Γράφει ο Δημήτρης Βάλλας
... «Ήταν η ώρα έξι το πρωί, όταν τα μπουρλότα ζύγωσαν το εχθρικό καράβι. Πρώτος κολλάει στο ντελίνι ο Καλαφάτης. Βάζει φωτιά στο μπουρλότο του και με τους συντρόφους του ξεμακραίνει με τη φελούκα του. Το μπουρλότο τού Καλαφάτη φουντώνει. Οι Τούρκοι όμως στα σύντομα καταφέρνουν να το ξεκολλήσουν και προκάνουν το ντελίνι να μην αρπάξει φωτιά. Το μπουρλότο καίγεται παράμερα. Ο Καλαφάτης μπορεί να μην πέτυχε, μα έκανε μεγάλο καλό. Γιατί η φωτιά τού μπουρλότου ξεσήκωσε μεγάλη αναταραχή στο ντελίνι. Βρίσκει τότε την περίσταση ο Καραβόγιαννος (Ιωάννης Θεοφιλόπουλος) και με τεχνική μανούβρα τρακάρει και χώνει το μπομπρέσσο τού μπουρλότου στην πλώρη τού βασέλου.
Ψύχραιμα, μα στα γρήγορα, οι ναύτες πετάνε τούς γάντζους και δένουν κολλητά το μπουρλότο στο ντελίνι. Ύστερα πηδάνε στη βάρκα τους. Ο Παπανικολής με το μπαρουτοφάγο, βάζει φωτιά στις μίνες της μπαρούτης και πηδάει κι αυτός στη βάρκα που τον πρόσμεναν οι σύντροφοί του. Στα γρήγορα λάμνουν τα κουπιά να ξεμακρύνουν και να γλυτώσουν. Φωτιά ξεπετάγεται απ' την μπουκαπόρτα της πλώρης τού βασέλου. Σαν την είδαν οι Έλληνες, ξεσπάνε σε χαρμόσυνα ξεφωνητά.
Στις επτά άρχισε να φυσάει στεριανός αέρας. Αυτός ο αέρας δυναμώνει τη φωτιά κι οι φλόγες τριγυρίζουν το ντελίνι. Φτάνουν και μέσα στα σωθικά του. Καπνός ξεπετιέται απ' τις μπουκαπόρτες των κανονιών. Οι αξιωματικοί τρέχουν να μπουν στις βάρκες να γλιτώσουν. Ο ρεΐζης Οσμάν Γκέκας κατακρατάει τη βάρκα για την αφεντιά του. Έρχεται στα λόγια με κάποιον αξιωματικό του και αυτός τον λαβώνει στον λαιμό.
Κατά τις δέκα, καπνός φτάνει μεσούρανα και τρομερός κρότος, λες και έπεσαν πενήντα αστροπελέκια αντάμα. Η φωτιά είχε φτάσει στο τζεπχανέ, μπαρουταποθήκη, και το ντελίνι τινάχτηκε στον αέρα. Γέμισε η θάλασσα κουφάρια, ξύλα, σίδερα, άρμενα. Για πολλά χρόνια, ως το 1854, τα λείψανα τού καραβιού φαίνονταν στο βυθό. Από τους χίλιους εκατό τσούρμο και ασκέρια, που είχε η φρεγάτα, ούτε εκατό δεν προκάνανε να φύγουν. Στο σουλτάνο Μαχμούτ δεν θα ομολογήσουν την αλήθεια. Θα του πουν πως τάχα η θάλασσα σε άγρια φουρτούνα αφάνισε το καράβι του».
...Η περιγραφή, του ιστορικού και συγγραφέα Τάκη Λάππα, γλαφυρή και μοναδική μας γυρίζει χρόνια πίσω, στον Μάιο του 1821, όταν στην Ερεσσό της Λέσβου ο Ψαριανός Δημήτρης Παπανικολής προσφέρει στο μαχόμενο γένος των Ελλήνων την πρώτη του τότε νίκη στη θάλασσα.
Η επίθεση ήταν εναντίον του δίκροτου (σ.σ. Εκ του “δις κροτειν”. Της δυνατότητος δηλαδή του πυροβολικού του σκάφους αυτού, να βάλλει σε δύο συστοιχίες ανά πλευρά) του τουρκικού ναυτικού «Μπεχτάς Καπτάν» που σήμαινε «Κινούμενο Όρος» στην οποία επίσης για πρώτη φορά οι Έλληνες χρησιμοποίησαν στο ναυτικό τους αγώνα εκείνης της εποχής, το πυρπολικό, το όπλο των φτωχών με θεαματικά αποτελέσματα ανατινάζοντας τον οθωμανικό θαλάσσιο κολοσσό.
Τα ονόμασαν, μπουρλότα, καμίνια, ηφαίστεια, εμπρηστήρια, πυραλωτά, πυρομηχανές ή πυρομηχανίες, πυροσίφωνες.
