Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Και να θέλεις να γράψεις κάτι ευχάριστο, μέρες που ‘ναι, είναι αυτή η άτιμη η επικαιρότητα, όπως λέμε στα δημοσιογραφικά γραφεία, που σε τραβάει από το μανίκι, σε προσγειώνει στην πραγματικότητα και σου υποδεικνύει με τι ν’ ασχοληθείς.
Θέλεις δεν θέλεις, λοιπόν, θα ασχοληθείς με την επικαιρότητα κι ό,τι άλλο είχες στο μυαλό σου να γράψεις, έτσι για να πεις ότι συνέβαλες κι εσύ στην τόνωση της (ανύπαρκτης) αισιοδοξίας της κοινωνίας, πάει στράφι.
«Αφού πήρα εγώ τόσα, σκεφτείτε πόσα πήραν οι άλλοι», μας πέταξε στα μούτρα ο πρώην γενικός διευθυντής εξοπλισμών Α. Κάντας, ο οποίος κατέθεσε στις δικαστικές αρχές για τις μίζες που πήρε και τις μίζες που δίνονταν στους πολιτικούς του προϊσταμένους στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για την προμήθεια εξοπλισμών για τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας.
Δηλαδή με άλλα λόγια, ο Α. Κάντας μας είπε αυτό που όλοι υποψιαζόμασταν, ότι, δηλαδή, κάποιοι «τα πήρανε χοντρά», ή πιο απλά
«φάγανε, φάγανε, φάγανε...», όπως ακριβώς το έλεγε ο ηθοποιός Χρήστος Δοξαράς, όταν ενημέρωνε τον Λάμπρο Κωνσταντάρα (τον Μαυρογιαλούρο) στην ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο», για το πώς κάποιοι, με κορυφαίο τον κομματάρχη Γκρούεζα (τον ενσάρκωνε ο Δ. Παπαγιαννόπουλος) πλούτισαν από την κατασκευή ενός νοσοκομείου...
Όλοι, λοιπόν, αυτοί οι τύποι και οι όμοιοί τους στους οποίους αναφέρθηκαν ο Α. Κάντας και άλλοι μάρτυρες, μας παρίσταναν, αν μη τι άλλο, τους πατριώτες, που νοιάζονταν για την εθνική ασφάλεια και την εθνική αξιοπρέπεια, αλλά είναι προφανές ότι το μόνο που τους απασχολούσε ήταν το πώς θα γεμίσουν τις τσέπες τους, ή μάλλον πώς θα μεγαλώσουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς και δη στην αλλοδαπή...
Νόμιζαν, βεβαίως, και φοβούμαι πως το νομίζουν ακόμη πολλοί εξ αυτών (γιατί δεν φαντάζομαι να νομίζετε ότι τα καρκινώματα έχουν αφαιρεθεί πλήρως) πως έχουν το ακαταδίωκτο, πως κανείς δεν μπορεί να τους αγγίξει, τυφλωμένοι από την αλαζονεία της εξουσίας (τους) και από το δήθεν αυτοκρατορικό τους σύνδρομο, του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ».
Μερικοί δε εξ αυτών (γιατί είναι προφανές πως τα καμένα χαρτιά, όπως ο Άκης Τσοχατζόπουλος, θα θυσιαστούν για να σωθούν κάποια άλλα λαμόγια) προσώρας τη γλιτώνουν και δεν διώκονται για τα ανομήματά τους και για τα σκάνδαλα στα οποία φέρονται να εμπλέκονται, για λόγους καθαρά πολιτικής σκοπιμότητας και φυσικά συγκυρίας.
Άλλα, ποιος ξέρει, ίσως κάποια στιγμή να κληθούν και αυτοί να δώσουν λογαριασμό για τα ανομήματα που τους αποδίδονται...
Εξ άλλου, αυτό το προαναφερθέν «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», ήταν που έφαγε, που ξεφτίλισε, έναν ακόμη πολιτικό άνδρα, εν προκειμένω τον Μιχάλη Λιάπη, ο οποίος, ο αθεόφοβος, μας κουνούσε το δάκτυλο με τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τον οποίο θέσπισε ως υπουργός των Μεταφορών, ενώ ο ίδιος κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο με πλαστές πινακίδες.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, έβγαλε αναιδώς τη γλώσσα, σε όλους εμάς, που δεν είχαμε ακόμη πληρώσει τα τέλη κυκλοφορίας, που χρωστάμε στην εφορία ή και της ...Μιχαλούς και πήγε για «ψυχική εκτόνωση» στην Κουάλα Λουμπούρ στη Μαλαισία, σε πεντάστερο ξενοδοχείο, παρακαλώ.
