Από την Κατερίνα Kανάκη
Σύμφωνα με τον Wechsler, Νοημοσύνη είναι η γενική ικανότητα του ατόμου να κατανοεί και να ελέγχει τον κόσμο γύρω του.
Η νοημοσύνη δημιουργείται βιολογικά αλλά ο βαθμός ανάπτυξής της εξαρτάται από τις προσωπικές εμπειρίες του καθενός. Όσο περισσότερο χρόνο ξοδεύει κανείς στη χρήση και ενίσχυση της νοημοσύνης και όσο καλύτερη καθοδήγηση και ενθάρρυνση δέχεται, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός ανάπτυξης της νοημοσύνης. Με το γενικό όρο Νοημοσύνη, εξετάζουμε το επίπεδο νοητικής λειτουργίας του παιδιού σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του. Ωστόσο, μελετάμε επιπλέον τους δείκτες της λεκτικής και πρακτικής νοημοσύνης, οι οποίοι βοηθούν στην ανίχνευση μαθησιακών δυσκολιών.
Με τον όρο λεκτική νοημοσύνη εννοούμε τόσο τον τρόπο παραγωγής της γλώσσας όσο και την ευαισθησία για τις λεπτές αποχρώσεις, τους κανόνες και τους ρυθμούς αυτής. H γλωσσική νοημοσύνη εκδηλώνεται ως δεξιότητα των ανθρώπων να χρησιμοποιούν με άνεση τη μητρική τους γλώσσα, να μπορούν να διατυπώνουν με σαφήνεια αυτό που σκέφτονται και να κατανοούν όσα ακούν από τους συνομιλητές τους.
Λεκτική νοημοσύνη είναι η ικανότητα να χειρίζεται κάποιος με ευκολία τις λέξεις και τη γλώσσα και να κατανοεί οδηγίες και σημασίες. Οι άνθρωποι με λεκτική νοημοσύνη είναι συνήθως καλοί στην ανάγνωση, στον γραπτό λόγο, στην αφήγηση ιστοριών, στις ξένες γλώσσες και στην απομνημόνευση λέξεων και ημερομηνιών. Μαθαίνουν καλύτερα μέσω της ανάγνωσης, της τήρησης σημειώσεων και της συζήτησης.
Λεκτική νοημοσύνη, της οποίας πηγή είναι ο αριστερός κροταφικός λοβός, είναι η ικανότητα να μπορεί κανείς να εκφράσει αυτά που σκέφτεται με λέξεις, να διατυπώνει επιχειρήματα, να έχει προφορικό και γραπτό ειρμό.
Για την αξιολόγηση της νοημοσύνης των παιδιών και εφήβων σχολικής ηλικίας χρησιμοποιείται το τεστ νοημοσύνης WISC-III.
Για τη μέτρηση της γλωσσικής νοημοσύνης στο τεστ εμπεριέχονται έξι δοκιμασίες:
* Πληροφορίες
* Ομοιότητες
* Αριθμητική
* Λεξιλόγιο
* Κατανόηση
* Μνήμη αριθμών
Στις κλίμακες αυτές, το παιδί 6-16 ετών καλείται να απαντήσει σε γλωσσικό επίπεδο, αφού επεξεργαστεί νοητικά μία πληροφορία. Η νοημοσύνη του αξιολογείται σε αυτή την περίπτωση μέσα από την ακουστική-φωνητική δίοδο επικοινωνίας.
Από την άλλη, η πρακτική νοημοσύνη αποτελείται από έξι πρακτικές δραστηριότητες: εξετάζει την ικανότητα του παιδιού να κατανοήσει και να οργανώσει οπτικά ερεθίσματα μέσα σε περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η επίδοση του παιδιού σ’ αυτή την κλίμακα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά του να χρησιμοποιήσει με ευέλικτο τρόπο διάφορες στρατηγικές μεθόδους ώστε να λύσει ένα νέου είδους πρόβλημα.
