Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο
Η άποψη των εικονόφιλων, πως με την ενανθρώπιση του Κυρίου η ύλη καθαγιάστηκε και έγινε άξια να αποδοθεί σε αυτή η μορφή του Χριστού, δεν εισακούστηκε. Ακολούθησε περίοδος πρωτοφανούς βίας και μίσους, ενώ ο Πάπας Στέφανος Γ’ επιδοκίμασε το 769 τη λατρεία των εικόνων. Επί Λέοντος Δ’ (775-780) η κάμψη του διωγμού των εικονολατρών υποδεικνύει τη νέα θρησκευτική τοποθέτηση της άρχουσας δυναστείας, η οποία έγινε σαφέστερη μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα.
Το 780, λοιπόν, στον θρόνο ανεβαίνει ο ανήλικος Κωνσταντίνος ΣΤ’, ο οποίος επιτροπεύεται από την υπέρμετρα φίλαρχη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία (εκ πεποιθήσεως εικονολάτρης). Η βασιλομήτωρ, που προκαλούσε εσωτερικές αντιθέσεις στον στρατό, μέσα σε ένα κλίμα συνωμοσιών προετοιμάζει μεθοδικά την αναστήλωση των εικόνων. Το 787 συγκαλεί την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας, με την οποία αποκαθίστανται οι εικόνες και καταδικάζεται η εικονομαχία ως αίρεση. Οι αποφάσεις αυτής της Συνόδου ικανοποιούν τον πάπα Αδριανό Α’ χωρίς όμως να τις αποδεχθεί ο βασιλιάς των Φράγκων, Καρλομάγνος, για πολιτικούς λόγους. Η αυτοκράτειρα ανατρέπεται το 802 από τον Νικηφόρο Α’, ο οποίος εφαρμόζει ένα αυστηρό πρόγραμμα στρατιωτικών και δημοσιονομικών μέτρων για την εξυγίανση της Αυτοκρατορίας, ενώ ακολουθεί μετριοπαθή πολιτική σε εκκλησιαστικά θέματα, χωρίς να διστάσει να εισηγηθεί αντιεκκλησιαστικά οικονομικά μέτρα. Το Πάσχα του 815, ο Λέων Ε’, που αναγορεύτηκε αυτοκράτορας από τα εικονομαχικά θέματα της Μ. Ασίας, επαναφέρει το θέμα της εικονομαχίας με την ελπίδα ότι θα αποκτήσει την υποστήριξη του στρατού για να αντιμετωπίσει τα διαδοχικά επαναστατικά κινήματα. Ο νέος αυτοκράτορας, στην εικονοκλαστική Σύνοδο, που συγκάλεσε, ακύρωσε τις αποφάσεις του 787 και απαγόρευσε την κατασκευή και τη χρήση των εικόνων. Παρότι εκ φύσεως εικονομάχος, προώθησε τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας και εφάρμοσε πολιτική ανεκτικότητας και μετριοπάθειας. Παραχώρησε στο λαό το δικαίωμα να επιλέγει ελεύθερα το δόγμα που επιθυμούσε, αλλά αρνήθηκε να άρει τη νομική απαγόρευση της δημόσιας χρήσης των εικόνων. Ο γιος του Θεόφιλος, υπήρξε φανατικός εχθρός των εικόνων. Την τελική λύση του εικονομαχικού ζητήματος ανέλαβαν η Θεοδώρα, συναυτοκράτειρα του ανήλικου γιου της Μιχαήλ Γ’, ο Λογοθέτης του Δρόμου Θεόκτιστος και ο Σέργιος Νικητιάνος, οι οποίοι αγιοποιήθηκαν από την Εκκλησία. Ο πανηγυρικός εορτασμός της αναστήλωσης των εικόνων (Μάρτιος 843) τελείται και σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία την πρώτη Κυριακή των Νηστειών. Το τέλος της εικονομαχίας επήλθε με εκπληκτική δεξιότητα από τη Θεοδώρα και τους συμβούλους της, χωρίς να υποστεί την καταδίκη του δόγματός του η μνήμη του Θεόφιλου και της αιρετικής δυναστείας. Για την εικονομαχική περίοδο τα κείμενα των χρονογράφων μαρτυρούν την πτώση του μορφωτικού επιπέδου και την οπισθοδρόμηση