Από τον Κώστα Χατζή
Ξεκίνημα με μια φροντίδα: να μην κακοποιηθεί, άλλη μια φορά, και από τη στήλη, η περιούσια λέξη. Γι’ αυτό, το εθνικό προστατεύεται ως «εθνικό». Αρκετά τράβηξε και αρκετά ταλαιπωρείται το εθνικό, ακόμα και σήμερα. Το «εθνικό», όμως, επιτρέπει μια κάποια ελευθεριότητα, από κοινού με τον αναγνώστη, αρκεί να υπάρχει μια καλοπροαίρετη και αμοιβαία διάθεση κριτικής αυτογνωσίας. Οι εθνικιστικές ψυχώσεις είναι για αλλού!...
Το παράπονο, λοιπόν, εκδηλώνεται κάθε φορά που πληροφορούμαι τα επιτεύγματα άλλων χωρών που είναι κοντά στα δικά μας μέτρα. Ιδιαίτερα, αν αντιμετωπίζουν προβλήματα ανάλογα με τα δικά μας. Λ.χ. η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία. Πώς κατάφεραν και (α) Πέτυχαν την εθνική συνεννόησή τους, κοινοβουλευτικά. (β) Επιδιώκουν μια εθνική προσπάθεια, για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, και (γ) Δεν ριψοκινδυνεύουν να χάσουν τα εθνικά επιτεύγματά τους. Το «εθνικό» παράπονο συνοψίζεται: Γιατί αυτοί και όχι κι εμείς;
Ασφαλώς θα υπάρχουν πολλοί λόγοι. Υπάρχει, όμως, και ένας ισχυρότερος: δεν θέλουμε, δεν προσπαθούμε, δεν μας ενδιαφέρει. Επειδή αυτή η γενίκευση είναι σαφώς άδικη, το παράπονο χαρακτηρίζεται... «εθνικό». Πρέπει, όμως, να έχει γίνει αντιληπτό ότι η άποψη που επικρατεί είναι ότι είμαστε ένας προνομιούχος, ένας περιούσιος λαός, προορισμένος να ζήσει σε έναν επίγειο Παράδεισο. Όποτε και από όποιον διατυπωθούν σκέψεις ή προτάσεις, που κάνουν αναφορά σε αντίστοιχες καταστάσεις, συγκριτικά, η βαθυστόχαστη απάντηση έρχεται αμέσως: «Έλα, μωρέ, καλά όλα αυτά, αλλά στην Ελλάδα δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Άλλωστε, υπάρχει στον κόσμο άλλο μέρος καλύτερο από την Ελλάδα;».
Σωστό! Αυτός ο εκλεκτός λαός έχει την προνομιακή ευτυχία να κάνει διακοπές στα ωραιότερα νησιά του κόσμου, να κολυμπάει στις ωραιότερες θάλασσες του κόσμου, να γεύεται την καλύτερη κουζίνα του κόσμου, να απολαμβάνει το καλύτερο κλίμα του κόσμου. Και, μέχρι χτες, ζούσε με έναν ξένοιαστο τρόπο που τον κάνει αντικείμενο φθόνου, για όλον τον πλανήτη. Ξυπνάει και κοιμάται αυτός ο λαός με το κακό μάτι των ξένων, γενικώς, στραμμένο επάνω του... Και, αν οι “στροφές” του μυαλού δεν επαρκούν, διατυπώνεται και η ιδιώτευση, η εξατομικευμένη πεποίθηση ότι «αυτή η χώρα είναι ανώτερη από όλες τις άλλες επειδή γεννήθηκα εγώ σ’ αυτήν»...