Και αυτό που με λυπεί περισσότερο στην περίπτωση Λιάπη, είναι το γεγονός ότι αυτός ο (ελέω του θείου του και του ξαδέρφου του) πολιτικός άνδρας, απεικονίζεται σε μια από τις πλέον ιστορικές φωτογραφίες της νεότερης πολιτικής μας Ιστορίας, αυτής που δείχνει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (μαζί με τον Τάκη Λαμπρία, τον Κώστα Χρυσοστάλη) να αποβιβάζεται από το αεροσκάφος που τον έφερε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1974, όταν έπεσε η Χούντα.
Ένας παρόμοιας λογικής «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», είναι και ο Χάρης Τομπούλογλου, ο οποίος, ως πρόεδρος μεγάλου νοσοκομείου, δωροδοκήθηκε με 25.000 ευρώ (Mon Dieu, τόσα λίγα;;;) με το επιχείρημα (!) ότι «δεν είμαι εγώ μόνον μ...., να οικονομάνε όλοι από τις δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία».
Όλοι αυτοί οι τύποι, διωχθέντες και μη για σκάνδαλα, με τη συμπεριφορά και τη στάση ζωής τους (!) συμβάλλουν έτι περαιτέρω στην απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών και μάλιστα σε μια χρονική συγκυρία, κατά την οποία σύμπας ο πολιτικός κόσμος βάλλεται κυρίως από τους νεοναζί, οι οποίοι φρόντισαν να γνωστοποιήσουν, μέσω των δηλώσεων «πόθεν έσχες» τους, πόσο φτωχοί είναι, σε αντίθεση με άλλους βουλευτές, με δηλωθέντα υψηλά εισοδήματα και όλα αυτά σε μια κοινωνία που πεινάει και δεν γνωρίζει τι θα της ξημερώσει.
Ο συντηρητικός αρθρογράφος της «Καθημερινής» Στάμος Ζούλας σε άρθρο του υπό τον τίτλο «Βίος και πολιτεία των «τομπούλογλου»» κάνει λόγο για «εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, «τομπούλογλου» (που) παραμένουν διορισμένοι σε θέσεις - κλειδιά της κρατικής μηχανής. Κατά κανόνα αποτελούν την κόπρο του πολιτικού μας συστήματος (...)».
Τονίζει δε ότι ουδείς, όμως, μας είπε ποίος ή ποιοι τους επέλεξαν, ως κρατικούς λειτουργούς και «έτσι, διερωτώμαι τι θα συνέβαινε σ’ έναν διευθυντή ιδιωτικής επιχείρησης (και όχι στο δημόσιο ξέφραγο αμπέλι) αν διόριζε αρχιλογιστή κάποιον τυχάρπαστο και δυνάμει λαμόγιο».
Ωστόσο, για να αντιληφθούμε και το πώς οι ίδιοι οι πολιτικοί μας ταγοί αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους, αξίζει να θυμίσουμε τη σκηνή απείρου κάλλους που έλαβε χώρα στη Βουλή, στη διάρκεια της συζητήσεως για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για το θέμα των υποβρυχίων, όταν αγόρευε ο αρχηγός των ΑΝΕΛ Πάνος Καμμένος.
Ο Μάκης Γιακουμάτος της ΝΔ ρώτησε «πότε θα τελειώσουμε», για να του απαντήσει ο Π. Καμμένος ότι «θα ψηφίσετε υπέρ του κ. Βενιζέλου, κύριε Γιακουμάτο, μην βιάζεστε. Θα τον καλύψετε τον κ. Βενιζέλο, μην ανησυχείτε».
Για να λάβει την εξής αποστομωτική (!!!) ανταπάντηση από τον «γαλάζιο» βουλευτή:
«Όχι, θα καθόμαστε να ακούμε αυτά που λέτε. Τελείωνε, να φύγουμε, έχουμε να πάμε και γήπεδο... Όχι, θα καθόμαστε να ακούμε αυτά που λέτε, αυτές τις μπούρδες».