Από τον Αντώνη Περδικούλη
Στίχους σαν τους παρακάτω, κάθε ταγμένος ποιητής θα ονειρευόταν να είχε γράψει: «Όταν χιονίσει, είπε το πουλί, κάθε φτερό μου θα υψωθεί ανάλαφρο στα ουράνια...», για να απογυμνωθεί η ομορφιά από ό,τι την βαραίνει και η αλήθεια ολόσωμη να μεστώσει σαν το στάχυ ένα μυστήριο μέγα και αποκαλυπτικό, γεμάτο άϋλη ουσία.
Η πνευματική ανάληψη αρκεί με τη χάρη της πυριφλεγούς αγάπης να αποκορυφωθεί, έτσι ακριβώς όπως ο ανερμήνευτος ποιητικός λόγος γεραίρεται από αγγέλων θυμιάματα και μουσών εμπνεύσεις: «Η αγάπη είναι απλή, όπως το μάτι του ελαφιού, όπως το χόρτο στο μονοπάτι».
Μια αξεδίψαστη λαχτάρα για ζωική ορμή κινείται πολύτροπα στην ψυχή του ποιητή, αντιμαχόμενη πεισματικά τα σχέδια του θανάτου. Στο εσώτατο βάθος ανδρειεύει η αναβλύζουσα πίστη για αθανασία, αφού η προσδοκία του υπερβατικού χωροχρόνου είναι κυρίαρχη και βασιλεύει: «Και μες στο αίμα σου έν’ άστρο πάντα ταξιδεύει». Στη μυστηριακή γέννηση της μέρας που θα έρθει, με τον ποιητή παρόντα ή απόντα, η αναστάσιμη λυχνία άσβεστη λαμπρύνει έναν ουρανό που δοξαστικά υπομένει: «Κανείς δεν ξέρει πότε θα ξημερώσει, κάποια πηγή αναβλύζει από άγνοια».
Τα πρόσωπα δίχως προσωπείο, η ψυχή δίχως πέπλο, η ευγένεια άκτιστη ως απονήρευτο χαμόγελο, αυτά όλα μαζί είναι για τον Βαρβιτσιώτη η υπέρτατη αθωότητα που διαρκεί. Η ομορφιά της ποίησής του χωρά σε πράγματα απλά, γι’ αυτό και θαυμαστά, ο ένθεος λόγος που ισχυροποιεί τα σύμβολά του γενναιόδωρα διασκορπίζεται, η μουσική σκέψη, η λέξη που υπερίπταται, το απρόβλεπτο επίθετο, ο ρυθμός και ο ήχος που πάλλονται σαν δέσμη φωτός και πληρούν τον στίχο του από παρηχήσεις απαράμιλλες.
Το «Αλφαβητάριο» γραμμένο στα 1954 και εκδομένο πρώτη φορά στα 1955, αποτελεί κορυφαίο ποιητικό γέννημα του ρομαντικού συμβολισμού. Την ίδια χρονιά οι κύκλοι της γαλλικής λογοτεχνικής κριτικής χαιρετίζουν την «συμβολή της νέας ελληνικής ποιητικής γραμμής στην Ευρωπαϊκή Ποίηση» και κατατάσσουν τον Βαρβιτσιώτη μαζί με τους Καζαντζάκη, Σεφέρη, Ρίτσο και Ελύτη, στη λίστα με τους μεγαλύτερους ποιητές της Ευρώπης! Το βιβλίο είναι ενδεδυμένο με ένα λεπταίσθητο υπερρεαλιστικό χιτώνα, όπου οι λέξεις- σύμβολα μαζί με την μουσική ροή εκφράζουν τον βαθύτερο συναισθηματικό κόσμο, πλέριο από λυρικό φως που καταμαγνητίζει.
Στίχοι σαν τον παρακάτω δείχνουν την θεσπέσια καταγωγή της ποιητικής φλέβας:
«Τρέχουν για να βρούνε τα χελιδόνια ένα φιλί θαμμένο μες στα χιόνια».
Εάν ο Κ. Χατζόπουλος πρώτος έσπειρε τον ζωντανό σπόρο του συμβολισμού στην Ελληνική Ποίηση με τα «Τραγούδια της Ερημιάς» το 1898, ο Κ. Παλαμάς με τα οράματά του πρόσδωσε στη λέξη τη μαγική της υπόσταση, ψηλαφίζοντας τις οδύνες και τις αγωνίες του στην «Ασάλευτη Ζωή» το 1904, ο Καίσαρ Εμμανουήλ με τον «Παράφωνο Αυλό» το 1929 πρωτόδειξε τι σημαίνει εσωτερική διαύγεια του στίχου και «Καθαρή Ποίηση», τέλος ο Γ. Σαραντάρης εισήγαγε την Αφαίρεση στην ποίησή μας, με τα «Ποιήματά» του όλο γοητεία αισθητική και φιλοσοφημένη διάθεση, τότε ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, συγκεράζοντας όλες αυτές τις αρετές, ελάμπρυνε αμετάκλητα την υπερουσία της ποιητικής πράξης μ’ ένα απροσπέλαστο αγγελικό ένστικτο στο «Αλφαβητάριό» του στα 1954, με το ακαταμάχητο επίθετο ως κινητήρια δύναμη των ποιήσεών του:
«Ώ, γιορτινό μου φως, πολλαπλή μου άνοιξη...».
Ο άνεμος, η προσευχή, το κύμα, η σιωπή, ο κορυδαλλός, τ’ άστρα και η χαραυγή, ο κρόκος του δειλινού ή ένα χελιδόνι είναι τα σώματα-σύμβολα της Ποίησής του, φορτωμένα την διάφανη ομορφιά. Αυτή την ομορφιά, που ξεχύνεται απέριττη ως δωρεά, σε όλη την καθαρότητά της. Το είχε εκφράσει άλλωστε και ο Παλαμάς, λίγες δεκαετίες ενωρίτερα με έναν απλό ορισμό πού ξεδιάλυνε όλες τις έως τότε παράδοξες και ποικίλες απόψεις, για το τι είναι η «καθαρή» ποίηση: «Τεχνική δεξιοσύνη και καθαρή ποίηση είναι ένα και το αυτό...».
Αυτή η καθαρή λυροπρόφερτη ποίηση για τον Τάκη Βαρβιτσιώτη έχει τόση σημασία, όση σημασία έχει και το μέγιστο άνοιγμα των φτερών ενός αητού στο πιο ελεύθερο πέταγμά του, «όταν ο ουρανός διασκορπίζεται ένδοξα» και λυτρωτικά διαμοιράζεται σε όσους τον δεχτούν.
* Ο Αντώνης Περδικούλης είναι ποιητής, δοκιμιογράφος.
Έχει συγγράψει και δημοσιεύσει εννέα κριτικά κείμενα για το ποιητικό έργο του Τάκη Βαρβιτσιώτη.