Του Χρήστου Τσαντήλα
ΑΝΑΡΩΤΙΟΜΟΥΝ καθώς διέσχιζα τις πλατείες και τους πεζόδρομους του κέντρου, ώρες μετά την παρέλαση, αν αυτό που έβλεπα, είναι το μοντέλο μιας χώρας με το ένα τρίτο και πλέον του ενεργού της πληθυσμού στην ανεργία, με το απίστευτο ποσοστό της φτώχειας και τα τρελά νούμερα υπογεννητικότητας όσο και τους κατακόρυφα πτωτικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
ΚΑΙ ενώ προσπαθούσα να διαπεράσω από τα ανθρώπινα τείχη μιας πρωτοφανούς πολυκοσμίας ανάμεσα σε δρόμους και πεζοδρόμια, να μην σκοντάψω στα χιλιάδες ατάκτως απλωμένα τραπεζοκαθίσματα, στα σκαμπό και τα προχείρως στημένα... πτυσσόμενα μπαρ, στο δάσος των ομπρελών και των θερμαντικών σωμάτων, μου ήρθε μια, σίγουρα απολύτως λανθασμένη, σκέψη στο μυαλό. Πώς, λέω, θα πρέπει θα μοιράσουν το πλεόνασμα σ΄αυτούς όλους τους... δυστυχείς, που ούτε τα επινίκια μιας πραγματικής επανάστασης να γιόρταζαν (βεβαίως κατά του... ζυγού των τροϊκανών), δεν θα μαζεύονταν τόσες χιλιάδες λαού στους δρόμους και τις πλατείες…
ΑΔΙΚΗΣΑ την αλήθεια όμως. Γιατί λίγο πιο κάτω, στους συνοικιακούς δρόμους της πόλης, σε απόμερα στέκια, τσιπουράδικα, καφετέριες και ταβερνάκια, υπήρχαν άλλοι τόσοι, που δεν γιόρταζαν καμιά επανάσταση, απλώς απολάμβαναν για λίγο τον ήλιο, σε ένα βιολογικό διάλειμμα από την πίεση που φέρνουν τα προβλήματα και οι σκοτούρες των υπόλοιπων ημερών της εβδομάδος.
ΒΡΗΚΑ τον Τάσο, τον Γιώργο και τον Μηνά, τους παλιούς συμμαθητές, που κουστουμαρισμένοι επέστρεφαν από την Ταχυδρομείου, να μου λένε πόσο ακριβά πλήρωσαν τους χυμούς των παιδιών και τους καφέδες, να μου μιλούν για τους απλήρωτους λογαριασμούς της ΔΕΗ και των κοινοχρήστων που έχουν στο κομοδίνο, να τρομάζουν στη σκέψη ότι τα παιδιά τους, άνεργα τρία χρόνια, θέλουν να φύγουν στο εξωτερικό και για την άδικη φορολογία που δεν μπορούν άλλο να αντέξουν.
ΑΥΤΗ η γιαλαντζί εικόνα, των πλημμυρισμένων από κόσμο πλατειών και δρόμων, των καλοντυμένων κυριών, των γεμάτων τραπεζιών από καφέ, καπνό, οινόπνευμα και μεζέδες, των αδιαχώρητων καφετεριών, των απλωμένων εστιατορίων και ταβερνών, είναι άραγε μια εσφαλμένη εικόνα της «ένοχης» κατάστασης ευημερίας, παρά τα σκληρά οικονομικά μέτρα, που εκπέμπουμε στο εξωτερικό; Μπορούμε άραγε να κρύψουμε τη γενικευμένη δυστυχία του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού τόσο εύκολα, τόσο απλά, ταμπουρωμένοι πίσω από εθνικές γιορτές που προσφέρουν ένα μικρό και σύντομο διέξοδο, ένα διάλειμμα λήθης από τα προβλήματα;
ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ συμμαθητές, επιστρέφοντας από την έξοδο της... «ψυχοθεραπείας», προσδιόρισαν την αλήθεια με την κοινότυπη πλέον φράση: «Άντε, τέρμα για σήμερα… τα κεφάλια μέσα!».