Του Δημήτρη Μαγουλιώτη, φοιτητή Ιατρικής
Εκεί που το “res, non verba” θα έπρεπε να αποτελεί τη βάση και το ικρίωμα οικοδόμησης των κεντρικών πολιτικών επιλογών, επιλέξαμε τον άκρατο βερμπαλισμό. Εκεί που ο ορθολογισμός θα έπρεπε να είναι μπούσουλας και αστρολάβος, προτιμήσαμε την παράνοια, το διχασμό, ορθώνοντας νάνους σε ξυλοπόδαρα για να υποδυθούν τους ταγούς, διατάσσοντας με σπουδή το δίκτυο των αλληλεξαρτημένων σχέσεών μας. Η ιστορία ξαναγραφόταν και η επιτυχία της αμοιβαίας ευημερίας σηματοδοτούσε τη νέα εποχή της δυναμικής πορείας προς τις κοιλάδες και τα λιβάδια της αειφόρου ανάπτυξης. Και όπως, η απόσταση της επιτυχίας από την καταστροφή είναι κάτι λιγότερο από μία «Σικελική Εκστρατεία», δε χρειάστηκαν «ματωμένα διαμάντια» για να αλλάξει η Ιστορία μεσημβρινούς και παραλλήλους και η «Δανία του Νότου» να μετατραπεί σε «αφρικανική δημοκρατία του Βορρά».
Τα δίσεκτα χρόνια δεν τα επέβαλαν ισχυρές ορδές κατακτητών. Οι πύργοι μας αποδείχθηκαν χάρτινοι, τα φρούρια μας από πηλό. Και όμως όλοι το ξέραμε, όλοι το βλέπαμε ότι τόσος πλούτος δε δικαιολογείται. Και πάλι, η ύπαρξη του Μίδα φαινόταν μια πειστική εξήγηση απέναντι στα πιεστικά ερωτήματα της βάρβαρης πραγματικότητας. Όταν η μουσική της ορχήστρας αντικαταστάθηκε από τις σειρήνες του πολέμου εμφανιστήκαμε και πάλι απροετοίμαστοι. Με την ίδια «διονυσιακή» υπερβολή αρνηθήκαμε να αναγνωρίσουμε λάθη δεκαετιών, αναζητήσαμε ήρωες και προστρέξαμε σε Τιτάνες, φωνάζοντας ασταμάτητα για «προδότες» και «κλέφτες», ξεχνώντας για μία ακόμη φορά ότι η έλλειψη μέτρου και αυτοκριτικής ήταν η ύβρις που μας οδήγησε εδώ.
Μοιάζουμε ανήμποροι να αποδεσμευτούμε από τις πρακτικές του παρελθόντος. Πέντε σχεδόν χρόνια, έχουν περάσει και ίσα που αρχίζουμε να ανανίπτουμε από τη μέθη. Και όσο εμείς καθυστερούμε η ανεργία διογκώνεται, οι νέοι ξενιτεύονται και μαζί τους χάνεται η επένδυση της κοινωνίας μας σε καταρτισμένους επιστήμονες και καλλιεργημένους πολίτες. Ως πότε θα γίνεται ανεκτό από μια κοινωνία που παλεύει να επιβιώσει να συντηρεί πελατειακές σχέσεις, εστίες αναξιοκρατίας και ένα δυσλειτουργικό, γραφειοκρατικό και αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα; Ως πότε θα κρίνουμε κόμματα, πολιτικές και υποψηφίους με γνώμονα το συναίσθημα και όχι τη λογική; Από τα κατά Αριστοτέλη «εν τη ψυχή γινόμενα» πλέον ξέρουμε ότι τα πάθη μας είναι η απληστία, η αλαζονεία, ο φθόνος και οι δυνάμεις που μας ωθούν σε αυτά είναι πανίσχυρες. Δεν είναι, λοιπόν, καιρός να ορίσουμε την έξη, τη στάση που στο εξής θα έχουμε απέναντί τους, αλλάζοντας νοοτροπίες και θεσμοθετώντας ελεγκτικούς και προστατευτικούς μηχανισμούς;
Και αφού ελέγξουμε τις παρορμήσεις μας, να δημιουργήσουμε το πλαίσιο ώστε η νέα γενιά να ξεφύγει από τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία και απαλλαγμένοι οι νέοι από γραφειοκρατικούς φραγμούς να χαράξουν την αισιόδοξη προσωπική τους πορεία προς το μέλλον και μαζί κουβαλώντας στους ώμους τους τη χώρα να τη βγάλουν επιτέλους από τους βάλτους της μιζέριας. Δε θέλουμε άλλες επιδοματικές πολιτικές, αλλά κίνητρα για αυτόνομη επιχειρηματική δράση που θα απελευθερώσει τις δημιουργικές δυνάμεις του ατόμου, θα το αποδεσμεύσει από τη χρεία πελατειακής συναλλαγής και θα το καταστήσει κύριο και διαμορφωτή της ζωής του. Κουραστήκαμε από τις οριζόντιες αυξομειώσεις των αποδοχών και είναι καιρός οι άξιοι και οι εργατικοί να ανταμειφθούν. Δεν αναφέρω παρά ψηφίδες ενός ευρύτερου ψηφιδωτού που απεικονίζει τη νέα κοινωνία που πρέπει να οικοδομηθεί με επίκεντρο τον «ορθό λόγο» και το μέτρο.
Τις τελευταίες δεκαετίες ίσως να λοξοδρομήσαμε, ίσως και να χάσαμε κάτι από την ψυχή μας. Όμως, έτσι ήμασταν πάντα οι Έλληνες. Αν και πεπεισμένοι για την ορθότητα του «απολλώνιου» μέτρου ρέπουμε στη «διονυσιακή υπερβολή». Αλλά το «απολλώνειο» δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το «διονυσιακό», το μέτρο πάντα θα εναλλάσσεται με υπερβολή σε μία διαρκή «τιτανομαχία». Γιατί αυτοί είμαστε. Και όπως τόσες άλλες φορές στη μακραίωνη ιστορία μας θα βρούμε ξανά το δρόμο μας για να συνεχιστεί και στις επόμενες γενιές η ίδια σκυταλοδρομία που μας έφερε μέχρι εδώ.