοκράτορα, παραχωρώντας, σε ένδειξη καλής θέλησης, την περιοχή της Δημητριάδας στην απευθείας επικυριαρχία του (1299). Λίγο νωρίτερα (1295-6) το κράτος της Θεσσαλίας είχε επεκτείνει τα σύνορά του προς τα δυτικά καταλαμβάνοντας εδάφη του κράτους της Ηπείρου που κυβερνιόταν τότε από το Λατίνο Φίλιππο του Τάραντα. Ανάμεσα στα κέρδη του θεσσαλικού κράτους ήταν το κάστρο της Ναυπάκτου και το Αγγελόκαστρο (Αιτωλοακαρνανία). Όταν στην Ήπειρο ανέλαβε την εξουσία η χήρα του προηγουμένου δεσπότη Νικηφόρου, Θεσσαλοί και Ηπειρώτες υπέγραψαν συνθήκη (3-9-1296), σύμφωνα με την οποία οι θεσσαλικές δυνάμεις θα αποχωρούσαν από τις περισσότερες κατακτημένες περιοχές. Ο Θεόδωρος σκοτώθηκε, πιθανώς σε κάποια πολεμική σύγκρουση, το 1299. Η ιστορία του ανεξάρτητου θεσσαλικού κράτους τελειώνει το 1303 με τον θάνατο του τελευταίου Σεβαστοκράτορα, του Κωνσταντίνου. Βέβαια θεωρητικά η ύπαρξη του κράτους της Θεσσαλίας θα υφίσταται για 15 ακόμα έτη, υπό την ηγεσία του γιου του Κων/νου, Ιωάννη Β’, ο οποίος την εποχή του θανάτου του πατέρα του ήταν ακόμη ανήλικος.
ΚΑΤΑΛΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Ο νεαρός Ιωάννης Β’ Δούκας ασκούσε την εξουσία στη Θεσσαλία υπό την κηδεμονία του δούκα των Αθηνών Γκυ. Όταν ο δούκας της Αθήνας πέθανε, ο Ιωάννης είχε πια ενηλικιωθεί. Νέος ηγεμόνας στην Αθήνα ανέλαβε το 1309 ο Βάλτερ ντε Μπριέν. Την εποχή εκείνη εμφανίστηκε μια πραγματική μάστιγα για τον ελλαδικό χώρο: η Καταλανική Εταιρεία. Αυτή απαρτιζόταν από τυχοδιώκτες εμπειροπόλεμους Καταλανούς μισθοφόρους, υπό την ηγεσία του Σεπούν, που είχαν προσληφθεί από τον αυτοκράτορα λίγο νωρίτερα, το 1303, για την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου. Οι Καταλανοί, όταν τελείωσε η αποστολή που τους ανατέθηκε, στράφηκαν κατά της Κωνσταντινούπολης, για να διωχθούν εν συνεχεία πολύ δύσκολα από τη Θράκη. Έπειτα κατηφόρισαν προς τη Μακεδονία, ερημώνοντας τα πάντα στο διάβα τους (μεταξύ των θυμάτων τους ήταν και Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, 1307). Από εκεί μετακινήθηκαν στη Θεσσαλία (1309), συνεχίζοντας ανεμπόδιστα το καταστροφικό έργο τους. Ως από μηχανής θεός, ο Βάλτερ των Αθηνών κάλεσε τους Καταλανούς να υπηρετήσουν ως μισθοφόροι υπό την εξουσία του, δίνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο βαθιές ανάσες στην πολύπαθη Θεσσαλία. Όμως στις αρχές του 1311 οι Καταλανοί, βλέποντας ότι ο Βάλτερ δεν είχε οικονομικούς πόρους για να ικανοποιήσει τις συμφωνίες που είχε κάνει, στράφηκαν εναντίον του. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε κοντά στον Αλμυρό στις 15 Μαρτίου του 1311. Η Εταιρεία έχοντας και τη βοήθεια ισχυρής τουρκικής δύναμης, νίκησε τους Φράγκους, ενώ φονεύτηκε ο δούκας των Αθηνών (Βάλτερ). Στο μεταξύ, λίγο νωρίτερα, ο δεσπότης των Νέων Πατρών (Θεσσαλίας) Ιωάννης Β’ έσπασε την πολιτική των προγόνων του και, επειδή προέβλεπε ότι δεν θα είχε πλέον την προστασία του αθηναϊκού Δουκάτου, στράφηκε προς τον βυζαντινό θρόνο. Νυμφεύτηκε μάλιστα τη νόθο κόρη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’, Ειρήνη το 1310. Τα αποτέλεσμα αυτού του γάμου ήταν η επανένωση της Θεσσαλίας με την παρηκμασμένη, πλέον, Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Ανδρόνικος, από την άλλη μεριά, ένιωθε, μετά τον γάμο που προαναφέραμε καθώς και με τον γάμο μιας εγγονής του με τον ηγέτη της Ηπείρου, ότι το Βυζάντιο επανενώθηκε (πλην των νήσων του Αιγαίου και του φραγκικού πριγκιπάτου της Αχαΐας).
Στο επόμενο άρθρο μας θα ασχοληθούμε με τις αλβανικές εισβολές-επιδρομές του 14ου αιώνα στη Θεσσαλία
Του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας – συγγραφέα
1 Για τις διώξεις των Λατινόφρονων κατά της Ορθοδοξίας μπορούμε να διαβάσουμε, ενδεικτικά, το μαρτυρολόγιο της 22ας Σεπτεμβρίου, όπου ιστορείται το μαρτύριο των 26 Ζωγραφιτών μοναχών (Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδοξίας, 5η έκδοση, τόμος Θ, μην Σεπτέμβριος, σελίδες 485-487).
2. G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, εκδ. Βασιλόπουλος, 3ος τόμος, 1981, σελ. 148
3. Λίγο νωρίτερα ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος είχε εκδώσει χρυσόβουλο (αναγνώρισης) για τις Ιερές Μονές της Παναγίας Μακρινίτισσας (Μακρινίτσας) που είχε ιδρύσει ο Νικ. Μαλιασηνός και του Αγίου Δημητρίου, ως προσάρτημα, και της Νέας Πέτρας με ιδρυτή τον ιερομόναχο Κυπριανό