Το πράγμα θυμίζει την κίνηση του εκκρεμούς. Από την ιδεολογία της Ψωροκώσταινας περάσαμε γρήγορα στο σύνδρομο του ξιπασμένου Κοσμοπολιτισμού. Δεν θέλουμε να φτιάξουμε τίποτα σαν τους άλλους. Τίποτα δεν θέλουμε να κάνουμε σαν τους άλλους γιατί τα δικά μας είναι ήδη, εξ ορισμού, τα καλύτερα. Η περίφημη εθνική μας ιδιαιτερότητα εξελίσσεται σε ανωτερότητα. Τώρα, όμως, που βιώνουμε την ανάστροφη επαναφορά του εκκρεμούς, σε προηγούμενη θέση, διαπιστώνεται ότι η ψωνάρα δεν συνοδεύεται από αυτοπεποίθηση, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά από ανασφάλεια. Η ιδιαιτερότητα, η συμπλεγματική όπως αποκαλύπτεται, δεν διοχετεύεται σε μεράκι για κάτι καλύτερο, αλλά σε διαχείριση της μιζέριας.
Η εφαρμογή των «Μνημονίων» επιτρέπει πλέον κάποιες σκέψεις. Όταν άρχισε η εφαρμογή τους, έγινε της μόδας στον δημόσιο διάλογο, η άποψη ότι έπρεπε να έχουμε «το δικό μας μνημόνιο», το δικό μας σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης. Για να μην αναγκαστούμε να κάνουμε πράγματα που έπρεπε να τα έχουμε κάνει από καιρό. Σωστό! Τώρα, διατυπώνεται ποικιλότροπα η πρόταση ότι μας χρειάζεται «ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση». Σωστό κι αυτό, κατ’ αρχήν. «Κοιμήσου καραμέλα μου, για να σε πιπιλήσω» είχε σημειώσει ένας μεγάλος. Γι’ αυτό, κάποιοι οφείλουν να διευκρινίσουν τι εννοούν με τον όρο που πιπιλίζουν: την «Ανάπτυξη». Πώς και για ποιους; Αλλά και τα ψελλίσματα που ακούγονται για «εθνικό σχέδιο», για νέο «εθνικό αφήγημα» ανασύνταξης, αναδιάρθρωσης, αναδιάταξης κ.λπ., χρειάζονται τεκμηρίωση. Λίγοι μόνο, οι πιο διορατικοί, τολμούν και προτείνουν τη σύνταξη «σχεδίου εθνικής ανασυγκρότησης».
Μας λείπουν τα σχέδια ή κάτι άλλο; Πάρτε για παράδειγμα αυτό που συμβαίνει στα Πανεπιστήμια. Εδώ και πολύ καιρό, μετά από δεκάδες άτυπες συνόδους (αφού δεν τις προβλέπει κάποιος νόμος...), 40 νοματαίοι, οι πρυτάνεις, προσπαθούν να μην εφαρμοστεί ο νόμος που ψηφίστηκε από την πρωτοφανή πλειοψηφία 253 βουλευτών. Τους βοηθούν αντιδραστικοί παράγοντες με ιδιοτελή κίνητρα και μόνη έγνοια τη βολή τους. Τους συνεπικουρούν και μειοψηφικά βίαια γκρουπούσκουλα, συνήθως θρασύδειλα και ολιγόνοα νεαρά άτομα. Το σχέδιο, ο νόμος για τα πανεπιστήμια υπάρχει. Κι εμείς ασχολούμαστε με το-σώνει και καλά-θεατρικό ταλέντο ενός πρύτανη και τα πολιτικά φληναφήματα ενός άλλου.
Ο κ. Μπετσιμέας, ο διακεκριμένος και ευπατρίδης προφεσόρος του ΜΙΤ προσφέρθηκε ανιδιοτελώς, όπως και άλλοι εξέχοντες πανεπιστημιακοί με διεθνή αναγνώριση, να βάλει ένα χεράκι για την προκοπή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μας χωρίζει ένα άπειρο διάστημα νοητικών δυνατοτήτων. Βλέποντας, όμως, σε φωτογραφία, το νηφάλιο και βαθύ βλέμμα του, αποτολμώ να πω τι σκέφτεται. Θα αναρωτιέται: «Με τη... Βουλή τα μπάζω, με τη Βούλα της τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε; Σχέδιο τους λείπει;»
-«Γιατί μεταναστεύουν;» θα πρόσθετα, σαν... παράπονο.