Ήταν τα θρυλικά πυρπολικά που αργότερα θα συνδεθούν άμεσα με νέα κατορθώματα ηρώων της Επανάστασης, το όπλο της ανάγκης που τα μπαρουτοκαπνισμένα ίχνη του ακολουθούμε σήμερα από τη στήλη.
Η ανάγκη για τη χρήση του έγινε γρήγορα αντιληπτή καθώς εκ των πραγμάτων φάνηκε ότι τα ελαφρά ελληνικά πλοία δεν θα μπορούσαν ποτέ να αντιπαραταχθούν στα οθωμανικά σε μια κλασικού τύπου ναυμαχία καθώς ούτε καν μπορούσαν να τα φθάσουν με το βεληνεκές των μικρών κανονιών τους.
Οι γνώμες για το ποιος είχε για πρώτη φορά την ιδέα και έκανε πράξη την κατασκευή αυτού του τρομερού όπλου διίστανται , όμως το θέμα συζητήθηκε στη Βουλή των Ψαρών το Μάιο του 1821 όπου και αποφασίστηκε να κατασκευαστούν τα πρώτα τέτοια γεμάτα με εκρηκτικά σκάφη που χρησιμοποιήθηκαν στην ανατίναξη που αναφέρεται παραπάνω.
Όμως, ας προχωρήσουμε στα... μυστικά: Πώς κατασκευαζόταν ένα μπουρλότο.
Το πλοίο που επιλεγόταν να μετατραπεί σε πυρπολικό έπρεπε να διαθέτει «υπόφραγμα» (Υποφράγματα λέγονταν τα καταστρώματα που υπήρχαν κάτω από το κύριο κατάστρωμα του κάθε πλοίου, το οποίο, ανάλογα με το μέγεθος του, διέθετε ένα ή περισσότερα. Σε περίπτωση που δεν διέθετε υπόφραγμα, έπρεπε οπωσδήποτε αυτό να κατασκευαστεί).
Στη συνέχεια ανοίγονταν οι λεγόμενοι «ρούμποι», τετράγωνες δηλαδή οπές με μήκος πλευράς 65 εκ., οι οποίοι απείχαν μεταξύ τους 2,25 έως 2,80 μέτρα.
Οι ρούμποι ανοίγονταν στις δύο πλευρές, κοντά στα τοιχώματα του πλοίου, μέχρι το διαμέρισμα του πλοιάρχου στην πρύμνη, και είχαν σκοπό τη μετάδοση της φωτιάς στο εχθρικό πλοίο.
Στο υπόφραγμα κατασκευάζονταν οι μίνες (εστίες) της φωτιάς και οι μίνες της μπαρούτης.
Σκοπός των εστιών -μίνες της φωτιάς- ήταν το αρχικό άναμμα και η ταχεία μετάδοση μεγάλου όγκου από φλόγες. Οι «μίνες της μπαρούτης» είχαν ως σκοπό την εκπομπή πύρινων γλωσσών μεγάλου μεγέθους, οι οποίες θα μετέδιδαν τη φωτιά στο εχθρικό σκάφος.
Στο πάνω μέρος του τοποθετούνταν «δέματα κατραμωμένα» από δαδιά, τα οποία είχαν ποτιστεί με πολύ εύφλεκτο μείγμα αποτελούμενο από 12 μέρη μαύρης πίσσας, 10 ρετσίνης, έξι πρόβειου λίπους, δύο νίτρου και ένα θείου. Στο κάτω μέρος τοποθετούνταν δύο-τρεις «πέτρες φλογερές», ένα είδος εμπρηστικής ουσίας σε σφαιρικό σχήμα.
Από πάνω τους και έως ότου γεμίσει το κάτω μέρος της μίνας, τοποθετούνταν τορτέλα και εχινόποδες (άχρηστα χοντρά σχοινιά πασαλειμμένα με πίσσα), όπου και προφυλασσόταν πίσω τους ο τιμονιέρης και το πλήρωμα του μπουρλότου από τα εχθρικά πυρά.
Σε σχοινί, που ήταν στερεωμένο στη μια πλευρά του μπουρλότου, ήταν δεμένη και ρυμουλκούνταν η σκαμπαβία ή βάρκα του μπουρλότου δηλαδή η λέμβος στην οποία επέβαινε για να απομακρυνθεί το πλήρωμα.
Έτοιμο το πυρπολικό πλέον με τους αποφασισμένους ναύτες του ταξίδευε με τον ελληνικό στόλο αναζητώντας το ολοκαύτωμα.
Όσο για τη φωνή του μπουρλοτιέρη ακόμα ακούγετε στα πέλαγα:
«Ελευθερία ζητάτε μωρ' αδέρφια κι εγώ διά την πίστιν μας θέλω αποθάνω πρώτος, μα την χρυσή πατρίδα μας, αν δεν καεί ο φλόκος!».