των κλασικών γραμμάτων. Όμως, τα χρόνια της Φρυγικής δυναστείας (820-867) χαρακτηρίζονται από ανάπτυξη της Παιδείας στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που οφείλεται στον Θεόκτιστο, σύμβουλο των τριών αυτοκρατόρων αυτής της δυναστείας. Όπως ισχυρίζεται ο ιστορικός Jacques Heers, «η εικονομαχία ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος που δεν περιορίστηκε διόλου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία» και όχι απλά μια κρίση. Η διαίρεση του κράτους σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις (εικονομάχοι - εικονολάτρες), είναι ενδεικτική της παραπάνω διαπίστωσης. Όταν ο Λέων Γ’ αποκήρυσσε τις εικόνες το 726 οι ιταλικές πόλεις εξεγέρθηκαν και προσεταιρίστηκαν τον Πάπα, από τη δικαιοδοσία του οποίου αφαιρέθηκαν οι εκκλησίες της Καλαβρύας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού. Το 800 ο πάπας Λέων Γ’ έστεψε τον Καρλομάγνο ως «Αυτοκράτορα Ρωμαίων» θέτοντας σε εφαρμογή τη φραγκική προσπάθεια σφετερισμού του αποκλειστικού δικαιώματος των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Η Ειρήνη δεν μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση, απορροφημένη στο εικονομαχικό πρόβλημα, ενώ αργότερα οι επιθέσεις των Αράβων εναντίον της Αυτοκρατορίας οδήγησαν στην απώλεια των ιταλικών εδαφών και της Κρήτης. Η αυτοκρατορική πολιτική, επομένως, δεν είχε επιπτώσεις μόνο σε θεολογικό επίπεδο, αλλά και σε πολιτικοκοινωνικό. Γι’ αυτό και οι μελετητές αυτής της περιόδου του Βυζαντίου διχάζονται. Μερίδα των ιστορικών και κοινωνιολόγων πιστεύουν πως η εικονομαχία συνιστά κίνημα πνευματικό και θρησκευτικό, καθώς εκφράζει ποικίλες ιδεολογικές ροπές, όπως η καταστροφή των εικόνων και η απόρριψη της λατρείας της Θεοτόκου και των αγίων (επί Κωνσταντίνου Ε’). Όμως, άλλοι ερευνητές, θεωρούν ότι η πολιτική της συριακής δυναστείας και των διαδόχων της, γνωστή με το απατηλό όνομά της «Εικονομαχία», υπήρξε ένα πρόσχημα για τις βαθιές αλλαγές και αναστατώσεις που δοκίμασε το Βυζάντιο για περισσότερο από έναν αιώνα.
Με το τέλος της εικονομαχίας θριαμβεύει η ελληνική εικονολατρική θεολογία έναντι των εικονομάχων όπως τον 8ο αιώνα θριάμβευσαν οι Βυζαντινοί απωθώντας την αραβική απειλή. Η Βυζαντινή Εκκλησία, αλλά και το Βυζαντινό Κράτος εξελληνίστηκαν περισσότερο αποβάλλοντας τις ανατολικές επιδράσεις και τα δυτικά στοιχεία (Ρωμαϊκή Εκκλησία, Αυτοκρατορία του Καρόλου). Η Εκκλησία απέφυγε οριστικά την απεριόριστη υποταγή της στην κρατική εξουσία, ενώ παράλληλα ξεκίνησε με δυναμισμό το πλούσιο αποστολικό της έργο στις περιοχές των Σλάβων. Την ίδια στιγμή ικανότατοι σύμβουλοι του Μιχαήλ Γ’ ανασυγκρότησαν την «τραυματισμένη» αυτοκρατορική εξουσία, συμβάλλοντας στην ενδυνάμωση του Βυζαντίου. Η Μακεδονική δυναστεία (867-1056) θα κατορθώσει, χρησιμοποιώντας αυτή την κληρονομιά, να υποτάξει τους εχθρούς και να καταστήσει την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και πάλι, τη μεγάλη παγκόσμια δύναμη του μεσαιωνικού κόσμου.