Του Χρήστου Τσαντήλα
ΕΙΧΑ την εντύπωση πως, στις μεγαλουπόλεις κατά βάση, αντιλαμβάνεται κανείς τα ακριβή μεγέθη της δυστυχίας που σκόρπισε η οικονομική μάστιγα στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας, αλλά ακόμα πιο καθαρή εικόνα της επίδρασης της οικονομικής κρίσης, αντικρίζει κανείς στην επαρχία. Και ακόμα περισσότερο στην απομακρυσμένη και ορεινή επαρχία. Όπου το ρολόι της ανάπτυξης, δεν σταμάτησε τώρα, αλλά άρχισε να... ξεκουρδίζεται πολλά χρόνια πριν την έναρξη της περιόδου από την επιβολή των μνημονίων...
ΜΙΑ σύντομη επίσκεψη σε ένα τέτοιο περιβάλλον, σε μια γωνιά της αγροτικής υπαίθρου, καταδεικνύει αν μη τι άλλο, το «ελληνικό ψέμα». Που στηρίχθηκε, δεκαετίες πριν, πάνω σε υποσχέσεις πολιτικών, οι οποίοι εφήρμοζαν συνταγές κλεφτοκρατικού μοντέλου, όπου ο πλούσιος γινόταν πλουσιότερος και ο φτωχός φτωχότερος. Βρέθηκα λοιπόν σε ένα χωριό στα ορεινά της Θεσσαλίας, όπου τη δεκαετία του ΄80 τα κοινοτικά (αλλά και τα εθνικά) κονδύλια υπό μορφή υποσχέσεων και σχεδίων επί χάρτου, έπεφταν... βροχή, με αποτέλεσμα κάποιοι να «τσιμπήσουν» την παγίδα του νεοπλουτισμού και να αποφασίσουν να βάλουν «θηλιά δανείων» στον λαιμό τους, με απώτερο στόχο να είναι αυτοί οι τυχεροί που θα υποδεχθούν την ανάπτυξη που (υποτίθεται ότι) θα έφερνε ο τουρισμός...
ΑΛΛΑ όμως... τζίφος! Ακόμα περιμένουν την ανάπτυξη και η θηλιά τώρα τους σφίγγει. Έφτιαξαν ξενοδοχεία, καταλύματα και συμμόρφωσαν τα σπίτια. Πλακόστρωσαν τους δρόμους και τα καλντερίμια, άλλαξαν τα τραπέζια στην πλατεία, καθάρισαν κι ομόρφυναν τις γραφικές βρυσούλες, άλλαξαν και τα κεραμίδια, σήκωσαν τα μανίκια λοιπόν και περίμεναν... Περίμεναν μια ανάπτυξη που όμως δεν ήρθε ποτέ...
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ περνούσαν, οι επενδύσεις έσβηναν, η προοπτική ανάκαμψης εξαφανιζόταν, όπως και οι κάτοικοι. Έφυγαν, σιγά σιγά κατέβηκαν στην πόλη, ερήμωσαν οι γειτονιές και οι ξενώνες... μούχλιασαν! Από τον κεντρικό δρόμο δεν φαίνονται να έρχονται πλέον οι τουρίστες, αλλά ο ταχυδρόμος, φέρνοντας τα χρέη και τις δόσεις των δανείων. Απογοητεύτηκαν τότε. Οι γεροντότεροι κατέβηκαν στις πόλεις να ζήσουν με τα ήδη «ξενιτεμένα» παιδιά τους. Αυτό ήταν που τους αποτελείωσε. Είδαν τις δυσκολίες και των δικών τους στην πόλη. Είδαν τη σκληρότητα της κρίσης. Και όσοι δεν άντεξαν τη στεναχώρια, γύρισαν στο χωριό. Παρέα με δυο σκυλιά, μια κατσίκα και καμιά δεκαριά κότες. Όχι τόσο για να μπορούν να επιβιώσουν όσο για να ξεχάσουν. Να ξεχάσουν τις υποσχέσεις που τους έδιναν οι πολιτικοί, που κάθε τρεις και λίγο, «έβγαιναν» στο χωριό για... ψήφους, με όλα τα συνοδευτικά: καλό τυρί, κυνήγια, κότες, καλό κρασί και καλοψημένο... κεμπάπ! Να ξεχάσουν τον πακτωλό υποσχέσεων των LEADER, των ΠΕΠ, των ΜΟΠ και εκείνα τα περιβόητα πακέτα του... Ντελόρ! Όλα όσα τους παγίδευσαν για να οδηγηθούν σε μια «συμπεριφορά αναμενόμενου νεοπλουτισμού», στηριζόμενη σε πλείστα όσα σχέδια. Από το χρηματιστήριο μέχρι τις ανεξέλεγκτες επιδοτήσεις...
ΣΤΗΝ ελληνική επαρχία όμως η κρίση δεν είναι απλώς μια πολύ σκληρή κατάσταση. Έχει και έντονο το συναίσθημα. Ακουμπά τις ρίζες όλων. Την ταυτότητα ζωής και τις οικογενειακές παραδόσεις. Γι΄ αυτό και πονάει περισσότερο...