Για την πρακτική νοημοσύνη οι δοκιμασίες αφορούν:
* Συμπλήρωση εικόνων
* Κωδικοποίηση
* Σειροθέτηση εικόνων
* Σχέδια με κύβους
* Συναρμολόγηση εικόνων
* Λαβύρινθους
Η πρακτική νοημοσύνη χαρακτηρίζεται από την δύναμη προσαρμογής σε νέες καταστάσεις και την προσαρμογή του ατόμου στις διάφορες καταστάσεις του εξωτερικού κόσμου. Η πρακτική νοημοσύνη του ανθρώπου χαρακτηρίζεται κυρίως από το εργαλείο και προάγεται όταν δίνεται η ευκαιρία στους μαθητές να χρησιμοποιούν, να εφαρμόζουν θεωρητικά, να υιοθετούν πρακτικά και να θέτουν μια γνώση εντός πλαισίων.
Χορηγώντας ένα ατομικό τεστ νοημοσύνης σε ένα παιδί με νοητικά και γλωσσικά ελλείμματα, μπορούμε να συγκρίνουμε τις επιδόσεις του στη λεκτική νοημοσύνη (Verbal Scale-IQ) και στην πρακτική νοημοσύνη (Performance Scale-IQ) καθώς και στα έξι επιμέρους τεστ που συνθέτουν τη καθεμία από τις παραπάνω μορφές νοημοσύνης.
Οι δείκτες της λεκτικής και πρακτικής νοημοσύνης δεν έχουν σημαντική διαφορά στην πλειοψηφία των παιδιών. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως, ο ένας από τους δύο δείκτες είναι σημαντικά υψηλότερος από τον άλλο. Η διαφορά των δύο δεικτών δεν πρέπει να ξεπερνά τις 12 μονάδες σύμφωνα με το τεστ για να θεωρηθεί ότι το παιδί είναι ικανότερο στον ένα τομέα σε σχέση με τον άλλο.
Όταν υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των δυο δεικτών τότε υπάρχουν οι εξής πιθανότητες:
* το παιδί έχει καλύτερα ανεπτυγμένο ένα από τα δύο ημισφαίρια
του εγκεφάλου του.
* Ένα παιδί που προέρχεται από οικογένεια σχετικά χαμηλό
κοινωνικο-πολιτιστικού επιπέδου είναι πιθανόν στην περίπτωση που ο πρακτικός δείκτης του είναι υψηλότερος από το λεκτικό, αυτό να οφείλεται στις περιορισμένες εκπαιδευτικές του εμπειρίες.
* Σε περιπτώσεις που ο λεκτικός δείκτης είναι υψηλότερος από το
πρακτικό μπορεί να σημαίνει μια δυσκολία του παιδιού να συντονίσει τις κινήσεις του και ένα προβληματικό οπτικοκινητικό συντονισμό.
* ΄Ένας ψηλός πρακτικός δείκτης μπορεί να είναι ένδειξη
κάποιου προβλήματος στο κέντρο του λόγου (αριστερό ημισφαίριο) ενώ ένας υψηλότερος λεκτικός δείκτης μπορεί να είναι ένδειξη κάποιου προβλήματος που έχει σχέση με την αντίληψη της δομής του χώρου.
Συχνά όμως διαπιστώνεται αναντιστοιχία μεταξύ των επιδόσεων στη λεκτική και πρακτική νοημοσύνη ενός παιδιού, με σαφή υπεροχή στην πρακτική νοημοσύνη. Επίσης, αναφέρεται ότι υπάρχει μια ανισομέρεια στην επίδοση του παιδιού στα επιμέρους τεστ νοημοσύνης με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητος ο κατάλληλος προγραμματισμός για μια λεπτομερή περιγραφή και ανάλυση των επιδόσεων του στο καθένα από αυτά. Στασινός (2009).
Στις περιπτώσεις λοιπόν που έχουμε σημαντική απόκλιση των αποτελεσμάτων του τεστ λεκτικής και πρακτικής νοημοσύνης και υπάρχει αυτή η αναντιστοιχία, υποκρύπτεται η ύπαρξη κάποιας μαθησιακής δυσκολίας, η οποία πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω για να προκύψει η ανάλογη αντιμετώπιση του προβλήματος, ώστε να βοηθηθεί το παιδί.
Η Κατερίνα Κανάκη είναι Φιλόλογος- Ειδική Παιδαγωγός, με μεταπτυχιακό στην Ειδική Εκπαιδευτική Αγωγή –Ψυχική Υγεία.